Subject | Greek | Spanish |
transp., el. | έλεγχος του σήματος στις θέσεις "ανοιχτό" και "κλειστό" | comprobación de señal a la apertura y al cierre |
transp., construct. | έρευνα για θέσεις | búsqueda de emplazamientos |
lab.law. | ίση μεταχείριση στις δημόσιες θέσεις απασχόλησης | igualdad de trato en los empleos públicos |
fin. | αναλαμβάνω επενδυτικές θέσεις για ίδιο λογαριασμό | adoptar posiciones propias |
fin. | αντισταθμιστικές θέσεις | posiciones compensatorias |
gen. | αποφασισμένοι να θέσουν τις βάσεις... | resueltos a sentar las bases de... |
econ., empl. | Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις απασχόλησης | Agenda de nuevas cualificaciones y empleos |
life.sc. | γεωδαιτικές θέσεις | posiciones geodésicas |
transp. | διασυνδεδεμένες θέσεις χειρισμού | puestos de control interconectados |
ed. | διευκολύνω την πρόσβαση στις διευθυντικές θέσεις | abrir el acceso a los puestos directivos |
agric. | ελεύθερος σταβλισμός με ατομικές θέσεις ζώων | estabulación libre con puestos individuales |
agric. | ελεύθερος σταβλισμός με ατομικές θέσεις ζώων | estabulación libre con cubículos |
law, stat. | εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας | rotación de personal |
gen. | εναλλακτικές θέσεις απασχόλησης | empleos alternativos |
fin. | ενδιάμεσες θέσεις τιτλοποίησης | posición de titulización semisubordinada |
gen. | ενισχύεται η προβολή των θέσεων της ΕΕ; προβάλλονται αποτελεσματικότερα οι θέσεις της ΕΕ | aumentar la proyección pública de la UE |
med. | εντοπισμός μεταλλαξιογένεσης σε ειδικές θέσεις | inducción de mutaciones en loci específicos |
market. | εξισορροπημένες συναλλαγματικές θέσεις | posiciones equilibradas |
gen. | επάνοδος της νομολογίας στις προηγούμενες θέσεις της | inversión de la jurisprudencia |
gen. | επάνοδος της νομολογίας στις προηγούμενες θέσεις της | contraposición de la jurisprudencia |
gen. | επάνοδος της νομολογίας στις προηγούμενες θέσεις της | cambio en la jurisprudencia |
el. | επαφή με δύο θέσεις | contacto de dos direcciones |
el. | επαφή με δύο θέσεις | contacto de conmutación |
transp. | επικίνδυνες θέσεις οδού | puntos peligrosos |
econ. | επιχείρηση που δημιουργεί θέσεις απασχόλησης | empresa que crea puestos de trabajo |
law, lab.law. | εργασία παρεχόμενη από περισσότερες θέσεις | trabajo en varios puestos |
lab.law. | Ευρωπαϊκή συμμαχία για θέσεις μαθητείας | Alianza Europea para la Formación de Aprendices |
agric., chem. | εφαρμογή κατά θέσεις | tratamiento localizado |
med. | θέσεις απαγωγής | puntos de aplicación de los electrodos |
account. | θέσεις απασχόλησης δραστηριότητες | puestos de trabajo |
unions. | θέσεις απασχόλησης εκτός του τομέα των εμπορεύσιμων υπηρεσιών,με δημόσιο,κοινωνικό και οικολογικό ενδιαφέρον | puestos de trabajo de carácter no comercial y de interés público, social o ecológico |
gen. | θέσεις απασχόλησης που δεν έχουν πληρωθεί | ofertas de empleo no cubiertas |
el. | θέσεις διακοπής των καλωδίων | puntos de corte de los cables |
transp. | θέσεις καθισμάτων η μια πίσω από την άλλη | asientos en tándem |
transp., construct. | θέσεις παρκαρίσματος εκτός κέντρου | aparcamiento periférico |
nat.sc. | θέσεις ποιοτικών γνωρισμάτων | locus cuantitativo |
med. | θέσεις που παρέχουν την πληροφορία για την παραγωγή των ενζύμων | locus que codifica para las enzimas |
IT | θέσεις προσωρινής αποθήκευσης | ubicaciones de almacenamiento intermedio |
transp., construct. | θέσεις στάθμευσης ιδιωτικών αυτοκινήτων με σκοπό τη συνέχιση της διαδρομής με δημόσια συγκοινωνία | par and ride |
transp., construct. | θέσεις σταθμεύσεως εκτός κέντρου | aparcamiento periférico |
transp. | θέσεις της βελόνας του χειριστηρίου | punto activo de la palanca |
polit. | κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των... | todas aquellas medidas que pueden poner en peligro la realización de... |
met. | κάθε στάδιο στερεοποίησης απελευθερώνει κατά θέσεις ορισμένη ποσότητα θερμότητας | cada etapa de solidificación desprende calor localmente |
met. | κατά θέσεις στο εσωτερικό του λεδεβουρίτη παρατηρούνται κρυσταλλίτες καρβιδίου του βαναδίου | aparecen también cristales aislados de carburo de vanadio en el interior de la ledeburita |
met. | κατά θέσεις συσσωμάτωση λεπτομερών κατακρημνισμάτων | los precipitados más finos se acumulan localmente |
fin. | κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις | posición propia |
transp., avia. | κατάλληλες θέσεις κέντρου βάρους αεροπλάνου | posiciones del CG del avión que sean aplicables |
gen. | κενές θέσεις απασχόλησης | ofertas de empleo no cubiertas |
commun. | λογαριασμοί για μοιραζόμενες τερματικές θέσεις | cuentas de terminales compartidos |
IT | μήκος γραμμής εκτύπωσης,θέσεις εκτύπωσης | posiciones de impresión |
IT | μήκος γραμμής εκτύπωσης,θέσεις εκτύπωσης | longitud de línea de impresión |
gen. | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης | transformación de créditos en empleo |
gen. | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης | transformación de créditos en empleos |
fin. | μηχανισμός υποστήριξης των ΜΜΕ που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης | plan de préstamos bonificados para PYME creadoras de empleo |
lab.law. | Μικρομεσαία Επιχείρηση που δημιουργεί θέσεις απασχόλησης | PYME creadora de empleo |
fin. | μικρομεσαίες καινοτόμες επιχειρήσεις που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης | PYME de carácter innovador y generadora de empleo |
lab.law. | ΜΜΕ που δημιουργεί θέσεις εργασίας | PYME creadora de empleo |
met. | μπορούμε να παρατηρήσουμε την κατά θέσεις προοδευτική ανάπτυξη του ωστενίτη μέσα στον περλίτη | se puede ver que en algunos puntos la austenita crece con preferencia en las perlitas |
ed., empl. | νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας | Iniciativa "Nuevas cualificaciones para nuevos empleos" |
econ., lab.law. | οικονομία ικανή να δημιουργεί θέσεις απασχόλησης | economía generadora de empleo |
law, commer. | περιοριστικές συμφωνίες και δεσπόζουσες θέσεις | antitrust |
transp. | ποδήλατο με δύο θέσεις | tándem |
transp., avia. | πολιτική που αφορά τις θέσεις επιβατών | política para la asignación de asientos |
industr., construct. | προσοφθάμιος φακός που μπορεί να ρυθμίζεται σε επικλινείς θέσεις | ocular inclinable |
transp., mater.sc. | προσπάθεια να θέσω σε λειτουργία | ensayos de puesta en servicio |
fin. | πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης ΜΜΕ καινοτομίας που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης | programa de ayuda financiera a las PYME de carácter innovador y generadoras de empleo |
fin. | πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης ΜΜΕ καινοτομίας που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης | programa de ayuda financiera a las PYME de carácter innovador y generadora de empleo |
fin. | πρόγραμμα χρηματοδοτικής συνδρομής μικρομεσαίων καινοτόμων επιχειρήσεων που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης | programa de ayuda financiera a las PYME de carácter innovador y generadoras de empleo |
fin. | πρόγραμμα χρηματοδοτικής συνδρομής μικρομεσαίων καινοτόμων επιχειρήσεων που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης | programa de ayuda financiera a las PYME de carácter innovador y generadora de empleo |
commer., transp. | πώληση φαγητών και ποτών στις θέσεις εν ώρα πορείας | venta ambulante |
commer., transp. | πώληση φαγητών και ποτών στις θέσεις εν ώρα πορείας | venta ambulante de comidas ligeras y bebidas |
commer., transp. | πώληση φαγητών και ποτών στις θέσεις εν ώρα πορείας | minibar |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | Europa 2020: nueva estrategia europea para el empleo y el crecimiento |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | estrategia UE 2020 |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | Europa 2020: una estrategia para un crecimiento inteligente, sostenible e integrador |
gen. | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη | Estrategia Europa 2020 |
IT, dat.proc. | στρογγυλοποιώ σε δύο δεκαδικές θέσεις | redondear a dos decimales |
econ. | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις | Comité consultivo en materia de prácticas restrictivas y de posiciones dominantes |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στις αεροπορικές μεταφορές | Comité consultivo de acuerdos y posiciones dominantes en el sector del transporte aéreo |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών | Comité consultivo de acuerdos y posiciones dominantes en el ámbito de los transportes marítimos |
obs., law, econ. | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στον τομέα των μεταφορών | Comité consultivo de acuerdos y posiciones dominantes en el sector de los transportes |
fin. | συμψηφίζω τις θέσεις | compensar sus posiciones |
law | τα μέρη δικαιούνται να αναπτύξουν προφορικώς τις θέσεις τους | la parte podrá intervenir oralmente |
commun., IT | τηλεφωνητριακές θέσεις | posiciones de operadora |
mun.plan., transp. | υπηρεσία παροχής γεύματος στις θέσεις εν ώρα πορείας | servicio de comidas en el mismo asiento del viajero |