DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing εξάρτημα | all forms
GreekSpanish
εξάρτημα ελέγχου τροφοδοσίας υλικούpared lateral
εξάρτημα περιορισμού διαρροώνlimitador de fuga
εξάρτημα στήριξης σωλήνων στον τοίχοsoporte mural para tubos
εξάρτημα τροφοδοσίας αρσενικού καλουπιούmacho
εξάρτημα τροφοδοσίας θετικού καλουπιούmacho