DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Natural sciences containing μέρος | all forms
GreekSpanish
διακριτό κατασκευαστικό μέροςcomponente discreto
δομικό μέρος εκτός του δοχείουcomponente exterior a la vasija
δομικό μέρος εντός του δοχείουcomponente interior a la vasija
μέρος φυτούhoja
μπροστινό μέρος του μισού σφαγίουparte anterior de la media canal
μυώδες μέρος του τράχηλουla parte muscular del cuello
προφίλκατατομή,περιλαμβάνον επίγειο και υπόγειο μέρος των δένδρων συστάδοςperfil
χλοοτάπητας:το οργανικό μέρος του στρώματος του εδάφους όπου φύεται χλόηel'manto',o sea la parte orgánica de la capa herbácea