Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Construction
containing
λειτουργία
|
all forms
Greek
Spanish
ανώτατη στάθμη
λειτουργίας
nivel normal de embalse
αστική
λειτουργία
función urbana
βιβλίον χαρακτηριστικών
λειτουργίας
υδροληψιών διανομής
registro de tomas
διώρυξ διαλειπούσης
λειτουργίας
canal de servicio intermitente
εκσκαφέας συνεχούς
λειτουργίας
με κάδους εκσκαφής
excavadora continua de cangilones excavadores
εκσκαφέας συνεχούς
λειτουργίας
με κομπολόι από σκαπτικές κουτάλες
excavadora continua de cucharas
εκτός
λειτουργίας
fuera de servicio
κατώτατη στάθμη
λειτουργίας
nivel mínimo de explotación
λειτουργία
ταμιευτήρα
operación del embalse
λειτουργία
ταμιευτήρα
explotación del embalse
λειτουργία
υδροταμιευτήρος πολλαπλού σκοπού
explotación de un embalse con fines múltiples
νομική διάταξη για την κατασκευή και
λειτουργία
των σιδηροδρόμων
reglamentación sobre construcción y explotación de ferrocarriles
σύνολο
λειτουργιών
conjunto de funciones
Get short URL