Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
δρομολόγηση
|
all forms
Greek
Spanish
δρομολόγηση
αμαξοστοιχιών
puesta en circulación de trenes
δρομολόγηση
τρένωνκατά ριπές
grupo de trenes
δρομολόγηση
τρένωνκατά ριπές
batería de trenes
κυκλοφορία πριν από την καθορισμένη
δρομολόγηση
circulación con adelanto
λανθασμένη
δρομολόγηση
αποστολής
desviado de ruta
λανθασμένη
δρομολόγηση
φορτηγού βαγονιού
vagón desviado
πρώτη
δρομολόγηση
αμαξοστοιχίας
creación de un tren
Get short URL