DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing λειτουργία | all forms
GreekSpanish
ανώτατη στάθμη λειτουργίαςnivel normal de embalse
αστική λειτουργίαfunción urbana
βιβλίον χαρακτηριστικών λειτουργίας υδροληψιών διανομήςregistro de tomas
διώρυξ διαλειπούσης λειτουργίαςcanal de servicio intermitente
εκσκαφέας συνεχούς λειτουργίας με κάδους εκσκαφήςexcavadora continua de cangilones excavadores
εκσκαφέας συνεχούς λειτουργίας με κομπολόι από σκαπτικές κουτάλεςexcavadora continua de cucharas
εκτός λειτουργίαςfuera de servicio
κατώτατη στάθμη λειτουργίαςnivel mínimo de explotación
λειτουργία ταμιευτήραoperación del embalse
λειτουργία ταμιευτήραexplotación del embalse
λειτουργία υδροταμιευτήρος πολλαπλού σκοπούexplotación de un embalse con fines múltiples
νομική διάταξη για την κατασκευή και λειτουργία των σιδηροδρόμωνreglamentación sobre construcción y explotación de ferrocarriles
σύνολο λειτουργιώνconjunto de funciones