Subject | Greek | Spanish |
comp., MS | Έλεγχος ταυτότητας με αντιστοίχιση πιστοποιητικών προγραμμάτων-πελατών SSL | autenticación por asignación de certificados de clientes SSL |
ed. | αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων | reconocimiento mutuo de diplomas, certificados y otros títulos |
lab.law., transp. | αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών πιστοποιητικών πλοήγησης | reconocimiento recíproco de los certificados nacionales de conducción de buques para el transporte |
comp., MS | Αξιόπιστες αρχές έκδοσης πιστοποιητικών ρίζας | entidades de certificación raíz de confianza |
comp., MS | αξιόπιστη αρχή έκδοσης πιστοποιητικών ρίζας | entidad de certificación raíz de confianza |
transp. | απλουστευμένη διαδικασία για την έκδοση πιστοποιητικών | procedimiento simplificado de expedición de certificados |
comp., MS | αρχή έκδοσης ενδιάμεσων πιστοποιητικών | entidad de certificación intermedia |
comp., MS | αρχή έκδοσης πιστοποιητικών | entidad de certificación |
comp., MS | αρχή έκδοσης πιστοποιητικών εταιρείας | entidad de certificación empresarial |
comp., MS | αρχή έκδοσης πιστοποιητικών ρίζας | entidad de certificación raíz |
comp., MS | αρχή CA ενδιάμεσων πιστοποιητικών | CA intermedia |
fin. | γνησιότητα και κανονικότητα των πιστοποιητικών κυκλοφορίας | autenticidad y regularidad de los certificados de circulación |
law | διαγωνισμός βάσει των τίτλων σπουδών ή των πιστοποιητικών εμπειρίας | concurso de titulaciones |
fin. | διαρκή πιστοποιητικά | warrant perpetuo |
transp. | διεθνής διάσκεψη για την εκπαίδευση και τα πιστοποιητικά των ναυτικών | Conferencia internacional sobre formación y titulación de la gente de mar |
transp., nautic. | Διεθνής Σύμβαση "για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών" | Convenio STCW |
transp., nautic. | Διεθνής Σύμβαση "για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών" | Convenio Internacional sobre Normas de Formación, Titulación y Guardia para la Gente de Mar |
fin. | διηνεκή πιστοποιητικά | warrant perpetuo |
comp., MS | εκδούσα αρχή πιστοποιητικών | entidad de certificación emisora |
account. | εμπορεύσιμα πιστοποιητικά αποταμίευσης | certificados de ahorro negociables |
account. | εμπορεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων προθεσμίας | certificados de depósito negociables |
comp., MS | ενδιάμεσα πιστοποιητικά | certificado intermedio |
gen. | επιγραμμικό αποθετήριο πιστοποιητικών | base de datos de certificados en línea |
polit. | Επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών και την αναγνώριση των πιστοποιητικών των ναυτικών που εκδίδονται από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών STCW | Comité de aplicación de la legislación relativa al nivel mínimo de formación en profesiones marítimas y al reconocimiento de títulos expedidos por centros de formación o administraciones de terceros países STCW |
commer. | η σύνταξη και η έκδοση των πιστοποιητικών καταγωγής | el establecimiento y expedición de los certificados de origen |
comp., MS | ιεράρχηση πιστοποιητικών | jerarquía de certificados |
IT | κατάλογος ανακληθέντων πιστοποιητικών | lista de revocación de certificados |
comp., MS | Κεντρικά αποθηκευμένα πιστοποιητικά | Certificados centralizados |
lab.law., transp., nautic. | κώδικας εκπαίδευσης, πιστοποιητικών και κανονισμών φυλακής των ναυτικών επαγγελμάτων | Código de formación |
lab.law., transp., nautic. | κώδικας εκπαίδευσης, πιστοποιητικών και κανονισμών φυλακής των ναυτικών επαγγελμάτων | Código de formación, titulación y guardia para la gente de mar |
comp., MS | λίστα ανάκλησης πιστοποιητικών | lista de revocación de certificados |
comp., MS | λίστα αξιόπιστων πιστοποιητικών | lista de certificados de confianza |
fin., el. | μετατροπή των πιστοποιητικών σε πρωτότυπους τίτλους | conversión de los certificados en títulos originales |
fin., el. | μετατροπή των πιστοποιητικών σε πρωτότυπους τίτλους | canje de certificados por títulos originales |
comp., MS | παραβίαση αρχής έκδοσης πιστοποιητικών | entidad de certificación comprometida |
gen. | πιστοποιητικά εξαγωγών | certificado de exportación |
gen. | πιστοποιητικά εξαγωγών για φαρμακευτικά προϊόντα εγκεκριμένα στα πλαίσια της κεντρικής διαδικασίας | certificado de exportación de medicamentos autorizados por el procedimiento centralizado |
account. | πιστοποιητικά καταθέσεων προθεσμίας | certificados de depósito |
fin. | πιστοποιητικά μεταβίβασης δανείων | periodo de pago |
gen. | πιστοποιητικά παραστατικά μετοχών | certificado de acciones |
commun., transp. | πιστοποιητικά πλοίου | documentos de a bordo |
fin. | πιστοποιητικά τίτλων δημοσίου | bonos sin cupón con garantía del Tesoro de los EE.UU. |
insur. | πιστοποιητικά των Λόυδς | certificado del Lloyd's |
comp., MS | πιστοποιητικό από αρχή έκδοσης πιστοποιητικών ρίζας | certificado de entidad de certificación raíz |
transp., avia. | Πολυμερής Συμφωνία "περί πιστοποιητικών πλοϊμότητος εισαγoμένων αεροσκαφών" | Acuerdo multilateral relativo a los certificados de aeronavegabilidad de las aeronaves importadas |
fin. | προξενικές διατυπώσεις,όπως προξενικά τιμολόγια και πιστοποιητικά | formalidades consulares tales como facturas y certificados consulares |
insur. | προσωρινά πιστοποιητικά | certificados instantáneos |
comp., MS | σημείο διανομής λίστας ανάκλησης πιστοποιητικών | punto de distribución de lista de revocación de certificados |
insur. | στιγμιαία πιστοποιητικά | certificados instantáneos |
comp., MS | συμπληρωματικό πρόγραμμα πιστοποιητικών | complemento Certificados |
transp., nautic. | συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την αμοιβαία αναγνώριση πιστοποιητικών συμμόρφωσης του εξοπλισμού πλοίων | Acuerdo entre la Comunidad Europea y los Estados Unidos de América sobre el reconocimiento mutuo de los certificados de conformidad para equipos marinos |
gen. | Σύμβαση για τα πιστοποιητικά ικανότητας των αξιωματικών | Convenio sobre los certificados de capacidad de los oficiales, 1936 |
gen. | Σύμβαση για τα πιστοποιητικά ικανότητας των αξιωματικών | Convenio relativo al mínimun de capacidad profesional de los Capitanes y Oficiales de la Marina Mercante |
agric., industr. | υπόδειγμα κοινοτικών φυτοϋγειονομικών πιστοποιητικών | modelo comunitario de certificado fitosanitario |
industr. | υπόδειγμα πιστοποιητικών κατασκευής | modelo de certificado de fabricación |
comp., MS | χώρος αποθήκευσης πιστοποιητικών | almacén de certificados |