Subject | Greek | Spanish |
chem. | άμεσα δυνατόν να καεί στερεό | sólido inflamable |
law | άρνησηεπαγγελματικής ένωσηςνα δεχθεί μια εταιρεία ως μέλος της | negativa a aceptar a una sociedad como miembro |
social.sc., commun. | άτομα που μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη | multiplicadores de la opinión |
gen. | έκθεση...θα μπορούσε να προκαλέσει... | la exposición podría causar... |
gen. | έκθεση...θα μπορούσε να προκαλέσει σκοτοδίνη | la exposición podría causar disminución de la consciencia |
law | έλεγχος σχετικά με το αν συνεχίζει να υφίσταται μια ποικιλία | verificación técnica de la existencia de una variedad |
law, fin. | έλλειψη διαφάνειας που μπορεί να δημιουργήσει μειονεκτήματα | falta perjudicial de transparencia |
gen. | ένα Kράτος μέλος δεν δύναται να παρεμποδίσει την ομοφωνία | ningún Estado miembro podrá impedir la unanimidad |
gen. | ένα σύνολο μέτρων που πρέπει να ληφθούν | un conjunto de acciones que deberán emprenderse |
law | έχω δικαίωμα εγγυήσεως να προτείνω κατά τρίτου | disponer de un derecho de reclamar obligaciones de garantía a un tercero |
law | έχω πλήρη δικαιοδοσία να αποφαίνομαι επί των διαφορών | tener competencia jurisdiccional plena para juzgar los litigios |
law | έχω συμφέρον να παρέμβω στη διαδικασία | interés en intervenir |
gen. | έχω το δικαίωμα να λάβω το λόγο | tener derecho a ser oído |
law | έχω υποχρέωση να παρέχω πληροφορίες | sujeto a exigencias de información |
chem. | αέριο το οποίο μπορεί να προκαλέσει ή να συμβάλει στην καύση άλλου υλικού περισσότερο από ό,τι ο αέρας | gas que provoca o facilita la combustión de otras sustancias en mayor medida que el aire |
med., life.sc. | αγγελιαφόρο RΝΑ | ARNm |
med., life.sc. | αγγελιαφόρο RΝΑ | ARN mensajero |
patents. | αιτήσεις κοινοτικών σημάτων που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην καταχώρηση του κοινοτικού σήματος | solicitudes de marca comunitaria que pudieran oponerse al registro de la marca comunitaria |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | boquilla obturable |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | boquilla con obturador |
agric. | αμνός που παχύνεται ώστε να γίνει βαρύς αμνός | cordero engordado como canal pesada |
gen. | αν πρόκειται να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις συμφωνιών με τρίτες χώρες... | en caso de que deban negociarse acuerdos con terceros países |
gen. | ανάγκη να γνωρίζει | necesidad de conocer |
gen. | ανίκανος να ασκήσει κερδοσκοπική δραστηριότητα | incapacitado para ejercer una actividad lucrativa |
law | αναλαμβάνω την υποχρέωση να εξοφλώ με δόσεις | comprometerse a pagar a plazos |
med. | αντιαγγελιαφόρο RΝΑ | ARN antisentido |
life.sc. | αντιγραφή του DΝΑ | replicación |
life.sc. | αντιγραφή του DΝΑ | duplicación |
med. | ανώμαλος ικανότης να αναγνωρίζει κανείς τα αντικείμενα διά της αφής | disimbolia |
law | αξιώνω να αποκτήσω την ιδιότητα του συνδικαιούχου | exigir que se le reconozca la cotitularidad |
gen. | απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να... | los Estados miembros se abstendrán de todas aquellas medidas que puedan poner en peligro... |
law | απαγορεύεται να μοιράζονται τις προμήθειες επί των πωλήσεων | prohibir compartir comisiones de venta |
gen. | ...απαιτεί συντονισμένη δράση για να | ...exige una acción concertada para... |
chem. | Απομακρύνετε τις πηγές ανάφλεξης, εάν αυτό μπορεί να γίνει χωρίς κίνδυνο. | Eliminar todas las fuentes de ignición si no hay peligro en hacerlo. |
med. | αποστειρωμένο αιμοστατικό για τη χειρουργική που μπορεί να απορροφηθεί | hemostático reabsorbible estéril para la cirugía |
gen. | αποφασισμένοι να θέσουν τις βάσεις... | resueltos a sentar las bases de... |
chem. | Αποφύγετε κάθε πιθανή επαφή με το νερό, διότι αντιδρά βίαια και μπορεί να προκληθεί ανάφλεξη. | Mantener alejado de cualquier posible contacto con el agua, pues reacciona violentamente y puede provocar una llamarada. |
gen. | Απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,της 26ης Ιουλίου 1994,για τον προσδιορισμό της προσωπικότητας που προτίθενται να διορίσουν Πρόεδρο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Decisión de los representantes de los gobiernos de los Estados miembros de las Comunidades Europeas, de 26-7-1994, por la que se designa a la personalidad que tienen la intención de nombrar Presidente de la Comisión de las Comunidades Europeas |
mater.sc., mech.eng. | αριθμός πτώσεων για να σπάσει ένα προϊόν ή συσκευασία | número de caídas para hacer que un producto o un embalaje se rompa |
law | αρμοδιότητα να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό | competencia para conocer en primera instancia |
law | αρνούμαι να καταθέσω,να ορκιστώ ή να προβώ στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου | negarse a declarar, a prestar juramento o a hacer la declaración solemne que lo sustituya |
gen. | αρχές και προσανατολισμοί που πρέπει να διέπουν τις δημοκρατικές εκλογές σύμφωνα με την Αναπτυξιακή Κοινότητα Μεσημβρινής Αφρικής SADC | Principios y Orientaciones para las Elecciones Democráticas de la SADC |
law | αρχίζει να ισχύει η συνθήκη | entrada en vigor del Tratado |
law | Η παρούσα πράξη αρχίζει να ισχύει την (…) ημέρα από τη δημοσίευσή της, την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. | La presente Directiva entrará en vigor a los ... días de su publicación en el Diario Oficial de la Unión Europea. |
agric. | αρχίζει να οργώνει | comenzar a arar |
agric. | αρχίζει να οργώνει | apertura del surco |
law | ασφαλιστής ο οποίος χωρίς να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο | asegurador que, no teniendo domicilio en la Comunidad, posee en ella una sucursal o una agencia |
chem. | Αυτοθερμαίνεται: μπορεί να αναφλεγεί. | puede inflamarse. |
chem. | Αυτοθερμαίνεται: μπορεί να αναφλεγεί. | Se calienta espontáneamente |
tech. | αφήνω περιεχόμενο του θαλάμου να αναμιχθεί | dejar mezclarse el contenido |
patents. | αφήνω το σήμα να αποσβεσθεί | dejar extinguir la marca |
chem. | Για να αποφύγετε τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, ακολουθήστε τις οδηγίες χρήσης. | A fin de evitar riesgos para las personas y el medio ambiente, siga las instrucciones de uso. |
med. | για να είναι ευάλωτο στα φαγοκύτταρα | opsonización |
med. | για να είναι ευάλωτο στα φαγοκύτταρα | opsonificación |
law | για να προαχθεί ο στόχος της παρούσας συνθήκης | para promover el objetivo del presente Tratado |
earth.sc., met. | για να προκύψει διαφορική μεταβολή θερμοκρασίας διοχετεύθηκε αέρας ψύξης ανάμεσα στους αυλούς | para obtener un gradiente térmico se insufló aire frío a través de tubos |
gen. | γραφείο εξουσιοδοτημένο να προβαίνει σε πληρωμές | domicilio del pago |
med. | γυμνό DΝΑ | ADN desnudo |
law | δήλωση που να διευκρινίζει τους λόγους δημοσίου συμφέροντος | declaración en la que se expone el interés público de que se trata |
med. | δίκλωνο DΝΑ | ADN bicatenario |
gen. | δεν δύναται να ζητηθεί η γνώμη των ειδικευμένων τμημάτων ανεξαρτήτως της επιτροπής | las secciones especializadas no podrán ser consultadas con independencia del Comité |
gen. | δεν είναι δυνατόν να θεσπισθούν εξισωτικές εισφορές κατά την εισαγωγή παρά μόνο... | no se podrán imponer gravámenes compensatorios a las importaciones a menos que... |
gen. | διάσκεψη για το σχεδιασμό του Λονδίνου και της ΝΑ περιφέρειας | Conferencia de planificación regional para el Sudeste de Londres |
law | Διάταξη που δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί | resolución no motivada |
law | διακριτικό σημείο που δύναται να συνιστά κοινοτικό σήμα | signo que puede constituir una marca comunitaria |
law | διακόπτω την επαγγελματική μου δραστηριότητα για να αφοσιωθώ στην ανατροφή των παιδιών | interrumpir el ejercicio de una actividad profesional para dedicarse al cuidado de los hijos |
law | διαμόρφωση εν καιρώ μιας κοινής αμυντικής πολιτικής,η οποία μπορεί,σε δεδομένη στιγμή,να οδηγήσει σε κοινή άμυνα | definición en el futuro de una política de defensa común que pudiera conducir en su momento a una defensa común |
gen. | διατάσσω αναστολή της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση | ordenar la supresión del contrato hasta que se pronunciara la sentencia |
med. | διαχωριστικό DΝΑ | ADN espaciador |
law | δικαίωμα να ανακαλώ την αποκλειστικότητα | derecho a poner fin a la exclusividad |
gen. | δικαίωμα να διαβιβάζει κατευθείαν τις παρατηρήσεις του | derecho a remitir sus observaciones |
law | δικαίωμα να επιθεωρούν | derecho de inspección |
law | δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη | derecho a la asistencia de un abogado |
law, crim.law., immigr. | δικαίωμα να σταματάω' δικαίωμα κρατήσεως | derecho de interpelación |
law, crim.law., immigr. | δικαίωμα να σταματάω' δικαίωμα κρατήσεως | derecho a interrogar |
law | δικαίωμα του δικαιούχου να ζητήσει τη μεταβίβαση επ'ονόματι του | derecho de reivindicar que se le ceda el registro a su favor |
gen. | δικαιούμαι να ζητήσω τις υπηρεσίες διερμηνέα | disponer de los servicios de un intérprete |
law | δικαιούται να παρέμβει στη διαδικασία | el titularpodrá intervenir en el proceso |
law | δικαστήριο κράτους μέλους που οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο | órgano jurisdiccional nacional obligado a someter plantear la cuestión al Tribunal de Justicia |
law | δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους | abogado facultado para ejercer en el territorio de uno de los Estados miembros |
law | δικηγόρος που ορίζεται για να εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο | Abogado designado para asistir al interesado |
med. | δορυφόρο DΝΑ | ADN satélite |
gen. | δοχείο που να κλείνει ερμητικά | recipiente precintable |
law | δυνατότητα του πρωτοδικείου να αποφαίνεται ως μονομελές | juez único |
med., life.sc., industr. | δότης DΝΑ | ADN extraño |
med., life.sc., industr. | δότης DΝΑ | ADN donante |
gen. | δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου | se podrá recurrir al Tribunal de Justicia |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής | posibilidad de sensibilización por inhalación |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | posibilidad de sensibilización por inhalación y en contacto con la piel |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της επαφής με το δέρμα | posibilidad de sensibilización en contacto con la piel |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής | posibilidad de sensibilización por inhalación |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής | R42 |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | posibilidad de sensibilización por inhalación y en contacto con la piel |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | R42/43 |
gen. | δώστε να πιεί ενεργό άνθρακα διαλυμένο σε νερό | aplicar un lodo de carbón activado en el agua de beber |
chem. | Εάν ζητήσετε ιατρική συμβουλή, να έχετε μαζί σας τον περιέκτη του προϊόντος ή την ετικέτα. | Si se necesita consejo médico, tener a mano el envase o la etiqueta. |
chem. | Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή. | Si respira con dificultad, transportar a la víctima al exterior y mantenerla en reposo en una posición confortable para respirar. |
chem. | Εάν υπάρχουν φακοί επαφής, αφαιρέστε τους, εφόσον είναι εύκολο. Συνεχίστε να ξεπλένετε. | Quitar las lentes de contacto, si lleva y resulta fácil. Seguir aclarando. |
gen. | είμαι αρμόδιος να αποφαίνομαι για κάθε διαφορά | entender en cualquier litigio |
law | είμαι αρμόδιος να προβαίνω σε ορισμένες ενέργειες | ser competente para algo |
law | είμαι αρμόδιος να προβαίνω σε ορισμένες ενέργειες | ser competente en algo |
law | είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των ΕΚ | interponerse recurso ante el Tribunal de Justicia de las CE |
patents. | είναι δυνατόν να παραχωρηθούν άδειες χρήσης κοινοτικού σήματος | la marca comunitaria puede ser objeto de licencias |
agric. | εγκατάσταση που προκρίνεται να εξάγει νωπά κρέατα | establecimiento autorizado a exportar carnes frescas |
gen. | εισπνοή...ενδέχεται να προκαλέσει... | la inhalación de...puede originar... |
gen. | εισπνοή...ενδέχεται να προκαλέσει άσθμαβλ.Παρατηρήσεις | la inhalación de...puede originar reacciones asmáticas |
gen. | εισπνοή...ενδέχεται να προκαλέσει πνευμονικό οίδημαβλ.Παρατηρήσεις | la inhalación de...puede originar edema pulmonar |
med. | εκμαγείο DΝΑ | matriz iniciadora |
med. | εκτέλεσις δεύτερης τομής ή οπής επί αποστήματος,επί της αντίθετης πλευράς της πρώτης για να διευκολύνει την παροχέτευση | segundo punto de punción |
law | εκτελεστή απόφαση κατά της οποίας μπορεί ακόμη να ασκηθούν μέσα | resolución judicial ejecutoria que aún es susceptible de recurso |
med. | εκτυλιγμένο μόριο DΝΑ | relajación |
law | εμφανίζομαι ενώπιον του Δικαστηρίου εν συμβουλίω για να υποβάλω παρατηρήσεις | comparecer y presentar observaciones ante el Tribunal |
gen. | ενδέχεται να αποσυντεθεί με έκρηξη σε περίπτωση κτυπήματος,τριβής ή πρόσκρουσης | puede descomponerse con explosión por choque, fricción o sacudida |
gen. | ενδέχεται να προκαλέσει γενετική βλάβη | puede originar lesión genética |
gen. | ενδέχεται να προκαλέσει κληρονομική γενετική βλάβη | puede originar lesión genética de carácter hereditario |
gen. | ενδέχεται να προκαλέσει συγγενείς ανωμαλίες | puede originar defectos congénitos |
construct. | εξέταση και προηγούμενη έγκριση της τοποθεσίας όπου σχεδιάζεται να ανεγερθούν οι εγκαταστάσεις | examen y aprobación previa de los proyectos de implantación de la localización en el territorio |
law, patents. | εξετάζω αν η προσφυγή μπορεί να γίνει δεκτή και επί της ουσίας | examinar si se puede estimar el recurso |
law | εξουσία της Κοινότητας ή ενός από τα όργανά της να συνάπτουν συμφωνίες | competencia de la Comunidad o de una de sus Instituciones para celebrar un acuerdo |
law | επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη | mientras no se haya subsanado el defecto |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή ενδέχεται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση του δέρματος | el contacto prolongado o repetido puede producir sensibilización de la piel |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή με το δέρμα ενδέχεται να προκαλέσει δερματίτιδα | el contacto prolongado o repetido con la piel puede producir dermatitis |
gen. | επιθυμώ να έχω τη γνωμοδότηση... | considerar procedente oír la opinión de... |
gen. | επιθυμώντας να συμβάλλουν... | deseosos de contribuir a... |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για να αποφευχθεί η εκτροπή του εμπορίου ορισμένων βασικών φαρμακευτικών προϊόντων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση | Comité de aplicación del reglamento destinado a evitar el desvío comercial hacia la Unión Europea de determinados medicamentos esenciales |
law, lab.law. | εποχή κατά την οποία ο εργαζόμενος μπορεί να λάβει την άδειά του | período de vacaciones |
patents. | εφεύρεση που μπορεί να κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | invención patentable |
law, fin. | ζημία που μπορεί να συμψηφιστεί με τα κέρδη | pérdida deducible de los beneficios |
gen. | ζητώ να εισέλθω προσωρινά | solicitar que se autorice temporalmente su entrada |
law, social.sc. | η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί | impugnar |
med. | η διάνοιξις του σώματος της βδέλλας προς τον σκοπόν να απομυζήσει περισσότε ρον αίμα | bdelotomía |
mater.sc., met. | η εκλεκτική διάβρωση μπορεί να πάρει τη μορφή μικρών κρατήρων | la corrosión preferencial se manifiesta también en forma de pequeños cráteres de corrosión |
med. | η επεξεργασία του να γίνεται κάτι ομοιογενές | homogeneización |
law | η επιλογή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης | la elección deberá ser expresa o resultar de manera cierta de los términos del contrato |
law | Η Επιτροπή δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να.. | La Comisión se declara dispuesta a |
gen. | η θέρμανση ενδέχεται να προκαλέσει βίαιη καύση ή έκρηξη | el calentamiento intenso puede originar combustión violenta o explosión |
chem. | Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη. | Peligro de explosión en caso de calentamiento. |
chem. | Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά. | Peligro de incendio en caso de calentamiento. |
chem. | Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά ή έκρηξη. | Peligro de incendio o explosión en caso de calentamiento. |
patents. | η θητεία μπορεί να ανανεωθεί; η θητεία δύναται να ανανεωθεί | el mandato será renovable |
law | η θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί | su mandato tendrá una duración de cuatro años y será renovable |
chem., el. | η καθοδική αναγωγή νιτρικού οξεός να πάρει χαρακτήρα αυτοκαταλυτικό | conferir un carácter autolítico a la reducción catódica de ácido nítrico |
gen. | η καύση σε κλειστό χώρο μπορεί να μετατραπεί σε εκτόνωση | la combustión en un espacio cerrado puede derivar en detonación |
law | η Kοινότης δύναται να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου | la Comunidad podrá comparecer en juicio |
gen. | η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε... | la sustancia puede tener efectos sobre... |
gen. | η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε...,με αποτέλεσμα... | la substancia puede tener efectos sobre..., dando lugar a... |
gen. | η ουσία μπορεί εύκολα να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | la sustancia puede formar fácilmente peróxidos explosivos |
gen. | η ουσία μπορεί μάλλον να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | la sustancia puede formar presumiblemente peróxidos explosivos |
gen. | η ουσία μπορεί να αναφλεγεί αυτόματα σε επαφή με τον αέρα | la sustancia puede incendiarse espontáneamente en contacto con el aire |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα διαμέσου του δέρματος | la substancia se puede absorber en el cuerpo a través de la piel |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με εισπνοή και διαμέσου του δέρματος | la substancia se puede absorber en el cuerpo por inhalación y a través de la piel |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με εισπνοή του αερολύματός της | la substancia se puede absorber en el cuerpo por inhalación de su aerosol |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με εισπνοή του ατμού της | la substancia se puede absorber en el cuerpo por inhalación de su vapor |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με κατάποση | la substancia se puede absorber en el cuerpo por ingestión |
gen. | η ουσία μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | la sustancia puede formar peróxidos explosivos |
law | η Eπιτροπή δύναται να προβαίνει σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους | la Comisión podrá proceder a todas las comprobaciones necesarias |
gen. | η Eπιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση | la Comisión podrá modificar su propuesta inicial |
law | η Eπιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της | la Comisión será informada con la suficiente antelación para poder presentar sus observaciones |
gen. | η Eπιτροπή επισυνάπτει γνώμη η οποία δύναται να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις | la Comisión adjuntará un dictamen que podrá contener previsiones diferentes |
law | η πράξη μπορεί να παραπεμφθεί ενώπιον της Επιτροπής | acto que podrá ser sometido a la Comisión |
earth.sc., tech. | η ρητίδωση μπορεί να παρατηρηθεί μέσω εκπομπής | los pliegues se hacen visibles también por transmisión |
law | η Συνέλευση δεν δύναται να αποφασίσει παρά μόνο με φανερή ψηφοφορία | la Asamblea sólo podrá pronunciarse en votación pública |
gen. | η Συνέλευση δύναται να συνέλθει σε έκτακτη σύνοδο | la Asamblea podrá reunirse en sesión extraordinaria |
med. | ηλεκτρονική συσκευή που δίνει τη δυνατότητα στους τυφλούς να καθοδηγούνται | aparato que permite a los ciegos guiarse |
life.sc., el. | ηλιακή κουζíνα | horno solar |
life.sc., el. | ηλιακή κουζíνα | cocina solar |
gen. | θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη | peligro de explosión en caso de calentamiento |
gen. | θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη | R5 |
med. | θερμοκαυτηρίασις των συμφύσεων για να συμπληρωθεί η σύμπτωσις του πνεύμονος κατά την θεραπεία του πνευμονοθώρακος | toracoacústica |
earth.sc., mech.eng. | ιδανικό θεωρητικό υδροστατικό ύψος,το θεωρητικό υδροστατικό ύψος που μπορεί να παραχθεί ιδανικά άπειρο αριθμό πτερυγίων στον ωθητή,στο στροφείο | altura teórica infinita |
earth.sc., mech.eng. | ιδανικό θεωρητικό υδροστατικό ύψος,το θεωρητικό υδροστατικό ύψος που μπορεί να παραχθεί ιδανικά άπειρο αριθμό πτερυγίων στον ωθητή,στο στροφείο | altura interna ideal para un conjunto de álabes infinito |
med. | ιδιότητα να προκαλεί τερατογένεση | teratogenicidad |
mater.sc., met. | ιδιότητα του να είναι ένα υλικό πυράντοχο | ignifugación |
med. | ιδιότητα του να ενοφθαλμίζεται ή εμβολιάζεται ή μεταδίδεται το ενοφθαλμίσιμο | inoculabilidad |
med. | ικανότης να κάνεις κοινωνικές επαφές | capacidad por contacto |
med. | ικανότητα να ανοσοποιώ | capacidad de inducción de inmunidad |
gen. | ικανότητα της διοίκησης να εφαρμόσει το κεκτημένο | capacidad administrativa para aplicar el acervo |
law | κάθε Kράτος μέλος δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο | cualquier Estado miembro podrá recurrir al Tribunal de Justicia |
law | καθήκον που έχει κάποιος να επιδεικνύει την αρμόζουσα προσοχή | obligación de diligencia |
gen. | καθεστώς που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό | un régimen que garantice que la competencia no será falseada |
med. | κακοήθη νεοπλάσματα χωρίς να καθορίζεται η εντόπιση | tumor maligno de sitios no especificados |
law | κανένα Kράτος μέλος δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες | ningún Estado miembro estará obligado a facilitar información |
gen. | κανείς δεν μπορεί να παρέμβει | no se admite más intervención |
gen. | κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο | elimínese como residuo peligroso |
gen. | κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο | S58 |
gen. | κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα | al usarlo pueden formarse mezclas aire-vapor explosivas/inflamables |
gen. | κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα | R18 |
chem. | Κατά τη χρήση µπορεί να σχηµατίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά µείγµατα ατµού-αέρος. | Al usarlo pueden formarse mezclas aire-vapor explosivas o inflamables. |
nat.sc., agric. | κιβώτιο δυνάμενο να συνδυασθεί με φορτίο | cambio operable bajo carga |
med., industr. | κλωνοποίηση του DΝΑ | clonación de genes |
med., industr. | κλωνοποίηση του DΝΑ | clonación molecular |
med., industr. | κλωνοποίηση του DΝΑ | clonación de ADN |
agric. | κριτήρια επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις επενδύσεις που αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας | criterios de selección aplicables para inversiones relativas a la mejora de las condiciones de transformación y comercialización de productos agrarios y silvícolas |
gen. | κριτήριο να μπορούν να επωφεληθούν του καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων | condición exigida para poder optar a las ayudas |
law, patents. | κριτήριο που πρέπει να πληρείται ώστε η εφεύρεση να είναι επιδεκτική προστασίας | criterio de patentabilidad |
chem. | Κυανοακρυλική ένωση. Κίνδυνος. Κολλάει στην επιδερμίδα και στα μάτια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Να φυλάσσεται μακριά από παιδιά. | Cianoacrilato. Peligro. Se adhiere a la piel y a los ojos en pocos segundos. Mantener fuera del alcance de los niños. |
chem. | Λάβετε κάθε προφύλαξη ώστε να μην αναμειχθεί με καύσιμα… | Tomar todas las precauciones necesarias para no mezclar con materias combustibles... |
gen. | λάβετε τις απαραίτητες προφυλάξεις προκειμένου να απορρίψετε το προϊόν και τη συσκευασία του | elimínense los residuos del producto y sus recipientes con todas las precauciones posibles |
gen. | λάβετε τις απαραίτητες προφυλάξεις προκειμένου να απορρίψετε το προϊόν και τη συσκευασία του | S35 |
gen. | μέχρι να θεσπισθούν οι διατάξεις | hasta la adopción de las disposiciones |
law | με την επίδοση δικαστικού εγγράφου αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες | la notificación de un acto judicial hace correr los plazos |
gen. | μετά τη βαφή το μέταλλο μπορεί να ανακουφιστεί από τάσεις | el temple puede venir seguido de un revenido o una relajación |
med. | μετάπτωση του DΝΑ σε γραμμική μορφή | linearización del ADN |
chem. | Μεταφέρετε τον παθόντα στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή. | Transportar a la víctima al exterior y mantenerla en reposo en una posición confortable para respirar. |
life.sc. | μεταφέρον RΝΑ | ARNt |
life.sc. | μεταφέρον RΝΑ | ARN de transferencia |
nat.sc., agric. | μεταφορά χωρίς να διακόπτεται η φόρτωση | trasladar sin ruptura de la cadena |
life.sc. | μεταφορικό RΝΑ | ARNt |
life.sc. | μεταφορικό RΝΑ | ARN de transferencia |
gen. | μη δίνετε να πιεί τίποτα | no dar nada de beber |
gen. | μη δυνάμενος να λειτουργήσει | inutilizable |
med. | μη κωδικοποιούν DΝΑ | ADN no codificador |
chem. | ΜΗΝ προσπαθείτε να σβήσετε την πυρκαγιά, όταν η φωτιά πλησιάζει σε εκρηκτικά. | NO luchar contra el incendio cuando el fuego llega a los explosivos. |
chem. | μονομερές που μπορεί να πολυμεριστεί | monómero polimerizable |
med. | μονόκλωνο DΝΑ | ADN monocatenario |
chem. | Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά· οξειδωτικό. | comburente. |
chem. | Μπορεί να αναζωπυρώσει την πυρκαγιά· οξειδωτικό. | Puede agravar un incendio |
chem. | Μπορεί να βλάψει τα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα. | Puede perjudicar a los niños alimentados con leche materna. |
chem. | Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα ή το έμβρυο. | Puede perjudicar la fertilidad o dañar al feto. |
chem. | Μπορεί να γίνει πολύ εύφλεκτο κατά τη χρήση. Mπορεί να γίνει εύφλεκτο κατά τη χρήση. | Puede inflamarse fácilmente al usarlo. Puede inflamarse al usarlo. |
chem. | Μπορεί να διαβρώσει μέταλλα. | Puede ser corrosivo para los metales. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει ή να αναζωπυρώσει πυρκαγιά· οξειδωτικό. | comburente. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει ή να αναζωπυρώσει πυρκαγιά· οξειδωτικό. | Puede provocar o agravar un incendio |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει αλλεργία ή συμπτώματα άσθματος ή δύσπνοια σε περίπτωση εισπνοής. | Puede provocar síntomas de alergia o asma o dificultades respiratorias en caso de inhalación. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική δερματική αντίδραση. | Puede provocar una reacción alérgica en la piel. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα όργανα. | Puede provocar daños en los órganos. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα όργανα ύστερα από παρατεταμένη ή επανειλημμένη έκθεση. | Puede provocar daños en los órganos tras exposiciones prolongadas o repetidas. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει γενετικά ελαττώματα. | Puede provocar defectos genéticos. |
gen. | μπορεί να προκαλέσει εκ γενετής παραμορφώσεις | puede causar malformaciones congénitas |
gen. | μπορεί να προκαλέσει εκ γενετής παραμορφώσεις | R47 |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό της αναπνευστικής οδού. | Puede irritar las vías respiratorias. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει θάνατο σε περίπτωση κατάποσης και διείσδυσης στις αναπνευστικές οδούς. | Puede ser mortal en caso de ingestión y penetración en las vías respiratorias. |
gen. | μπορεί να προκαλέσει καρκίνο | puede causar cáncer |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο. | Puede provocar cáncer. |
gen. | μπορεί να προκαλέσει καρκίνο | R45 |
gen. | μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται | puede causar cáncer por inhalación |
gen. | μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται | R49 |
gen. | μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες | puede causar alteraciones genéticas hereditarias |
gen. | μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες | R46 |
gen. | μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον | puede provocar a largo plazo efectos negativos en el medio ambiente acuático |
gen. | μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον | R53 |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες επιπτώσεις στους υδρόβιους οργανισμούς. | Puede ser nocivo para los organismos acuáticos, con efectos nocivos duraderos. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά ή έκρηξη· ισχυρό οξειδωτικό. | muy comburente. |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά ή έκρηξη· ισχυρό οξειδωτικό. | Puede provocar un incendio o una explosión |
gen. | μπορεί να προκαλέσει πυρκαϊά | puede provocar incendios |
gen. | μπορεί να προκαλέσει πυρκαϊά | R7 |
chem. | μπορεί να προκαλέσει την ανάφλεξη καύσιμων υλικών σε επαφή με αυτά | peligro de fuego en contacto con materias combustibles |
chem. | μπορεί να προκαλέσει την ανάφλεξη καύσιμων υλικών σε επαφή με αυτά | R8 |
chem. | Μπορεί να προκαλέσει υπνηλία ή ζάλη. | Puede provocar somnolencia o vértigo. |
chem. | Μπορεί να σχηµατίσει εκρηκτικά υπεροξείδια. | Puede formar peróxidos explosivos. |
chem. | μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | puede formar peróxidos explosivos |
chem. | μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | R19 |
law | μόνον οι έχοντες την ιθαγένεια των Kρατών μελών δύνανται να... | solamente los nacionales de los Estados miembros podrán... |
earth.sc., el. | να αναφλεχθεί | inflamar |
earth.sc., el. | να ανοίξει | disparar |
earth.sc., el. | να ανοίξει | conectar |
earth.sc., el. | να ανοίξει | activar |
earth.sc., el. | να ανοίξει | abrir |
earth.sc., el. | να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος | conectar |
earth.sc., el. | να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος | activar |
earth.sc., el. | να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος | disparar |
earth.sc., el. | να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος | abrir |
earth.sc., el. | να αποδιαμορφωθεί | desmodular |
earth.sc., el. | να απομαγνητισθεί | desmagnetizar |
gen. | ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ Η ΕΚΘΕΣΗΕΓΚΥΩΝΓΥΝΑΙΚΩΝ! | ¡evitad la exposición de mujeres embarazadas! |
gen. | ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ Η ΕΚΘΕΣΗ ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΩΝ! | ¡evitad la exposición de adolescentes y niños! |
chem. | Να αποφεύγεται άλεση/κρούση/…/τριβή. | Evitar la abrasión/el choque/…/la fricción. |
chem. | Να αποφεύγεται η ελευθέρωση στο περιβάλλον. | Evitar su liberación al medio ambiente. |
earth.sc., el. | να αποφορτισθεί | deslastrar una línea eléctrica |
earth.sc., el. | να αποφορτισθεί | descargar |
chem. | Να2Β407 | tetraborato de sodio |
chem. | Να2Β407 | tetraborato bisódico |
chem. | Να2Β407 | bórax refinado |
earth.sc., el. | να βραχυκυκλωθεί | puentear |
earth.sc., el. | να βραχυκυκλωθεί | cortocircuitar |
earth.sc., el. | να διακλαδωθεί | derivar |
chem. | Να διατηρείται δροσερό. | Mantener en lugar fresco. |
chem. | Να διατηρείται δροσερό. Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες. | Conservar en un lugar fresco. Proteger de la luz del sol. |
chem. | Να διατηρείται μόνο στον αρχικό περιέκτη. | Conservar únicamente en el recipiente original. |
chem. | Να διατηρείται ο περιέκτης ερμητικά κλειστός. | Mantener el recipiente herméticamente cerrado. |
chem. | Να διατηρείται υγρό με … | Mantener humedecido con… |
chem. | Να διατηρούνται καθαρές από γράσα και λάδια οι βαλβίδες μείωσης. | Mantener las válvulas de reducción limpias de grasa y aceite. |
med. | να διηθηθεί | para filtrar |
med. | να δοθεί | donante |
med. | να δοθεί | dador |
gen. | να ζητηθούν πληροφορίες από τον κατασκευαστή/προμηθευτή για ανάκτηση/ανακύκλωση | remitirse al fabricante proveedor para obtener información sobre su reciclado/recuperación |
gen. | να ζητηθούν πληροφορίες από τον κατασκευαστή/προμηθευτή για ανάκτηση/ανακύκλωση | remitirse al fabricante/proveedor para obtener información sobre su reciclado/recuperación |
gen. | να ζητηθούν πληροφορίες από τον κατασκευαστή/προμηθευτή για ανάκτηση/ανακύκλωση | S59 |
earth.sc., el. | να ηλεκτρομαγνητισθεί | electromagnetizar |
earth.sc., el. | να ηλεκτρομαγνητισθεί | electroimantar |
med. | να καταστεί κόνις | pulverización |
life.sc. | DΝΑ κατευθυνόμενη RΝΑ πολυμεράση | ARN-polimerasa ADN-dependiente |
life.sc. | RΝΑ μεταγραφάση | ARN-polimerasa |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | no verter en desagües o en el medio ambiente. Elimínese en un punto autorizado de recogida de residuos |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | S56 |
gen. | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους | no usar sobre grandes superficies en locales habitados |
gen. | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους | S52 |
chem. | Να μην έρθει σε επαφή με τα μάτια, με το δέρμα ή με τα ρούχα. | Evitar el contacto con los ojos, la piel o la ropa. |
chem. | Να μην έρθει σε επαφή με τον αέρα. | No dejar que entre en contacto con el aire. |
gen. | να μην αναμιχθεί με...καθορίζεται από τον κατασκευαστή | no mezclar con...a especificar por el fabricante |
gen. | να μην αναμιχθεί με...καθορίζεται από τον κατασκευαστή | S50 |
gen. | να μην δημοσιευτεί | no destinado a publicación |
gen. | να μην δημοσιευτεί | no apto para publicación |
chem. | Να μην εκτίθεται σε θερμοκρασίες που υπερβαίνουν τους 50°C/ 122°F. | No exponer a temperaturas superiores a 50°C / 122°F. |
med. | να παραδοθεί | donante |
med. | να παραδοθεί | dador |
med. | να παραδοθεί με τρόπο χρήσεως | dado con modo de empleo |
life.sc. | RΝΑ πολυμεράση | ARN-polimerasa |
social.sc., transp., mech.eng. | να προεξέχει | sobresalir |
chem. | Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες. | Proteger de la luz del sol. |
chem. | Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες. Αποθηκεύεται σε καλά αεριζόμενο χώρο. | Proteger de la luz del sol. Almacenar en un lugar bien ventilado. |
chem. | Να προστατεύεται από τις ηλιακές ακτίνες. Να μην εκτίθεται σε θερμοκρασίες που υπερβαίνουν τους 50°C/ 122°F. | Proteger de la luz del sol. No exponer a temperaturas superiores a 50°C / 122°F. |
med. | Ναïροïός | Nairovirus |
mater.sc. | να σφιχθεί με αυλάκωση | engarzar |
mater.sc. | να σφιχθεί με αυλάκωση | acoplar |
chem. | Να υπάρχει κενό αέρος μεταξύ των σωρών/παλετών. | Dejar una separación entre los bloques/los palés de carga. |
social.sc., transp., mech.eng. | να υπερβαίνει | sobresalir |
med. | DΝΑ υπερσπείρας | superenrollamiento del ADN |
chem. | Να φοράτε προστατευτικά γάντια/ προστατευτικά ενδύματα/ μέσα ατομικής προστασίας για τα μάτια / πρόσωπο. | Llevar guantes/prendas/gafas/máscara de protección. |
chem. | Να χρησιμοποιείται αντιεκρηκτικός ηλεκτρολογικός /εξαερισμού/φωτιστικός/…/ εξοπλισμός. | Utilizar un material eléctrico, de ventilación o de iluminación /…/ antideflagrante. |
chem. | Να χρησιμοποιείται μόνο σε ανοικτό ή καλά αεριζόμενο χώρο. | Utilizar únicamente en exteriores o en un lugar bien ventilado. |
gen. | να χρησιμοποιηθεί κατάλληλο περίβλημα έτσι ώστε να αποφευχθεί μόλυνση του περιβάλλοντος | utilícese un envase de seguridad adecuado para evitar la contaminación del medio ambiente |
gen. | να χρησιμοποιηθεί κατάλληλο περίβλημα έτσι ώστε να αποφευχθεί μόλυνση του περιβάλλοντος | S57 |
chem. | Να χρησιμοποιούνται μόνο εργαλεία που δεν παράγουν σπινθήρες. | Utilizar únicamente herramientas que no produzcan chispas. |
med. | νεήλατο DΝΑ | ADN naciente |
med., life.sc., industr. | ξένο DΝΑ | ADN extraño |
med., life.sc., industr. | ξένο DΝΑ | ADN donante |
agric., chem. | ο διθειούχος άνθρακας χρησιμοποιείται για να απαλλάσσει τα εδάφη από έντομα και υπεδάφιες προνύμφες | para desinsectar los suelos, comprendidas las larvas subterráneas, se utiliza el sulfuro de carbono |
law, patents. | ο δικαστής δύναται να δικαστεί μόνο από την αρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστές | el juez sólo podrá ser juzgado por el órgano competente para juzgar... |
med. | ο ικανός να διακρίνει τα 6 από τα 7 χρώματα του φάσματος | hexacromático |
law | ο κανονισμός πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα | demandante individualmente afectado por un reglamento |
gen. | Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία εξ ονόματος της Ένωσης υπό την επιφύλαξη της σύναψής της και να προβούν στην ακόλουθη δήλωση/ κοινοποίηση, η οποία επισυνάπτεται στην (τελική πράξη) της συμφωνίας…]: | Se autoriza al Presidente del Consejo para que designe a las personas facultadas para firmar el Acuerdo en nombre de la Unión a reserva de su celebración y para hacer la siguiente declaración / notificación , que se adjunta al [(Acta Final del) Acuerdo/…] : |
gen. | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα | el funcionario podrá ser destinado a ocupar interinamente un puesto de trabajo |
gen. | ο υπάλληλος δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή | el funcionario podrá formular demandas a la autoridad facultada para proceder a los nombramientos |
gen. | ο υπάλληλος οφείλει να σεβασθεί την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας | el funcionario estará obligado a respetar los deberes de probidad y corrección |
gen. | ο υπάλληλος πρέπει να παραμείνει στη θέση του | el funcionario debe ser mantenido en sus funciones |
law | οι διατάξεις δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες | las disposiciones pueden ser declaradas inaplicables |
mater.sc., met. | οι διαταραχές μπορούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες μετατροπής μέσα σε ένα υλικό | los procesos de transformación de materiales pueden ser acelerados por dislocación |
law | οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα | las sanciones deberán ser efectivas, proporcionadas y disuasorias |
gen. | οι κανονισμοί του Συμβουλίου και της Eπιτροπής πρέπει να αναφέρονται στις προτάσεις που... | los reglamentos del Consejo y de la Comisión se referirán a las propuestas que... |
law | οι νομοθεσίες των διαφόρων Kρατών μελών δύνανται να εναρμονισθούν | las legislaciones de los distintos Estados miembros pueden ser armonizadas |
gen. | οι πνεύμονες ενδέχεται να προσβληθούν από εισπνοή υψηλών συγκεντρώσεων του... | los pulmones pueden ser afectados por la inhalación de concentraciones altas |
gen. | οι πνεύμονες ενδέχεται να προσβληθούν από επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση σε... | los pulmones pueden ser afectados por la exposición prolongada o repetida |
gen. | οι συμβάσεις πρέπει να λαμβάνουν τη μορφή γραπτών συμβάσεων | los contratos deberán constar por escrito |
agric. | οι συμφωνίες αυτές επιτρέπουν στους παραγωγούς να διαθέτουν τις συμφωνηθείσες ποσότητες | estos acuerdos permitirán a los productores dar salida a las cantidades convenidas |
law | ονομαστική αξία και τεχνικές προδιαγραφές όλων των κερμάτων που πρόκειται να κυκλοφορήσουν | valores nominales y especificaciones técnicas de todas las monedas destinadas a la circulación |
med. | ουσία που προορίζεται να έχει συστηματικές επιδράσεις | sustancia destinada a producir efectos sistémicos |
gen. | πάνω από...°C ενδέχεται να σχηματιστούν εκρηκτικά μείγματα ατμών/αέρα | por encima de...grados C pueden formarse mezclas explosivas vapor/aire |
med. | πακετάρισμα του DΝΑ | empaquetamiento del ADN |
social.sc., commun. | παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη | multiplicadores de la opinión |
law | παραιτούμαι από το δικαίωμα να υποβάλω απάντηση ή ανταπάντηση | renunciar a su derecho de presentar réplica o dúplica |
gen. | Παρακαλείσθε να γνωστοποιήσετε το ταχύτερο στην Υπηρεσία Διασκέψεων τον κατάλογο των μελών της αντιπροσωπίας σας που θα συμμετάσχουν στη σύνοδο αυτή: ηλεκτρονική διεύθυνση: ... | Sírvanse comunicar lo antes posible al Servicio de Conferencias y Organización la lista de los miembros de su Delegación que participarán en la reunión. Correo electrónico: ... Fax: ... |
law | παραλείπω να αποφασίσω | abstenerse de pronunciarse |
chem. | Παρατεταµένη έκθεση µπορεί να προκαλέσει ξηρότητα δέρµατος ή σκάσιµο. | La exposición repetida puede provocar sequedad o formación de grietas en la piel. |
life.sc. | παρατηρηθείσα διεύθυνση από σημεία ενός δικτύου προς ένα νέο σημείο το οποίο πρόκειται να προσδιοριστεί | dirección observada desde los puntos de una red a un punto a determinar |
life.sc. | παρατηρηθείσα διεύθυνση από σημείο που πρόκειται να προσδιοριστεί προς διάφορα σημεία του δικτύου | dirección observada desde un punto a determinar a los puntos de red |
law | παύουν να ισχύουν | dejar de surtir efecto |
chem. | Περιέκτης υπό πίεση. Να μην τρυπηθεί ή καεί ακόμη και μετά τη χρήση. | Recipiente a presión: no perforar ni quemar, aun después del uso. |
chem. | Περιέχει αέριο υπό πίεση· εάν θερμανθεί, μπορεί να εκραγεί. | peligro de explosión en caso de calentamiento. |
chem. | Περιέχει αέριο υπό πίεση· εάν θερμανθεί, μπορεί να εκραγεί. | Contiene gas a presión |
chem. | Περιέχει αέριο υπό ψύξη· μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα ψύχους ή τραυματισμούς. | puede provocar quemaduras o lesiones criogénicas. |
chem. | Περιέχει αέριο υπό ψύξη· μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα ψύχους ή τραυματισμούς. | Contiene un gas refrigerado |
chem. | Περιέχει εποξειδικές ενώσεις. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση. | Contiene componentes epoxídicos. Puede provocar una reacción alérgica. |
chem. | Περιέχει ισοκυανικές ενώσεις. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση. | Contiene isocianatos. Puede provocar una reacción alérgica. |
chem. | Περιέχει όνομα της ευαισθητοποιητικής ουσίας. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση. | Contiene nombre de la sustancia sensibilizante. Puede provocar una reacción alérgica. |
chem. | Περιέχει μόλυβδο. Να μη χρησιμοποιείται σε επιφάνειες που είναι πιθανόν να μασήσουν ή να πιπιλίσουν τα παιδιά. Προσοχή! Περιέχει μόλυβδο. | Contiene plomo. No utilizar en objetos que los niños puedan masticar o chupar. ¡Atención! Contiene plomo. |
chem. | Περιέχει χρώμιο VI. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση. | Contiene cromo VI. Puede provocar una reacción alérgica. |
law | περιστατικό που πρέπει να αποδειχθεί | hecho que deba probarse |
gen. | περισυλλέξτε το υγρό που διαρρέει μέσα σε δοχεία που να κλείνουν ερμητικά | recoger el líquido procedente de una fuga en recipientes herméticos |
chem. | πετρέλαιο που μπορεί να παραχθεί | petróleo recuperable |
gen. | πολλές αντιδράσεις ενδέχεται να προκαλέσουν πυρκαγιά ή έκρηξη | muchas reacciones pueden producir incendio o explosión |
gen. | Πολυετές πρόγραμμα δράσεων στον πυρηνικό τομέα σχετικά με την ασφαλή μεταφορά ραδιενεργών υλικών, τους ελέγχους των διασφαλίσεων και τη βιομηχανική συνεργασία ώστε να προωθηθούν ορισμένα ζητήματα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις χώρες που συμμετέχουν προς το παρόν στο πρόγραμμα Tacis | Programa plurianual de actividades en el sector nuclear relativas a la seguridad del transporte de material radiactivo así como al control de seguridad y la cooperación industrial para el fomento de determinados aspectos de la seguridad de las instalaciones nucleares en los países participantes actualmente en el programa Tacis |
gen. | ποσότητα κερμάτων που πρόκειται να εκδοθούν | volumen de emisión de moneda metálica |
chem. | που μπορεί να κρυσταλλωθεί | cristalizable |
gen. | που πρόκειται να κυκλοφορήσει | destinado a la circulación |
agric. | πουλερικά που αναρτώνται για να σφαγούν | ave de corral suspendida para su sacrificio |
chem. | Aποφεύγετε να αναπνέετε σκόνη/ αναθυμιάσεις/ αέρια/ σταγονίδια/ ατμούς/ εκνεφώματα. | Evitar respirar el polvo/el humo/el gas/la niebla/los vapores/el aerosol. |
gen. | πράκτωρ εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πληρωμές | domicilio del pago |
law | Πράξη για την τροποποίηση του Πρωτοκόλλου περί του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με την οποία εξουσιοδοτείται το Συμβούλιο των διοικητών να ιδρύσει Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων | Acta por la que se modifica el Protocolo sobre los Estatutos del Banco Europeo de Inversiones y se faculta al Consejo de Gobernadores para crear un Fondo Europeo de Inversiones |
law | πρέπει να ληφθεί απόφαση stay | debe adoptarse una decisión de stay |
law | πρακτική της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να χρηματοδοτεί τις δανειακές της ανάγκες με την πώληση κρατικών ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα | práctica del Gobierno del Reino Unido de financiar sus necesidades de endeudamiento mediante la venta de deuda al sector privado |
agric. | πριμοδότηση ανά εκτάριο που παύει να καλλιεργείται | prima por hectaria retirada |
agric. | προορισμός δυνάμενος να αναθεωρηθεί | cuartel especial revocable |
law | προσβολή του κύρους που πρέπει να έχουν οι πράξεις των αρχών | valor fehaciente propio de las actas |
chem. | Προσοχή! Να μην χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα προϊόντα. Μπορεί να ελευθερωθούν επικίνδυνα αέρια χλώριο. | ¡Atención! No utilizar junto con otros productos. Puede desprender gases peligrosos cloro. |
chem. | Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. | Luchar contra el incendio a distancia, dado el riesgo de explosión. |
chem. | Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις και από εύλογη απόσταση. | Luchar contra el incendio desde una distancia razonable, tomando las precauciones habituales. |
gen. | προσπαθούν να επιτύχουν,ώστε η μείωση να φθάσει... | procurarán que la reducción alcance... |
med. | προσχηματισμένο DΝΑ | ADN preformado |
gen. | προτιθέμενοι να εδραιώσουν την αλληλεγγύη που συνδέει την Eυρώπη με τις υπερπόντιες χώρες | pretendiendo reforzar la solidaridad de Europa con los países de ultramar |
patents. | πρόθεση να παραιτηθεί παραίτησης | intención de renunciar |
patents. | πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή | persona admitida para interponer recurso |
law | πρόσωπο που νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή | persona legitimada para recurrir |
law | πρόσωπο που νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή | persona admitida para imponer el recurso |
law | πρόσωπο που νομιμοποιείται να είναι διάδικος σε διαδικασία | persona admitida como parte en el procedimiento |
agric. | πρόψυξη των σταφυλιών όταν πρόκειται να διανύσουν μεγάλη απόσταση | preenfriamiento de racimos |
life.sc. | ρήγμα ικανό να ενεργοποιηθεί | falla latente |
life.sc. | ριβοσωμικό RΝΑ | ARNr |
life.sc. | ριβοσωμικό RΝΑ | ARN ribosómico |
agric. | ρύθμιση η οποία αποσκοπεί να διευκολύνει τη διάθεση των γεωργικών προ2bόντων | una regulación destinada a facilitar la comercialización de los productos agrícolas |
law | σήμα που θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό | marca que puede inducir al público a error |
chem. | Σε επαφή με το νερό ελευθερώνει εύφλεκτα αέρια τα οποία μπορούν να αυτοαναφλεγούν. | En contacto con el agua desprende gases inflamables que pueden inflamarse espontáneamente. |
chem. | Σε μεγάλες ποσότητες αυτοθερμαίνεται: μπορεί να αναφλεγεί. | puede inflamarse. |
chem. | Σε μεγάλες ποσότητες αυτοθερμαίνεται: μπορεί να αναφλεγεί. | Se calienta espontáneamente en grandes cantidades |
chem. | Σε περίπτωση ανεπαρκούς αερισμού, να φοράτε μέσα ατομικής προστασίας της αναπνοής. | En caso de ventilación insuficiente, llevar equipo de protección respiratoria. |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | en caso de ingestión, acuda inmediatamente al médico y muéstrele la etiqueta o el envase |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | S46 |
chem. | Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Εκκενώστε την περιοχή. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. | En caso de incendio: Evacuar la zona. Luchar contra el incendio a distancia, dado el riesgo de explosión. |
chem. | Σε περίπτωση σοβαρής πυρκαγιάς και εάν πρόκειται για μεγάλες ποσότητες: Εκκενώστε την περιοχή. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. | En caso de incendio importante y en grandes cantidades: Evacuar la zona. Luchar contra el incendio a distancia, dado el riesgo de explosión. |
chem. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή. | EN CASO DE INHALACIÓN: Si respira con dificultad, transportar a la víctima al exterior y mantenerla en reposo en una posición confortable para respirar. |
chem. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Μεταφέρετε τον παθόντα στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή. | EN CASO DE INHALACIÓN: Transportar a la víctima al exterior y mantenerla en reposo en una posición confortable para respirar. |
chem. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ: Ξεπλύνετε προσεκτικά με νερό για αρκετά λεπτά. Εάν υπάρχουν φακοί επαφής, αφαιρέστε τους, εφόσον είναι εύκολο. Συνεχίστε να ξεπλένετε. | EN CASO DE CONTACTO CON LOS OJOS: Aclarar cuidadosamente con agua durante varios minutos. Quitar las lentes de contacto, si lleva y resulta fácil. Seguir aclarando. |
med. | σειρά ικανή να πολλαπλασιαστεί | línea de proliferación |
agric. | σκάφος που έχει συμβατική υποχρέωση να εκφορτώνει τα αλιεύματα του | buque obligado mediante contrato a desembarcar sus capturas |
chem. | Σκουπίστε τη χυμένη ποσότητα για να προλάβετε υλικές ζημιές. | Absorber el vertido para que no dañe otros materiales. |
agric. | σπόρος που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για πολλαπλασιαστικό υλικό | semilla de selección |
earth.sc., tech. | στη δοκιμή συνεχούς βύθισης μπορεί να κυριαρχεί μία συγκεκριμένη κατάσταση ροής | en la prueba de la inmersión continua se puede formar un flujo definido |
busin., labor.org., account. | συγκρισιμότητα, το να είναι συγκρίσιμος, -ο | comparabilidad |
nat.sc., agric. | συγκριτικοί αγροί για να επιτραπεί ένας ετήσιος μετέλεγχος των σπόρων | parcelas de comparación que permitan un control anual a posteriori de las semillas |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Comité consultivo sobre medidas que deberán tomarse en caso de crisis en el mercado del transporte de mercancías por carretera y para la aplicación de la legislación relativa a las condiciones de admisión de transportistas no residentes en los transportes nacionales de mercancías por carretera en un Estado miembro cabotaje |
med. | συμπληρωματικό DΝΑ | ADNc |
med. | συμπληρωματικό DΝΑ | ADN complementario |
law | συμφωνία με την οποία δεσμεύονται να ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο | acuerdo de consorcio |
tech., law, UN | Συμφωνία σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα που δύνανται να τοποθετηθούν και/ή να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές | Acuerdo sobre la aprobación de prescripciones técnicas uniformes aplicables a los vehículos de ruedas y los equipos y piezas que puedan montarse o utilizarse en éstos, y sobre las condiciones de reconocimiento recíproco de las homologaciones concedidas conforme a dichas prescripciones |
law | συνεχίζω να ασκώ τα καθήκοντά μου | continuar en sus funciones |
med. | συσκευή εισπνοής ικανή να διατηρεί μια δυναμική ροή αέρα | dispositivo de inhalación capaz de mantener un flujo de aire continuo |
med. | συσκευή σύνθεσης DΝΑ | sintetizador de oligonucleótidos |
med. | συσκευή σύνθεσης DΝΑ | sintetizador de ADN |
gen. | σχεδιασθείς ώστε να αντέχει έναν υποθετικό ανεμοστρόβιλο | proyectado para resistir un tornado hipotético |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | convenio sobre armas inhumanas |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | Convención sobre prohibiciones o restricciones del empleo de ciertas armas convencionales que puedan considerarse excesivamente nocivas o de efectos indiscriminados |
gen. | Σύμβαση "περί επεκτάσεως της αρμοδιότητος των εντεταλμένων να δέχωνται αναγνωρίσεις εξωγάμων τέκνων αρχών" | Convenio sobre la extensión de la competencia de los funcionarios cualificados para autorizar reconocimiento de hijos no matrimoniales |
law, transp. | σύμβαση που αφορά τη διεθνή ρύθμιση για να αποτρέπονται οι προσαράξεις στη θάλασσα | Convenio sobre el Reglamento Internacional para Prevenir los Abordajes |
law, transp. | σύμβαση που αφορά τη διεθνή ρύθμιση για να αποτρέπονται οι προσαράξεις στη θάλασσα | Convenio relativo a las normas internacionales para la prevención de los abordajes en el mar |
law | Σύμβαση που σκοπεύει να διευκολύνει την προσφυγή στη δικαι οσύνη σε διεθνές επίπεδο | Convenio destinado a facilitar el acceso internacional a la justicia |
agric. | σύσταση να γίνει λίπανση | consejo de abonado |
law | σύσταση που έχει ως στόχο να ρυθμίσει τη χρήση των προσωπικών δεδομένων από την αστυνομία | Recomendación sobre la reglamentación de la utilización de datos de carácter personal en el ámbito policial |
gen. | τα διαθέσιμα αυτά υπόλοιπα είναι δυνατόν να τοποθετηθούν | los saldos disponibles podrán ser colocados |
gen. | τα καθήκοντα που είναι δυνατόν να ανατεθούν στο Tαμείο στο πλαίσιο της αποστολής του | las funciones que puedan atribuirse al Fondo en el marco del mandato |
gen. | τα μέλη της Eπιτροπής δύνανται να μετέχουν σε όλες τις συνεδριάσεις | los miembros podrán asistir a todas las sesiones |
law | τα μέρη δικαιούνται να αναπτύξουν προφορικώς τις θέσεις τους | la parte podrá intervenir oralmente |
chem. | Τα μολυσμένα ενδύματα εργασίας δεν πρέπει να βγαίνουν από το χώρο εργασίας. | Las prendas de trabajo contaminadas no podrán sacarse del lugar de trabajo. |
gen. | τα Kράτη μέλη συνεννούνται μεταξύ τους,για να συντονίσουν τη δράση τους | los Estados miembros se consultarán para concertar su acción |
patents. | Τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να προβλέπουν ένα ύστατο ένδικο μέσο | Los Estados contratantes deberán establecer un recurso judicial final |
gen. | Τα χρώματα του αντιγράφου μπορεί να μην αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτά του πρωτοτύπου. Η επισήμανση του πλαστού δεν μπορεί συνεπώς να βασίζεται μόνον στη σύγκριση των χρωμάτων. | Los colores de la reproducción pueden no corresponder exactamente a los del original. En consecuencia, la detección de la falsificación no puede basarse únicamente en la comparación de los colores. |
gen. | ταχεία εξάτμιση του υγρού ενδέχεται να προκαλέσει κρυοπάγημα | la evaporación rápida del líquido puede producir congelación |
med. | τεχνητό χέρι ικανό να σχηματίζει γροθιά | mano artificial articulada |
med. | τεχνική ανασυνδυασμένου DΝΑ | ADN recombinante, técnica de |
law, lab.law. | τμήμα του μισθού που επιτρέπεται να εκχωρηθεί | parte transferible de un salario |
gen. | το δοχείο να διατηρείται σε καλά αεριζόμενο μέρος | consérvese el recipiente en lugar bien ventilado |
gen. | το δοχείο να διατηρείται σε καλά αεριζόμενο μέρος | S9 |
gen. | το δοχείο να προστατεύεται από υγρασία | manténgase el recipiente en lugar seco |
gen. | το δοχείο να προστατεύεται από υγρασία | S8 |
law | το ζήτημα αν συμβιβάζεται η συμφωνία που πρόκειται να συναφθεί με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ | compatibilidad del acuerdo proyectado con las disposiciones del Tratado CEE |
gen. | το θερμό υγρό ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά εγκαύματα στο δέρμα | el líquido caliente puede producir quemaduras graves en la piel |
earth.sc., mech.eng. | το θεωρητικό υδροστατικό ύψος που μπορεί να παραχθεί από μιά αντλία με πεπερασμένο αριθμό πτε στον ωθητή,το πραγματικό θεωρητικό υδροστατικό ύψος | altura teórica efectiva |
earth.sc., mech.eng. | το θεωρητικό υδροστατικό ύψος που μπορεί να παραχθεί από μιά αντλία με πεπερασμένο αριθμό πτε στον ωθητή,το πραγματικό θεωρητικό υδροστατικό ύψος | altura manométrica ideal con un número finito de álabes |
law | το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για να επιληφθεί μιας διαφοράς | el juez que está más calificado territorialmente para conocer de un litigio |
gen. | το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο | el Parlamento tiene derecho a presentar ante el Tribunal un recurso |
patents. | το κοινοτικό σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα | la marca comunitaria deja de producir efectos |
gen. | το μέλος αυτό δύναται να απαλλαγεί των καθηκόντων του | este miembro podrá ser cesado |
law | το Kράτος που θέλει να θεσπίσει ή να τροποποιήσει τις εσωτερικές διατάξεις | el Estado que pretendiere adoptar o modificar disposiciones nacionales |
law | το σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα | la marca deja de producir sus efectos |
gen. | το Συμβούλιο δύναται να ανακαλέσει την άδεια αυτή | el Consejo podrá revocar dicha autorización |
gen. | το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει την πα29ση του μέλους | el Consejo podrá suspender a este miembro en sus funciones |
gen. | το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ότι δεν συντρέχει λόγος αντικαταστάσεως | el Consejo podrá decidir que no hay lugar a sustitución |
gen. | το Συμβούλιο δύναται να επεκτείνει το ευεργέτημα των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου σε... | ES el Consejo podrá extender el beneficio de las disposiciones del presente capítulo a... |
gen. | το υγρό ενδέχεται να προκαλέσει κρυοπάγημα | el líquido puede producir congelación |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | elimínense el producto y o recipiente como residuos peligrosos |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | elimínense el producto y/o recipiente como residuos peligrosos |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | S60 |
gen. | το υλικό των σωληνώσεων για αυτό το αέριο δεν πρέπει να περιέχει πάνω από 63 επί τοις εκατό χαλκό | el material de conducción de este gas no debe contener más del 63 por ciento de cobre |
nat.sc., agric. | τοίχος που μπορεί να πλυθεί | muro recubierto de un revestimiento lavable |
law | τρίτος που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία | tercero autorizado a utilizar una denominación geográfica |
earth.sc. | υγρό που δεν μπορεί να αναμειχθεί | líquido no miscible |
med. | υπερσυνεστραμμένο DΝΑ | superenrollamiento del ADN |
law | υπηρεσιακή υποχρέωση του υπαλλήλου να είναι αδέκαστος | obligación de actuar imparcialmente |
gen. | υπολογιστής των χρημάτων που πρέπει να επιστραφούν | calculador de la moneda que hay que devolver |
med. | υποχρέωση γιατρού να επισκεφθεί ασθενή | obligación médica de la visita domiciliaria |
med. | υποχρέωση ιατρού να παρέχει πληροφορίες | deber médico de informar |
law | υποχρέωση να απέχω | obligación de no hacer |
law | υποχρέωση να απέχω | obligación de abstenerse |
law | υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα | deber de cumplir su función en conciencia y con toda imparcialidad |
law | υποχρέωση να ορίσει αντιπρόσωπο ενώπιον του Γραφείου | tener obligación de hacerse representar ante la Oficina |
law, immigr. | υποχρέωση του αλλοδαπού να φέρει τα νόμιμα έγγραφα | obligación de documentación de los extranjeros |
hobby, social.sc. | φίλαθλος που ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα | aficionado al fútbol que presente riesgos |
med. | φοβία να μένει κανείς μόνος | monofobia |
med. | φοβία να μένει κανείς μόνος | isolofobia |
med. | φοβία να μένει κανείς μόνος | aislofobia |
med. | φοβία ως προς την ικανότητα του ίστασθαι και του να βαδίζειν | estasibasifobia |
med. | φοβία ως προς την ικανότητα του ίστασθαι και του να βαδίζειν | estasifobia |
med. | φοβία ως προς την ικανότητα του ίστασθαι και του να βαδίζειν | estasiagorafobia |
med. | φοβία ως προς την ικανότητα του ίστασθαι και του να βαδίζειν | ambulofobia |
agric. | φυτό που προορίζεται να μπολιαστεί | plantón destinado a injertar |
med. | χαλαρωμένο DΝΑ | relajación |
chem. | χρώμα που μπορεί να απολυμανθεί | pintura descontaminable |
law | χωρίς να διατηρούνται δικαιώματα | sin dejar derechos subsistentes |
law | χωρίς να επιδιώκεται κέρδος | sin perseguir fines lucrativos |
gen. | ως αποτέλεσμα ροής,αναταραχής,κτλ.,μπορεί να παραχθούν ηλεκτροστατικά φορτία | como resultado del flujo, agitación, etc., se pueden generar cargas electrostáticas |
med. | όργανο χρησιμοποιούμενο από τους οπτικούς για την καταμέτρηση του μετώπου για να προσδιορίσουν το κατάλληλο εύρος του σκελετού των γυαλιών | besiclómetro |