DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing διάρκεια | all forms
GreekSpanish
αναμενόμενη διάρκεια ζωήςduración prevista
διάρκεια δοκιμήςtiempo de ensayo
διάρκεια ζωής από άποψη αντιδραστικότητος θεωρούμενη κατά το σχεδιασμόduración nominal de la reactividad
διάρκεια περιστροφής του δίσκου εγγραφής 24 ωρώνtiempo de rotación del disco: 24 horas
ενεργή διάρκεια χρήσης ενός εργαλείουvida útil de una herramienta
κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιώνenergía consumida por el bombeo en caso de una central de acumulación por bombeo
κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιώνenergia eléctrica absorbida por el bombeo
μέση διάρκεια βλάβηςtiempo medio de parada por avería