DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing δρομολόγηση | all forms
GreekSpanish
δρομολόγηση αμαξοστοιχιώνpuesta en circulación de trenes
δρομολόγηση τρένωνκατά ριπέςgrupo de trenes
δρομολόγηση τρένωνκατά ριπέςbatería de trenes
κυκλοφορία πριν από την καθορισμένη δρομολόγησηcirculación con adelanto
λανθασμένη δρομολόγηση αποστολήςdesviado de ruta
λανθασμένη δρομολόγηση φορτηγού βαγονιούvagón desviado
πρώτη δρομολόγηση αμαξοστοιχίαςcreación de un tren