Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
German
Italian
Spanish
Terms
for subject
Health care
containing
ασκορβικό
|
all forms
Greek
Spanish
L-
ασκορβικό
ασβέστιο
L-ascorbato de calcio
L-
ασκορβικό
ασβέστιο
L-ascorbato cálcico
ασκορβικό
κάλιο
ascorbato potásico
L-
ασκορβικό
νάτριο
L-ascorbato sódico
L-
ασκορβικό
νάτριο
L-ascorbato de sodio
L-
ασκορβικό
οξύ
ácido L-ascórbico
εστέρες λιπαρών οξέων με
ασκορβικό
οξύ ; παλμυτικό L-ασκορβύλιο ; 6-παλμιτυλο-L-ασκορβικό οξύ ; Ε 304
ácido palmitil-6-L-ascórbico
εστέρες λιπαρών οξέων με
ασκορβικό
οξύ ; παλμυτικό L-ασκορβύλιο ; 6-παλμιτυλο-L-ασκορβικό οξύ ; Ε 304
ésteres de ácidos grasos del ácido ascórbico
εστέρες λιπαρών οξέων με
ασκορβικό
οξύ ; παλμυτικό L-ασκορβύλιο ; 6-παλμιτυλο-L-ασκορβικό οξύ ; Ε 304
E 304
L-παλμιτικό
ασκορβικό
6-παλμιτικό
palmitato de ascorbilo
L-παλμιτικό
ασκορβικό
6-παλμιτικό
ácido 6-palmitil-L-ascórbico
L-παλμιτικό
ασκορβικό
6-παλμιτικό
6-palmitil-L-ácido ascórbico
6-παλμιτυλ-L-
ασκορβικό
οξύ
palmitato de ascorbilo
6-παλμιτυλ-L-
ασκορβικό
οξύ
ácido 6-palmitil-L-ascórbico
6-παλμιτυλ-L-
ασκορβικό
οξύ
6-palmitil-L-ácido ascórbico
Get short URL