Subject | Greek | Spanish |
lab.law. | αναγνώριση και αποτίμηση της μη αμειβόμενης εργασίας | reconocimiento y valoración del trabajo no remunerado |
fin. | αναλογιστική αποτίμηση | evaluacion actuarial |
fin. | αναλογιστική αποτίμηση | valoración actuarial |
fin. | αναλογιστική αποτίμηση | cálculo actuarial |
fin. | αποτίµηση στην εύλογη αξία | valoración con arreglo al valor razonable |
IT | αποτίμηση αξιοπιστίας | evaluación de fiabilidad |
IT | αποτίμηση αξιοπιστίας | determinación de fiabilidad |
fin. | αποτίμηση βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς | valoración por mercado |
fin. | αποτίμηση βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς | valoración a precio de mercado |
fin. | αποτίμηση βασιζόμενη σε υπόδειγμα θεωρητικών τιμών | valoración según modelo |
life.sc. | αποτίμηση γεωθερμικού πλούτου | valoración de los recursos geotérmicos |
work.fl., IT | αποτίμηση επιδόσεων | evaluación de funcionamiento |
environ. | αποτίμηση κόστους συντήρησης | evaluación del coste de mantenimiento del medio natural |
environ. | αποτίμηση κόστους συντήρησης | evaluación del coste de mantenimiento |
busin., labor.org., account. | αποτίμηση με την εύλογη αξία | contabilidad por el valor razonable |
econ., fin. | Αποτίμηση με την τρέχουσα τιμή της αγοράς | premio marginal del swap |
fin., econ. | αποτίμηση με την τρέχουσα τιμή της αγοράς | margen de variación |
econ., fin. | Αποτίμηση με την τρέχουσα τιμή της αγοράς | marginal puntos swap |
earth.sc., el. | αποτίμηση ποιότητας ήχου | evaluación de la calidad del sonido |
environ. | αποτίμηση οικονομική εκτίμηση πόρου | evaluación de recursos |
environ. | αποτίμηση ρύπων | evaluación contaminante |
econ. | αποτίμηση σε ιστορικό κόστος αγοράς | valoración a coste de adquisición |
econ. | αποτίμηση σε κόστος αντικατάστασης | valoración a precios de reposición |
market., commun. | αποτίμηση σε μελλοντοστραφή αξία | valoración en valor prospectivo |
econ. | αποτίμηση σε πραγματικές τιμές των ροών | variación en términos reales de los flujos |
market., commun. | αποτίμηση σε προβλεπόμενη μελλοντικά αξία | valoración en valor prospectivo |
market., commun. | αποτίμηση σε προσδοκώμενη αξία | valoración en valor prospectivo |
market. | αποτίμηση σε τρέχουσα αξία | contabilidad de costes corrientes |
fin. | αποτίμηση σε τρέχουσες τιμές | ajuste a mercado |
fin. | αποτίμηση σε τρέχουσες τιμές της αγοράς | valoración a precios de mercado |
fin. | αποτίμηση στην τρέχουσα τιμή | valoración a precios de mercado |
account. | αποτίμηση στοιχείων απογραφής με τη λογική "πρώτη εισαγωγή,πρώτη εξαγωγή" | método FIFO |
market., commun. | αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού του δικτύου σε τρέχουσα αξία | valoración de los activos en valor corriente |
econ., fin., insur. | αποτίμηση στοιχείων του ενεργητικού | valoración de los activos |
work.fl., IT | αποτίμηση συστήματος | evaluación de un sistema |
commun., IT | αποτίμηση της αξιοποίησης καναλιού απαγορευμένης χρήσης | evaluación de un canal de utilización denegada |
econ. | αποτίμηση της ενδιάμεσης ανάλωσης | valoración del consumo intermedio |
gen. | αποτίμηση της τελικής κατανάλωσης | valoración del consumo final |
econ., fin. | αποτίμηση των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου | valoración de la formación bruta de capital fijo |
market. | αποτίμηση των αυξομειώσεων αποθεμάτων | valoración de la variación de existencias |
gen. | αποτίμηση των διανεμητικών συναλλαγών | valoración de las operaciones de distribución |
lab.law., mater.sc. | αποτίμηση των επιπτώσεων της τεχνολογίας | evaluación tecnológica |
econ. | αποτίμηση των συναλλαγών | valoración de las operaciones |
gen. | αποτίμηση των συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών | valoración de las operaciones de bienes y servicios |
environ. | αποτίμηση των φυσικών πόρων | cuentas de recursos naturales |
fin. | αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών | valoración de las operaciones financieras |
el. | αποτίμηση υποβάθμισης | evaluación de las degradaciones |
market. | αποτίμηση φομπ | valoración f.o.b. |
environ. | αποτίμηση φυσικών πόρων | evaluación de los activos del medio natural |
PR | ασφαλιστική αποτίμηση του συστήματος συνταξιοδοτήσεως | evaluación actuarial del régimen de pensiones |
econ. | εκ των υστέρων αποτίμηση | evaluación retroactiva |
econ. | εκ των υστέρων αποτίμηση | evaluación ex post |
environ. | εκτίμηση/αποτίμηση | evaluación técnica |
nat.sc., polit. | Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Αποτίμηση της Τεχνολογίας | Red Europea de Evaluación de Tecnología |
fin. | καθημερινή συμμετρική αποτίμηση των περιθωρίων σε τρέχουσες τιμές | valoración simétrica diaria de la garantía a precios de mercado |
market. | μοντέλο με πολλαπλούς συντελεστές για την αποτίμηση ενεργητικού και κεφαλαίων | modelo de valoración de activos multifactor |
market. | μοντέλο με πολλαπλούς συντελεστές για την αποτίμηση ενεργητικού και κεφαλαίων | CAPM multifactor |
environ. | οικονομική αποτίμηση του περιβάλλοντος | evaluación económica ambiental |
fin. | ομοιομορφία και συνέπεια στην αποτίμηση | concordancia de la valoración |
econ. | Περιθώριο διαφορών αποτίμησης ή αποτίμηση με την τρέχουσα τιμή της αγοράς | ajuste a mercado |
econ. | Περιθώριο διαφορών αποτίμησης ή αποτίμηση με την τρέχουσα τιμή της αγοράς | Margen de variación |
forestr. | περιοχή προς αποτίμηση | zona de valoración |
bank. | συνετή αποτίμηση | valoración prudente |
insur. | τριετής αποτίμηση | evaluación trienal |
fin., tax. | φορολογική αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων | liquidación del impuesto |
fin., tax. | φορολογική αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων | determinación del gravamen |