Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
General
containing
διάρκεια
|
all forms
Greek
Spanish
έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες κατά τη
διάρκεια
της εργασίας
exposición a agentes biológicos durante el trabajo
διάρκεια
αποθήκευσης
vida de almacenamiento
διάρκεια
αποθήκευσης
vida en almacenamiento
διάρκεια
αποθήκευσης
vida limitada
διάρκεια
αποθήκευσης
duración de almacenamiento
διάρκεια
αποθήκευσης προϊόντος
vida de almacenamiento
διάρκεια
αποθήκευσης προϊόντος
vida en almacenamiento
διάρκεια
αποθήκευσης προϊόντος
vida limitada
διάρκεια
αποθήκευσης προϊόντος
duración de almacenamiento
διάρκεια
ζωής προϊόντος
vida en almacenamiento
διάρκεια
ζωής προϊόντος
vida limitada
διάρκεια
ζωής προϊόντος
vida de almacenamiento
διάρκεια
ζωής προϊόντος
duración de almacenamiento
διάρκεια
κύκλου επεξεργασίας
intervalo entre coladas
διάρκεια
της εντολής
duración del mandato parlamentario
επί τόπου κατάρτιση κατά τη
διάρκεια
επιχειρήσεως
entrenamiento durante la operación
επίσκεψη κατά τη
διάρκεια
της ημέρας
visita diurna
Επιστημονική επιτροπή για τα όρια έκθεσης, κατά τη
διάρκεια
της εργασίας, σε χημικές ουσίες
Comité de altos responsables de la inspección de trabajo
κανονική
διάρκεια
tiempo nivelado
κανονική
διάρκεια
tiempo normal
κανονική
διάρκεια
tiempo base
κατά τη
διάρκεια
της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής
mientras dure su mandato y aún después de finalizar éste
μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε κατά τη
διάρκεια
της εργασίας
no comer ni beber ni fumar durante el trabajo
στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της αποστολής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
MONUC
κατά τη
διάρκεια
της εκλογικής διαδικασίας
Operación Militar de la Unión Europea de apoyo a la Misión de las Naciones Unidas en la República Democrática del Congo
MONUC
durante el proceso electoral
συμβατική
διάρκεια
ενός
δανείου
duración contractual de un préstamo
συνεχής παραμονή κατά τη
διάρκεια
του έτους
ocupación anual continua
συσσώρευση καθόλη τη
διάρκεια
της ζωής
acumulación total durante la vida
τα μέλη της Eπιτροπής,...κατά τη
διάρκεια
της θητείας τους
los miembros de la Comisión..., mientras dure su mandato...
χρονική
διάρκεια
πλημμυρισμού του πυρήνα αντιδραστήρα
período de reinundación del núcleo
ωφέλιμη
διάρκεια
ζωής
vida útil
Get short URL