Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Terms
for subject
Law
containing
εκτίμηση
|
all forms
Greek
Spanish
δίκαιη
εκτίμηση
evaluación equitativa
δίκαιη
εκτίμηση
apreciación equitativa
εκτίμηση
επιπτώσεων
evaluación del impacto
εκτίμηση
μισθίου
valoración de la propiedad arrendada
εκτίμηση
μισθίου
tasación de la propiedad arrendada
εκτίμηση
της ατομικότητας
determinar si un diseño posee carácter singular
εκτίμηση
της καταστάσεως που απορρέει από οικονομικά γεγονότα ή περιστάσεις
apreciación de la situación resultante de hechos o circunstancias económicas
εκτίμηση
του αντίκτυπου
evaluación del impacto
εκτίμηση
του κύρους
apreciación de validez
εκτίμηση
των αποδεικτικών μέσων
valoración de la prueba
εκτίμηση
των αποδεικτικών μέσων
evaluación de la prueba
εκτίμηση
των αποδεικτικών μέσων
apreciación de la prueba
εκτίμηση
των πραγματικών περιστατικών
evaluación de los hechos
εκτίμηση
των πραγματικών περιστατικών
valoración de los hechos
εκτίμηση
των πραγματικών περιστατικών
apreciación de los hechos
εκτίμηση
των συγκεντρώσεων
evaluación de las operaciones de concentración
εκτίμηση
όσον αφορά τον επιλήψιμο χαρακτήρα
apreciación de su carácter reprobable
εκτεταμένη
εκτίμηση
επιπτώσεων
evaluación del impacto ampliada
ελεύθερη
εκτίμηση
libre apreciación
ελεύθερη
εκτίμηση
libertad de apreciación
εσφαλμένη
εκτίμηση
apreciación errónea
εσφαλμένη
εκτίμηση
του πραγματικών περιστατικών
error de hecho
(error facti)
εσφαλμένη
εκτίμηση
των πραγματικών περιστατικών
error en la apreciación de los hechos
μόνος αρμόδιος για την
εκτίμηση
των πραγματικών περιστατικών
la única competente para valorar los hechos
νομική
εκτίμηση
valoración jurídica
πλάνη περί την
εκτίμηση
error de apreciación
συνολική
εκτίμηση
evaluación global
Get short URL