DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Energy industry containing Κοινοτικό | all forms
GreekSpanish
κοινοτικό μέσον ενεργειακής ασφάλειας και υποδομήςinstrumento de seguridad e infraestructuras energéticas de la UE
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κατά τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειαςPrograma comunitario de actuación para mejorar la eficacia del uso de la electricidad
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κατά τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειαςPrograma Comunitario de Actuación para mejorar la Eficacia del Uso de la Electricidad
κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την αποτελεσματικότερη χρήση ηλεκτρικής ενέργειαςprograma comunitario de actuación para mejorar la eficacia de la electricidad
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειαςPrograma Comunitario de Actuación para mejorar la Eficacia del Uso de la Electricidad
Κοινοτικό πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης για την προώθηση των ευρωπαϊκών ενεργειακών τεχνολογιώνPrograma comunitario de apoyo financiero para la promoción de la tecnología energética europea