Greek | Spanish |
άξονας δυνάμενος να τοποθετηθεί αξονικά σε μία καμπύλη | eje radial |
άξονας δυνάμενος να τοποθετηθεί αξονικά σε μία καμπύλη | eje orientable |
αερομεταφορέας στον οποίο επιτρέπεται να αναλαμβάνει πρωτοβουλία στο θέμα του καθορισμού των τιμών price leader | compañía aérea autorizada a actuar como indicador de precios |
αεροπλάνο που απαιτείται να ίπταται με συγκυβερνήτη | avión que requiere ser operado con copiloto |
αναβάθμιση πλοίου ώστε να πληροί τα πρότυπα | adaptación del buque a las normas |
αποσφηνώνω έναν άξονα | desmontar las ruedas de un eje |
αποσφηνώνω έναν άξονα | decalar las ruedas de un eje |
απόσταση από το έδαφος κάτω από έναν άξονα | distancia al suelo bajo un eje |
αρθρωτό όχημα μη δυνάμενο να εξαρμοστεί | vehículo articulado que no se puede desenganchar |
αρτάνη με συνήθεις ματισιές και έναν μόνον σύνδεσμο | estrobos de costura ordinaria de un guardacabo |
αφήνω τη φωτιά να σβήσει | cortar el fuego |
αφήνω τη φωτιά να σβήσει | apagar el fuego |
αφήνω τον ατμό να διαφύγει | dejar escapar vapor |
δέχομαι να αναλάβω τη μεταφορά | admitir al transporte |
εγκαταστάσεις για άμεσες επισκευές σε έναν σταθμό διαλογής | sector de reparaciones rápidas |
εμπόρευμα που μπορεί να τοποθετηθεί σε εμπορευματοκιβώτια | mercancía que puede transportarse en contenedores |
εντολή να κατεβάσετε τους παντογράφους | señal de bajada de pantógrafo |
εξυπηρέτηση επιβατών από διάφορα σημεία προς έναν προορισμό | transporte desde múltiples orígenes a un solo destino |
Επιτροπή για τις πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση των καταναλωτών σχετικά με την οικονομία καυσίμου και τις εκπομτές ΨΟ2 όσον αφορά την εμπορία νέων επιβατηγών αυτοκινήτων | Comité de información sobre el consumo de combustible y sobre las emisiones de CO2 facilitada al consumidor al comercializar turismos nuevos |
εργοτάξιο για άμεσες επισκευές σε έναν σταθμό διαλογής | sector de reparaciones rápidas |
η αμαξοστοιχία μπορεί να αναχωρήσει | el tren tiene vía libre |
θαλάσσια περιοχή στην οποία πρόκειται να ριφθεί σωσίβια λέμβος | zona del agua en que se lanza la embarcación salvavidas |
κλειδούχος που έχει αρμοδιότητα να τοποθετεί πέδιλα στάθμευσης | calcero |
κυκλοφοριακή συμφόρηση σε έναν κόμβο | volumen de transbordo |
να έλθει ακούσια εγκάρσια | estar transversal |
να αναστραφεί το βήμα της έλικας | invertir el paso del hélice |
να ανοιχθούν οι μύτες μίας κοπίλιας | curvar pasador hendido |
να ανοιχθούν οι μύτες μίας κοπίλιας | doblar pasador de chaveta |
να ανοιχθούν οι μύτες μίας κοπίλιας | abrir ramas de pasador |
να αντέξει τις τάσεις | amortiguar esfuerzos |
να αντέξει τις τάσεις | resistir tensiones |
να αντέξει τις τάσεις | aguantar cargas |
να αντισταθεί στις καταπονήσεις | amortiguar esfuerzos |
να αντισταθεί στις καταπονήσεις | resistir tensiones |
να αντισταθεί στις καταπονήσεις | aguantar cargas |
να απαγκιστρωθεί | desconectar |
να απαγκιστρωθεί | desacoplar |
να απασφαλισθεί | desconectar |
να απασφαλισθεί | desacoplar |
να αποχωρισθούν τα άκρα μίας περόνης ασφάλισης | curvar pasador hendido |
να αποχωρισθούν τα άκρα μίας περόνης ασφάλισης | doblar pasador de chaveta |
να αποχωρισθούν τα άκρα μίας περόνης ασφάλισης | abrir ramas de pasador |
να αρχίσει η κατασκευή | lanzar en fabricación |
να ασφαλίσει στρέφοντας | girar para cerrar |
να αφαιρεθούν οι περόνες ασφάλισης | desgrapar |
να αφαιρεθούν οι περόνες ασφάλισης | deprender |
να αφεθεί | desfrenar |
να αφεθεί | desconectar |
να αφεθεί | desbloquear |
να αφεθεί | desacoplar |
να βγούν οι κοπίλιες | desgrapar |
να βγούν οι κοπίλιες | deprender |
να δεθεί | unir |
να δεθεί | ligar |
να διαποτισθεί σε θερμοκρασία | impregnación a temperatura |
να διαποτισθεί σε θερμοκρασία | impregnación |
να διατηρηθεί σε θερμοκρασία | impregnación a temperatura |
να διατηρηθεί σε θερμοκρασία | impregnación |
να εκπεριστραφεί | estar transversal |
να ενωθεί | conectar |
να ενωθεί | acoplar |
να επικεντρωθούν τα πηδάλια | neutralizar controles |
να επιμεταλλωθεί | insertar a fondo |
να ευθυγραμμισθεί | anular la deriva al tomar |
να κατασκευασθεί ενσωματωμένο με | venir de fabricación conjuntamente con |
να κατασκευασθεί ενσωματωμένο με | estar integrado de fabricación con |
να καταστεί τοποθετήσιμο σε αεροσκάφος | a bordo del barco |
να καταστραφεί | destruir |
να κοπεί ζικ-ζακ | cortar en diente de sierra |
να κοπεί οδοντωτά | cortar en diente de sierra |
να κοπεί σε μήκος | cortar a medida |
να κρατηθεί στο σταθμό προορισμού | a retener en la estación destinataria |
να ματαιωθεί η εκτόξευση | aplazamiento del lanzamiento |
να μειωθεί η ταχύτητα | disminución de velocidad |
να μην πατηθεί | no pisar |
να πακτωθεί | incorporar |
να πακτωθεί | empotrar |
να πλαγιοδρομίσει | navegar en oleaje |
να πλευρίσει | navegar en oleaje |
να πονταρισθεί | punzonar |
να προετοιμασθεί ένα επίπεδο αναφοράς | preparar una zona de referencia |
να προσαρμοσθεί | cortar ajustado |
να προσαρμοσθεί | ajustar |
να πτερωθεί η έλικα | poner el hélice en bandera |
να στερεωθεί προσωρινά με κοχλίες | fijar temporalmente con pernos |
να στηριχθεί | contraventear |
να στηριχθεί | apuntalar |
να στρίψει επίπεδα | virar a plano |
να στρίψει επίπεδα | dar vueltas a plano |
να στρίψει με μικρότερη κλίση | virar a plano |
να στρίψει με μικρότερη κλίση | dar vueltas a plano |
να στρογγυλέψει | despuntar el ángulo |
να στρογγυλέψουν οι ακμές | desbarbar las aristas |
να συγκροτηθεί η παραγωγή | puesta en obra |
να συνδεθεί | conectar |
να συνδεθεί | acoplar |
να σφιχθεί με πάτημα | apretar |
να σφιχθούν σταυρωτά | asegurar al tresbolillo |
να τεθεί πορεία προς | tomar el rumbo |
να τεθεί πορεία προς | poner rumbo a |
να τεθεί πορεία προς | fijar rumbo a |
να τεθεί στην αρμοδιότητα των τεχνικών | ponerse en modo tecnológico |
να τερματίσει | chocar contra |
να τιτλοδοτηθεί | dosificar |
να τοποθετετθεί στη μήτρα | poner sobre armazón |
να τοποθετηθεί στην καλίμπρα | poner sobre armazón |
να τριμαρισθεί | cortar ajustado |
να τριμαρισθεί | ajustar |
να φέρει τις φορτίσεις | amortiguar esfuerzos |
να φέρει τις φορτίσεις | resistir tensiones |
να φέρει τις φορτίσεις | aguantar cargas |
να χαλαρωθεί | desfrenar |
να χαλαρωθεί | desbloquear |
να χαραχθεί το περίγραμμα | contornear |
ξεμπουράρω έναν στρωτήρα | dejar suelta una traviesa |
πέλμα επισώτρου με πεπιεσμένο αέρα που μπορεί να αφαιρείται και να ξανατοποθετείται | banda de rodadura intercambiable |
παράμετρος λειτουργίας που μπορεί να επαναπρογραμματίζεται | parámetro de funcionamento reprogramable |
περιέκτης μεταφοράς που μπορεί να εισαχθεί στο θάλαμο κενού | contenedor de transporte que pueda insertarse en la campana de vacío |
πλάκα που μπορεί να αφαιρείται | plancha desmontable |
πολυετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων 1998-2002 στον πυρηνικό τομέα, σχετικά με την ασφάλεια μεταφοράς των ραδιενεργών υλικών, καθώς και με τον έλεγχο της ασφάλειας και τη βιομηχανική συνεργασία, κατά τρόπον ώστε να προωθούνται ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα TACIS | Programa SURE |
πολυετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων 1998-2002 στον πυρηνικό τομέα, σχετικά με την ασφάλεια μεταφοράς των ραδιενεργών υλικών, καθώς και με τον έλεγχο της ασφάλειας και τη βιομηχανική συνεργασία, κατά τρόπον ώστε να προωθούνται ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα TACIS | programa plurianual de actividades en el sector nuclear relativas a la seguridad del transporte de material radiactivo así como al control de seguridad y la cooperación industrial para el fomento de determinados aspectos de la seguridad de las instalaciones nucleares en los países participantes actualmente en el programa TACIS |
πολυετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων 1998-2002 στον πυρηνικό τομέα, σχετικά με την ασφάλεια μεταφοράς των ραδιενεργών υλικών, καθώς και με τον έλεγχο της ασφάλειας και τη βιομηχανική συνεργασία, κατά τρόπον ώστε να προωθούνται ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα TACIS | programa plurianual 1998-2002 de actividades en el sector nuclear relativas a la seguridad del transporte de material radioactivo así como al control de seguridad y la cooperación industrial para el fomento de determinados aspectos de la seguridad de las instalaciones nucleares en los países participantes actualmente en el programa TACIS |
προσπάθεια να θέσω σε λειτουργία | ensayos de puesta en servicio |
ράβδος για να ακουμπούν τα πόδια | reposapiés |
στάση για να τηρηθεί η απόσταση με την προηγούμενη αμαξοστοιχία | parada de distanciamiento |
Στις στάσεις των λεωφορείων πρέπει να προβλέπονται στέγαστρα. | es deseable que las paradas de autobús dispongan de salas de espera o de marquesinas |
Συμφωνία που αφορά την κατάρτιση παγκόσμιων τεχνικών κανονισμών για τα τροχοφόρα οχήματα, τον εξοπλισμό και τα εξαρτήματα που μπορούν να τοποθετούνται ή/και να χρησιμοποιούνται σε τροχοφόρα οχήματα | Acuerdo sobre el establecimiento de reglamentos técnicos munidales aplicables a los vehículos de ruedas, y a los equipos y piezas que puedan montarse o utilizarse en dichos vehículos |
Συμφωνία που αφορά την κατάρτιση παγκόσμιων τεχνικών κανονισμών για τα τροχοφόρα οχήματα, τον εξοπλισμό και τα εξαρτήματα που μπορούν να τοποθετούνται ή/και να χρησιμοποιούνται σε τροχοφόρα οχήματα | Acuerdo paralelo |
συσκευή για να πετύχουμε μπλοκάρισμα με το χέρι σε μονή γραμμή | cierre del bloqueo permisivo |
σύστημα αναγγελιών,δυνάμενο να χρησιμοποιείται από τη γέφυρα | sistema de altavoces utilizable desde el puente |
Τα άκρα της επιφανειακής στρώσης πρέπει να είναι κεκλιμένα. | el borde del pavimento generalmente termina en forma oblicua |
Τα μονωτικά φύλλα πρέπει να είναι αδιάβροχα. | las láminas aislantes bajo las losas deben ser impermeables al agua |
όχημα "να επιδιορθωθεί επί τόπου" | vehículo "para reparar en su lugar" |
όχημα "να μην επαναφορτωθεί" | vehículo "no recargar" |
όχημα που μπορεί να εκτροχιαστεί με τα χέρια | que puede ser retirado a brazo de la vía |
όχημα τεχνικώς ικανό να κυκλοφορεί | vehiculo tecnicamente idoneo para ser puesto en circulación |
όχημα τεχνικώς ικανό να κυκλοφορεί | vehículo técnicamente idóneo para ser puesto en circulación |
όχημα τεχνικώς ικανό να κυκλοφορεί | vehículo apto para circular |