DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing διάρκεια | all forms
GreekSpanish
διάρκεια ζωήςtiempo de residencia
διάρκεια ηλιοφάνειαςduración del sol
διάρκεια κατακράτησηςtiempo de retención
διάρκεια κατακράτησηςperíodo de retención
διάρκεια καύσεωςperiodo de combustió
διάρκεια παραμονήςtiempo de residencia
διαχωρισμός κατά τη διάρκεια της ανακύκλωσηςfraccionamiento durante el reciclaje
παρακολούθηση του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της κανονικής λειτουργίας των εγκαταστάσεωνvigilancia del medio ambiente durante el funcionamiento normal de las instalaciones
σχηματισμός νέφους κόνεως κατά τη διάρκεια όρυξης του κύκλου εξόρυξηςμπαταριάςFormación de una nube de polvo durante la perforación con barrenos.
υπόστρωμα καταλύτη με μεγάλη διάρκεια ζωήςportacatalizador de larga vida