DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing επιβάτης | all forms
GreekSpanish
άμεσα διερχόμενος επιβάτηςpasajero en tránsito directo
επιβάτης εξαρτώμενος από δημόσιο μεταφορικό μέσοviajeros cautivos del transporte público
επιβάτης εξαρτώμενος από δημόσιο μεταφορικό μέσοviajeros cautivos
επιβάτης που προτιμάει το δημόσιο μεταφορικό μέσοviajero con itinerario opcional
επιβάτης που προτιμάει το δημόσιο μεταφορικό μέσοconductor con itinerario opcional