Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Russian
Serbian
Spanish
Terms
for subject
Business
containing
αποτέλεσμα
|
all forms
Greek
Spanish
έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό
αποτέλεσμα
τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από το πληρωτέο κατά τη λήξη
rendimientos procedentes de la periodificación correspondiente de la prima de los activos adquiridos por debajo de la cantidad pagadera al vencimiento
μικτό
αποτέλεσμα
μικτά κέρδη ή ζημίες
resultado bruto
το
αποτέλεσμα
της
οικονομικής
χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία
saldarse con una pérdida o con un beneficio
Get short URL