Subject | Greek | Spanish |
proced.law. | έννομο αποτέλεσμα | consecuencia jurídica |
law | έννομο αποτέλεσμα | efecto jurídico |
busin., labor.org., account. | έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από το πληρωτέο κατά τη λήξη | rendimientos procedentes de la periodificación correspondiente de la prima de los activos adquiridos por debajo de la cantidad pagadera al vencimiento |
agric. | αθροιστικόν αποτέλεσμα ξηρασίας | riesgo acumulado |
econ., fin. | ακαθάριστο αποτέλεσμα χρήσης | resultado bruto de explotación |
law, interntl.trade., patents. | αναδρομική ισχύς; αναδρομικό αποτέλεσμα; αναδρομικότητα | retroactividad |
law, interntl.trade., patents. | αναδρομική ισχύς; αναδρομικό αποτέλεσμα; αναδρομικότητα | efecto retroactivo |
law | αναδρομικό αποτέλεσμα της έκπτωσης ή της ακυρότητας | efecto retroactivo de la caducidad o de la nulidad |
chem. | αναλυτικό αποτέλεσμα | resultado analítico |
polit., law | αναλυτικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας | desglose de la votación |
polit., law | ανασταλτικό αποτέλεσμα | efecto suspensivo |
econ., fin. | ανεπιθύμητο "μεταδοτικό" αποτέλεσμα | efecto contagioso indeseable |
econ. | αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα | efecto perverso |
med. | ανταγωνιστικό αποτέλεσμα | efecto antagonista |
econ., fin. | αντισταθμιστικό αποτέλεσμα | efecto de contrapartida |
med. | αξιολόγηση της σχέσης δόση/αποτέλεσμα | evaluación de la dosis/respuesta |
law | απαγορευτικό αποτέλεσμα | efecto de bloqueo |
nat.sc. | αποτέλεσµα διανοητικών δραστηριοτήτων | resultados de actividades intelectuales |
econ. | αποτέλεσµα δικτύου | efecto de red |
commun., IT | αποτέλεσμα αμοιβαίας διαμόρφωσης | producto de transmodulación |
environ. | αποτέλεσμα ανάλυσης απογραφής κύκλου ζωής | resultado del anális del inventario del ciclo de vida |
health. | αποτέλεσμα ανάσχεσης της σύνδεσης του ορού | efecto anticomplementario del suero |
econ. | αποτέλεσμα αναστολέα | efecto de trinquete |
agric., food.ind. | αποτέλεσμα αντίθεσης | efecto de contraste |
med. | αποτέλεσμα αποκαθάρσεως | efecto de rectificación |
agric. | αποτέλεσμα γέννας | resultado de la paricion |
fin. | αποτέλεσμα διασποράς | efecto de propagación |
fin. | αποτέλεσμα διασύνδεσης | efecto de eslabonamiento |
fin. | αποτέλεσμα διασύνδεσης | concatenación |
comp., MS | αποτέλεσμα δοκιμής | resultado de la prueba |
med. | αποτέλεσμα,δράση Collip | efecto de Collip |
fin., account. | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης | resultado operacional |
fin., account. | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης | beneficio de explotación |
econ. | αποτέλεσμα εκμετάλλευσης | resultado de explotación |
gen. | αποτέλεσμα εκρηκτικού κύματος πιέσεως | efecto de la onda expansiva |
med. | αποτέλεσμα εμβολίων | efecto de las vacunas |
fin. | αποτέλεσμα ενισχυτικό των κυκλικών τάσεων | efecto procíclico |
fin., IT | αποτέλεσμα επαληθεύσεως | resultado de la validación |
econ., fin. | αποτέλεσμα μη τραπεζικής εκμετάλλευσης | ingreso de explotación non bancaria |
fin. | αποτέλεσμα μόχλευσης | efecto palanca |
fin. | αποτέλεσμα μόχλευσης | efecto de apalancamiento |
fin. | αποτέλεσμα πλούτου | efecto de riqueza |
gen. | αποτέλεσμα που προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες, μετά την αφαίρεση των φόρων | resultados procedentes de actividades ordinarias después de impuestos |
gen. | αποτέλεσμα που προκύπτει από χρηματοδοτικές πράξεις | resultado procedente de operaciones financieras |
gen. | αποτέλεσμα προκηρύξεων διαγωνισμών | resultado de las licitaciones |
fin. | αποτέλεσμα προϋπολογισμού | resultado de la ejecución del presupuesto |
el. | αποτέλεσμα στάθμισης | efecto de ponderación |
industr., construct., chem. | αποτέλεσμα σχήματος οροπεδίου | efecto plateau |
agric., food.ind. | αποτέλεσμα σύγκλισης | efecto de convergencia |
el. | αποτέλεσμα σύλληψης | efecto de captura |
stat. | αποτέλεσμα τη συμπάθειά | efecto de afinidad |
chem. | αποτέλεσμα της ανάλυσης για το ανώτερο όριο | resultado analítico del límite superior |
chem. | αποτέλεσμα της ανάλυσης για το ανώτερο όριο | límite superior |
chem. | αποτέλεσμα της ανάλυσης των αερίων | resultado del análisis de gas |
fin. | αποτέλεσμα της απόφασης εκκαθάρισης | resultado de la decisión de liquidación |
econ. | αποτέλεσμα της γεωργικής εκμετάλλευσης | resultado de la explotación agraria |
immigr. | αποτέλεσμα της ζητήσεως | efecto llamada |
med. | αποτέλεσμα της μικροβιολογικής ανάλυσης | resultado del análisis microbiológico |
econ. | αποτέλεσμα της ποιότητας | efecto calidad |
gen. | αποτέλεσμα της υποκατάστασης | efecto de sustitución |
econ. | αποτέλεσμα της ψηφοφορίας | resultado del voto |
agric. | αποτέλεσμα τοκετού | resultado de la paricion |
stat. | S-αποτέλεσμα του Kendall | puntaje S de Kendall |
med. | αποτέλεσμα του Pasteur | reacción de Pasteur |
law | αποτέλεσμα του δικαιώματος προτεραιότητας | efecto del derecho de prioridad |
econ., fin. | αποτέλεσμα τραπεζικής εκμετάλλευσης | ingreso de explotación bancaria |
market. | αποτέλεσμα των πραγματικών ρευστών διαθεσίμων | efecto de saldos reales |
fin. | αποτέλεσμα υποκατάστασης | efecto de sustitución |
fin. | αποτέλεσμα χρήσεως | cuenta de pérdidas y ganancias |
fin. | αποτέλεσμα χρήσης | resultado del ejercicio |
econ., fin. | αποτέλεσμα χρήσης προ φόρων | ganancia o pérdida antes de impuestos |
life.sc. | αποτέλεσμα χρωματικού διαχωρισμού | resultado de la selección de colores |
earth.sc. | αποτέλεσμα όασης | efecto de oasis |
industr., construct. | αποτέλεσμα ύφανσης | tejer |
commun., IT | αποτρεπτικό αποτέλεσμα | efecto de saturación |
fin. | αποτρεπτικό αποτέλεσμα | propensión del emisor a no cambiar de agencia por temor a sembrar dudas entre los inversores en relación con su solvencia |
transp., avia. | απόλυτα κατανοητό αποτέλεσμα | efecto bien entendido |
stat. | αρχικό αποτέλεσμα | puntuación bruta |
immigr. | αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα | efecto de suspensión automática |
environ. | βιολογικό αποτέλεσμα | efectos biológicos |
environ. | βιολογικό αποτέλεσμα/βιολογική επίπτωση | efectos biológicos |
environ. | βιολογικό αποτέλεσμα της ρύπανσης | efecto biológico de la contaminación |
environ. | βιολογικό αποτέλεσμα του βιοκτόνου στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα | efecto biológico de los biocidas en las aguas de superficie y en las aguas subterráneas |
environ. | βλαβερό αποτέλεσμα των παρασιτοκτόνων | efecto destructor de los pesticidas |
law | δεσμευτικό νομικό αποτέλεσμα | efecto jurídico obligatorio |
insur., chem. | δεύτερο αποτέλεσμα | segundo resultado |
chem. | διαρρηκτικό αποτέλεσμα | efecto rompedor |
commun. | δωρεάν τιμολόγιο ως αποτέλεσμα κυβερνητικών αποφάσεων | precios gratuitos por efecto de decisión gubernamental |
econ. | εισοδηματικό αποτέλεσμα | efecto de ingreso |
econ. | εκλογικό αποτέλεσμα | resultado electoral |
chem. | εκρηκτικό αποτέλεσμα | efecto rompedor |
health. | εμβρυοτοξικό αποτέλεσμα | toxicidad embrionaria |
med. | ενδοχρωμοσωμικό αποτέλεσμα | efecto intracromosómico |
law | επιφέρω αποτέλεσμα | surtir efectos |
law | επιφέρω αποτέλεσμα | surtir efecto |
med. | ερεθιστικό αποτέλεσμα | efecto irritante |
el. | εσωτερικό φωτοηλεκτρικό αποτέλεσμα | efecto fotoeléctrico interno |
gen. | η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε...,με αποτέλεσμα... | la substancia puede tener efectos sobre..., dando lugar a... |
law | η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα | el recurso tiene efecto suspensivo |
law | η προσφυγή στο Δικαστήριο δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα | el recurso interpuesto ante el Tribunal de Justicia carece de efecto suspensivo |
market. | καθαρό αποτέλεσμα | resultado neto |
econ., fin. | καθαρό αποτέλεσμα,μερίδιο ομίλου | resultado neto atribuible al grupo |
econ., fin. | καθαρό αποτέλεσμα μετά τη φορολογία | resultado neto después de impuestos |
econ., fin. | καθαρό αποτέλεσμα πριν από τη φορολογία | resultado neto antes de impuestos |
fin. | καθαρό αποτέλεσμα χρήσης | pérdidas y ganancias |
econ., fin. | καθαρό τραπεζικό αποτέλεσμα | producto bancario neto |
econ., fin. | καθαρό τραπεζικό αποτέλεσμα | ingresos netos bancarios |
health. | καμπύλη της σχέσης δόση-αποτέλεσμα | curva dosis-respuesta |
health. | καρκινογόνο αποτέλεσμα | efecto cancerígeno |
gen. | καταγράφω το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών | registrar el resultado de la votación por orden alfabético de los apellidos de los députados |
insur. | κερδοφόρο τεχνικό αποτέλεσμα | beneficio sobre la póliza de seguros |
comp., MS | κορυφαίο αποτέλεσμα | resultado relevante |
comp., MS | Κορυφαίο αποτέλεσμα στη γραμμή διευθύνσεων | Resultado principal |
econ. | κυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα | saldo estructural anual de las administraciones públicas |
econ. | κυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα | saldo presupuestario ajustado en función del ciclo |
econ. | κυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα | saldo anual ajustado en función del ciclo |
med. | κυτταροτοξικό αποτέλεσμα | efecto citotóxico |
market., commun. | λογιστικό αποτέλεσμα | resultado contable |
fin., transp. | λόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά τονοχιλιόμετρο" | ratio "resultado de explotación por toneladas por kilómetro ofertadas" |
fin., transp. | λόγος "αποτέλεσμα εκμετάλλευσης ανά υπάλληλο" | ratio "resultado de explotación por empleado" |
commun. | μέσο αποτέλεσμα κοινής γνώμης | nota media de opinión |
el. | μαγνητικό αποτέλεσμα | efecto magnético |
ed. | μαθησιακό αποτέλεσμα | resultado del aprendizaje |
gen. | μακροοικονομικό αποτέλεσμα | efectos macroeconómicos |
agric., tech., met. | μεμονωμένο αποτέλεσμα | resultado de una prueba |
law | μεταβιβαστικό αποτέλεσμα | efecto devolutivo |
stat. | μεταφέρει αποτέλεσμα | efecto del tratamiento residual |
el. | μηχανικό αποτέλεσμα | efecto mecánico |
met. | μια αρχική δομή από λεπτές λωρίδες προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα | una pelita de estructura laminar fina en la fase inicial actúa de la misma forma |
busin., labor.org., account. | μικτό αποτέλεσμα μικτά κέρδη ή ζημίες | resultado bruto |
nat.sc. | νέο φυτικό χαρακτηριστικό ως αποτέλεσμα της γενετικής μηχανικής | nueva característica vegetal surgida de la ingeniería genética |
health., environ. | νεφροπάθεια που δεν είναι αποτέλεσμα δηλητηρίασης από μόλυβδο | una nefropatía que no es de origen saturnino |
proced.law. | νομικό αποτέλεσμα | efecto jurídico |
proced.law. | νομικό αποτέλεσμα | consecuencia jurídica |
med. | νόσος των άκρων και της κοιλίας σαν αποτέλεσμα της ταχείας μειώσεως της ατμοσφαιρικής πιέσεως | aeremia "trancazo" |
law | οδηγία που έχει άμεσο αποτέλεσμα | directiva que tenga efecto directo |
gen. | οι προσφυγές στο Δικαστήριο δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα | los recursos interpuestos ante el Tribunal de Justicia no tendrán efecto suspensivo |
met. | οι σκοτεινές περιοχές είναι αποτέλεσμα της συσσωμάτωσης των καρβιδίων | las estrías oscuras son el resultado de segregados de carburos |
econ., fin. | οικονομικό αποτέλεσμα χρήσης | resultado económico |
econ., fin. | οικονομικό αποτέλεσμα χρήσης | resultado analítico |
health., environ. | οικοτοξικολογικό αποτέλεσμα | efecto ecotoxicológico |
health., nat.sc. | οξεία τοξικότητα ουσιών ως αποτέλεσμα λήψεώς τους από το στόμα | toxicidad oral aguda |
earth.sc. | οπτικό αποτέλεσμα | efecto óptico |
health. | οριακό αποτέλεσμα | efecto crítico |
IT, dat.proc. | παράπλευρο αποτέλεσμα | efecto lateral |
IT, dat.proc. | παράπλευρο αποτέλεσμα | efecto borde |
econ., market. | παρεπόμενο προστατευτικό αποτέλεσμα | efecto de protección incidental |
law | παρουσιάζω ένα αναδρομικό αποτέλεσμα | dar efecto retroactivo |
gen. | περιοριστικό αποτέλεσμα ενός κρατικού μέτρου | efecto restrictivo de un medida estatal |
fin. | πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα | efecto dominó |
fin. | πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα | efecto impulsor |
fin. | ποσό ισοδύναμο με το αποτέλεσμα του συμψηφισμού των συντελεστών δέλτα | equivalente del delta |
law | πράξη που συνεπάγεται νομική δέσμευση; πράξη με δεσμευτικό χαρακτήρα ; πράξη με δεσμευτικό αποτέλεσμα | acto vinculante |
law | πράξη που συνεπάγεται νομική δέσμευση; πράξη με δεσμευτικό χαρακτήρα ; πράξη με δεσμευτικό αποτέλεσμα | acto obligatorio |
law | πράξη που συνεπάγεται νομική δέσμευση; πράξη με δεσμευτικό χαρακτήρα ; πράξη με δεσμευτικό αποτέλεσμα | acto jurídicamente vinculante |
econ., fin. | προβλεπόμενο αποτέλεσμα | resultado previsto |
nat.sc. | προσδιοριστικό αποτέλεσμα | efecto no estocástico |
nat.sc. | προσδιοριστικό αποτέλεσμα | efecto determinista |
med. | προσθετικό αποτέλεσμα | efecto acumulativo |
law | προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα | recurso con efecto suspensivo |
market. | προσωρινό αποτέλεσμα | resultado proforma |
chem. | προωθητικό αποτέλεσμα | trabajo propulsosr |
fin. | πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού | saldo primario |
fin. | πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού | saldo presupuestario primario |
med. | πρόσθετον γενετικόν αποτέλεσμα | efecto acumulativo del gene |
gen. | πρόσκληση για υποβολή προσφορών χωρίς αποτέλεσμα | licitación declarada desierta |
gen. | πρόσκληση για υποβολή προσφορών χωρίς αποτέλεσμα | concurso infructuoso |
insur. | πρώτο αποτέλεσμα | primer resultado en relación a las primas |
stat. | στατιστικό αποτέλεσμα της δοκιμής Sherman | estadistico de un test de Sherman |
stat. | στατιστικώς σημαντικό αποτέλεσμα | resultado significativo |
econ., fin. | συνολικό αποτέλεσμα χρήσης | ingresos globales de explotación |
chem. | συντριπτικό αποτέλεσμα | efecto rompedor |
gen. | σωρευτικό αποτέλεσμα | efecto acumulativo |
econ., lab.law. | σύνολο προσωπικού/καθαρό αποτέλεσμα τραπεζικών εργασιών | número de empleados/producto neto bancario |
law | τίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα | surtir efectos |
law | τίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα | surtir efecto |
insur. | τα οικονομικό αποτέλεσμα της χρονιάς δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί | ejercicio abierto |
IT, transp., mech.eng. | Τελικό αποτέλεσμα | resultado final |
fin. | τελικό αποτέλεσμα,θετικό ή αρνητικό | resultado final, positivo o negativo |
health. | τερατογόνο αποτέλεσμα | efecto teratógeno |
busin., labor.org., account. | το αποτέλεσμα της οικονομικής χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία | saldarse con una pérdida o con un beneficio |
med. | το αποτέλεσμα το οποίον εγκαταλείπεται επί του νευρικού ιστού διά της διόδο υ του ερεθίσματος | facilitación |
health., nat.sc. | τοξικολογικό αποτέλεσμα | efecto toxicológico |
market. | τρέχον αποτέλεσμα | resultado de las actividades ordinarias |
environ. | τριπλό αποτέλεσμα | triple dimensión |
fin. | υποθετικό αποτέλεσμα | resultado hipotético |
stat. | υπολειπόμενο αποτέλεσμα αγωγής | efecto del tratamiento residual |
law | υποχρέωση ως προς το αποτέλεσμα | obligación de resultado |
comp., MS | Aυτό που βλέπετε στην οθόνη θα είναι και το τελικό αποτέλεσμα | lo que se ve es lo que se imprime |
econ., fin. | φορολογικό αποτέλεσμα | resultado fiscal |
IT | φωνημικό αποτέλεσμα αποθήκευσης | efecto de restauración fonémica |
tax. | φόρος με ισοδύναμο προς τελωνειακούς δασμούς αποτέλεσμα | tasa de efecto equivalente a derechos de aduana |
el. | χημικό αποτέλεσμα | efecto químico |
industr., construct. | χρώματος και ύφανσης αποτέλεσμα | efecto de color |
comp., MS | ψευδές θετικό αποτέλεσμα | falso positivo |
health. | ψυχότροπο αποτέλεσμα | efecto psicotrópico |
gen. | ως αποτέλεσμα ροής,αναταραχής,κτλ.,μπορεί να παραχθούν ηλεκτροστατικά φορτία | como resultado del flujo, agitación, etc., se pueden generar cargas electrostáticas |