DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing Συμφωνία | all forms
GreekSpanish
κεντρική τεχνολογική συμφωνία της Δανίαςel Acuerdo Central Danés sobre tecnología
κοινωνική συμφωνίαpacto social
συμφωνία για αμοιβαία βοήθειαacuerdo de asistencia mutua
συμφωνία για δέσμη στόχωνconvenio de objetivos
συμφωνία για κινητικότηταconvenio de movilidad
συμφωνία για προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησηςacuerdo para elevar progresivamente la edad de jubilación anticipada
συμφωνία για την διασφάλιση των θέσεων εργασίαςacuerdo sobre seguridad en el trabajo
συμφωνία σε τοπικό επίπεδοacuerdos locales
τεχνολογική συμφωνίαconvenio sobre tecnología
τεχνολογική συμφωνίαacuerdo sobre tecnología