Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Law
containing
διάρκεια
|
all forms
Greek
Spanish
έγγραφο που κατατέθηκε από τους διαδίκους κατά τη
διάρκεια
της συνεδριάσεως
documentos presentados por las partes en el curso de la vista
αμνηστεία για τα αδικήματα που διαπράττονται κατά τη
διάρκεια
εργατικών διαφορών
amnistía para los delitos cometidos en conflictos laborales
ανώτατη επιτρεπόμενη
διάρκεια
εργασίας
trabajo máximo autorizado
ανώτατη επιτρεπόμενη
διάρκεια
εργασίας
tiempo de trabajo máximo autorizado
δεν εργάζομαι κατά τη
διάρκεια
των αργιών
descansar
διάρκεια
ασφάλισης
total de los períodos cotizados
διάρκεια
γάμου
duración del matrimonio
διάρκεια
εφαρμογής
período de vigencia
διάρκεια
ισχύος των αποτελεσμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίας
mientas duren los efectos de la patente
διάρκεια
μαθήτευσης
período de aprendizaje
διάρκεια
μαθητείας
período de aprendizaje
διάρκεια
προστασίας
plazo de protección
διάρκεια
συλλογικής σύμβασης εργασίας
duración del convenio colectivo
διάρκεια
της απασχόλησης
tiempo trabajado
διάρκεια
της απασχόλησης
tiempo de empleo
διάρκεια
της αποδεικτικής διαδικασίας των φακέλων
duración de la instrucción del expediente
διάρκεια
της εργασίας
tiempo de trabajo
διάρκεια
της θητείας
duración del mandato
διάρκεια
της θητείας
período de la función
διάρκεια
της θητείας
mandato
διάρκεια
της θητείας
función
διάρκεια
της θητείας
cargo
διάρκεια
της θητείας του προέδρου
duración del mandato del presidente
διάρκεια
της καταχώρησης
vigencia del registro
διάρκεια
της προθεσμίας
transcurso del plazo
διάρκεια
της προμήνυσης
tiempo de preaviso
διάρκεια
της προμήνυσης
plazo de preaviso
διάρκεια
της προμήνυσης καταγγελίας
duración del preaviso
διάρκεια
της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος
carácter duradero de la convergencia conseguida por el Estado miembro
διάρκεια
της σύμβασης
duración del contrato
διάρκεια
του αξιώματος
período de la función
διάρκεια
του αξιώματος
duración del mandato
διάρκεια
του αξιώματος
función
διάρκεια
του αξιώματος
mandato
διάρκεια
του αξιώματος
cargo
διάρκεια
του κύκλου εργασίας
duración del ciclo de trabajo
ελάχιστη
διάρκεια
της άδειας όπως ορίζεται με νόμο
período mínimo de vacaciones
εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική
διάρκεια
trabajo remunerado por unidad de tiempo
κατά τη
διάρκεια
των δύο πρώτων ετών από την έναρξη της ισχύος της παρο29σης συνθήκης
dentro de los dos años siguientes a la entrada en vigor del presente Tratado
κατά τη
διάρκεια
των συζητήσεων
en el curso de los debates
νέος ισχυρισμός κατά τη
διάρκεια
της δίκης
motivo nuevo en el curso del proceso
πραγματική
διάρκεια
της εργασίας
tiempo efectivo de trabajo
πραγματική
διάρκεια
της εργασίας
duración del trabajo efectivo
υπερβολική
διάρκεια
της διαδικασίας
duración excesiva del procedimiento
χρονική
διάρκεια
της άδειας
duración del permiso
χρονική
διάρκεια
της άδειας
duración de las vacaciones
Get short URL