DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing διάρκεια | all forms
GreekSpanish
έγγραφο που κατατέθηκε από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεωςdocumentos presentados por las partes en el curso de la vista
αμνηστεία για τα αδικήματα που διαπράττονται κατά τη διάρκεια εργατικών διαφορώνamnistía para los delitos cometidos en conflictos laborales
ανώτατη επιτρεπόμενη διάρκεια εργασίαςtrabajo máximo autorizado
ανώτατη επιτρεπόμενη διάρκεια εργασίαςtiempo de trabajo máximo autorizado
δεν εργάζομαι κατά τη διάρκεια των αργιώνdescansar
διάρκεια ασφάλισηςtotal de los períodos cotizados
διάρκεια γάμουduración del matrimonio
διάρκεια εφαρμογήςperíodo de vigencia
διάρκεια ισχύος των αποτελεσμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίαςmientas duren los efectos de la patente
διάρκεια μαθήτευσηςperíodo de aprendizaje
διάρκεια μαθητείαςperíodo de aprendizaje
διάρκεια προστασίαςplazo de protección
διάρκεια συλλογικής σύμβασης εργασίαςduración del convenio colectivo
διάρκεια της απασχόλησηςtiempo trabajado
διάρκεια της απασχόλησηςtiempo de empleo
διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας των φακέλωνduración de la instrucción del expediente
διάρκεια της εργασίαςtiempo de trabajo
διάρκεια της θητείαςduración del mandato
διάρκεια της θητείαςperíodo de la función
διάρκεια της θητείαςmandato
διάρκεια της θητείαςfunción
διάρκεια της θητείαςcargo
διάρκεια της θητείας του προέδρουduración del mandato del presidente
διάρκεια της καταχώρησηςvigencia del registro
διάρκεια της προθεσμίαςtranscurso del plazo
διάρκεια της προμήνυσηςtiempo de preaviso
διάρκεια της προμήνυσηςplazo de preaviso
διάρκεια της προμήνυσης καταγγελίαςduración del preaviso
διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλοςcarácter duradero de la convergencia conseguida por el Estado miembro
διάρκεια της σύμβασηςduración del contrato
διάρκεια του αξιώματοςperíodo de la función
διάρκεια του αξιώματοςduración del mandato
διάρκεια του αξιώματοςfunción
διάρκεια του αξιώματοςmandato
διάρκεια του αξιώματοςcargo
διάρκεια του κύκλου εργασίαςduración del ciclo de trabajo
ελάχιστη διάρκεια της άδειας όπως ορίζεται με νόμοperíodo mínimo de vacaciones
εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκειαtrabajo remunerado por unidad de tiempo
κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών από την έναρξη της ισχύος της παρο29σης συνθήκηςdentro de los dos años siguientes a la entrada en vigor del presente Tratado
κατά τη διάρκεια των συζητήσεωνen el curso de los debates
νέος ισχυρισμός κατά τη διάρκεια της δίκηςmotivo nuevo en el curso del proceso
πραγματική διάρκεια της εργασίαςtiempo efectivo de trabajo
πραγματική διάρκεια της εργασίαςduración del trabajo efectivo
υπερβολική διάρκεια της διαδικασίαςduración excesiva del procedimiento
χρονική διάρκεια της άδειαςduración del permiso
χρονική διάρκεια της άδειαςduración de las vacaciones