DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Agriculture containing αποθεματοποίηση | all forms
GreekSpanish
έξοδα τεχνικού χαρακτήρα που προκύπτουν από αγορές για δημόσια αποθεματοποίησηgastos técnicos derivados de las compras de almacenamiento público
έξοδα τεχνικού χαρακτήρα σχετικά με τη δημόσια αποθεματοποίησηgastos técnicos relativos al almacenamiento público
αγορά αλκοόλης στη δημόσια αποθεματοποίησηcompra de alcohol procedente de almacenamiento público
αποθεματοποίηση; αποθήκευσηalmacenamiento
αποθεματοποίηση των τεμαχίωνalmacenamiento de los cortes
από κοινού αποθεματοποίηση της ρευστής κοπριάςalmacenamiento en común de purín
δημόσια αποθεματοποίηση γεωργικών προϊόντωνalmacenamiento público de los productos agrarios
ειδική ενίσχυση στην αποθεματοποίηση οίνων ποιότηταςayuda especial para el almacenamiento de vinos de calidad
ενίσχυση στη συμπληρωματική αποθεματοποίησηayuda al almacenamiento complementario
ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίησηayuda al almacenamiento privado
χρηματοδοτικά έξοδα που προκύπτουν από αγορές για δημόσια αποθεματοποίησηgastos financieros derivados de las compras de almacenamiento público