DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing διάρκεια | all forms
GreekSpanish
ατύχημα κατά τη διάρκεια ψυχαγωγικών δραστηριοτήτωνaccidente durante las actividades de recreo
δημιουργία εμβρύων ανθρώπου για έρευνες κατά τη διάρκεια της ζωής τουςcreación de embriones humanos para investigar su existencia
διάρκεια ακτινοβόλησηςduración de la radiación
διάρκεια ακτινοθεραπείαςduración de la radioterapia
διάρκεια επαφήςduración del contacto
διάρκεια ερεθίσματοςduración del estímulo
διάρκεια ζωής ερυθροκυττάρωνvida del eritrocito
καθήλωσις κολλοειδών στο σώμα κατά την διάρκεια των επεξεργασιών του μεταβολισμούcoloidopexia
κατά την διάρκεια της ζωήςdurante la vida
κατά την διάρκεια του τοκετούintra partum
κατά την διάρκεια του τοκετούdurante el parto
κυτταρική πυκνότητα κατά τη διάρκεια της αγωγήςdensidad celular durante el tratamiento
νόσος επιβαρυνόμενη κατά την διάρκεια της μέραςhemeropatía
πραγματική διάρκειαduración real
σταθερότητα κατά τη διάρκεια συνεχούς καλλιέργειαςestabilidad en cultivo continuo
συνεχής διάρκειαcontinuidad
συχνουρία κατά τη διάρκεια της ημέραςdiuria
χρονική διάρκεια της έκθεσηςduración de la exposición