DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Immigration and citizenship containing διάβαση | all forms
GreekSpanish
διέλευση' διάβασηpaso de tránsito
Σύμβαση περί διαβάσεως των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκ μέρους των προσώπων; Σύμβαση σχετικά με τον έλεγχο των προσώπων κατά τη διάβαση των εξωτερικών συνόρωνConvenio sobre el paso de las fronteras exteriores de los Estados miembros