DictionaryForumContacts

   Greek Spanish
Terms for subject General containing θέσεις | all forms
GreekSpanish
αποφασισμένοι να θέσουν τις βάσεις...resueltos a sentar las bases de...
εναλλακτικές θέσεις απασχόλησηςempleos alternativos
ενισχύεται η προβολή των θέσεων της ΕΕ; προβάλλονται αποτελεσματικότερα οι θέσεις της ΕΕaumentar la proyección pública de la UE
επάνοδος της νομολογίας στις προηγούμενες θέσεις τηςinversión de la jurisprudencia
επάνοδος της νομολογίας στις προηγούμενες θέσεις τηςcontraposición de la jurisprudencia
επάνοδος της νομολογίας στις προηγούμενες θέσεις τηςcambio en la jurisprudencia
θέσεις απασχόλησης που δεν έχουν πληρωθείofertas de empleo no cubiertas
κενές θέσεις απασχόλησηςofertas de empleo no cubiertas
μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησηςtransformación de créditos en empleo
μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησηςtransformación de créditos en empleos
Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξηEuropa 2020: nueva estrategia europea para el empleo y el crecimiento
Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξηestrategia UE 2020
Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξηEuropa 2020: una estrategia para un crecimiento inteligente, sostenible e integrador
Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξηEstrategia Europa 2020
Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στις αεροπορικές μεταφορέςComité consultivo de acuerdos y posiciones dominantes en el sector del transporte aéreo
Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορώνComité consultivo de acuerdos y posiciones dominantes en el ámbito de los transportes marítimos