DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing Κοινοτικό | all forms
GreekSpanish
δημοτικό ή κοινοτικό εκτελεστικό όργανοgobierno municipal
διαφορά που αφορά το κοινοτικό δίκαιοlitigio relativo al Derecho comunitario
δικαίωμα που απορρέει από συμφωνία που διέπεται από το κοινοτικό δίκαιοderecho derivado de acuerdo regulado por el Derecho comunitario
Επιστημονική και τεχνική επιτροπή για το κοινοτικό ταμείο του καπνούComité científico y técnico del Fondo comunitario del tabaco
Επιτροπή για θέματα που αφορούν τα τέλη και τους εκτελεστικούς κανονισμούς του κανονισμού για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίαςComité de las cuestiones relacionadas con las tasas y con las reglas de ejecución del Reglamento sobre la patente comunitaria
Επιτροπή για την εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο της συμφωνίας της σχετικής με τα τεχνικά εμπόδια στις συναλλαγέςComité de aplicación en el ámbito comunitario del acuerdo relativo a los obstáculos técnicos al comercio
ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο υπό διαμόρφωσηderecho comunitario europeo en gestación
κοινοτικό αλιευτικό σκάφοςbuque pesquero comunitario
κοινοτικό δελτίο κυκλοφορίας εμπορευμάτωνcarnet comunitario de circulacion de mercancias
Κοινοτικό διερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων επιστημονικών εγκαταστάσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σ'αυτέςPlan Experimental Comunitario para apoyar y facilitar el Acceso a las Grandes Instalaciones Científicas de Interés Europeo
κοινοτικό ιδίωμαjerga comunitaria
κοινοτικό μέσοinstrumento comunitario
κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιοsoporte legislativo comunitario
κοινοτικό περίπτεροpabellón comunitario
Κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή των περιοχών των ναυπηγείωνPrograma comunitario en favor de la reconversión de zonas de construcción naval
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη δημιουργία διευρωπαϊκών δικτύων υποδομώνPrograma comunitario para establecer redes de infraestructuras transeuropeas
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή,ενημέρωση,διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας,εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείαςPrograma de acción comunitario de promoción,información,educación y formación en materia de salud en el marco de la acción en el ámbito de la salud pública
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της ένταξης των προσφύγωνPrograma de acción comunitaria para promover la integración de los refugiados
Κοινοτικό πρόγραμμα ενεργειών για τη διατήρηση,το χαρακτηρισμό,τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργίαPrograma comunitario de actividades de conservación,caracterización,recolección y utilización de los recursos genéticos del sector agrario
κοινοτικό πρόγραμμα στήριξηςprograma comunitario de ayuda
Κοινοτικό πρόγραμμα στον τομέα της στρατηγικής ανάλυσης,της πρόβλεψης και της αξιολόγησης σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας1988-1992Programa Comunitario de Análisis Estratégico,Prospectivo y de Evaluación en el campo de la Investigación y la Tecnología1988-1992
κοινοτικό πρόγραμμα της Λισσαβώναςprograma comunitario de Lisboa
Κοινοτικό Συμβούλιοasamblea parroquial
Κοινοτικό ΣυμβούλιοAsamblea de parroquia
κοινοτικό σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσηςsistema comunitario de seguimiento y de información sobre el tráfico marítimo
Κοινοτικό σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση προϊόντων καταναλωτήsistema comunitario de intercambio rápido de informaciones sobre los peligros derivados de la utilización de productos de consumo
κοινοτικό όργανοórgano comunitario
μετάταξη από άλλο κοινοτικό όργανοtransferencia interinstitucional
Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσηςGrupo de coordinación para el régimen comunitario de control de las exportaciones de productos y tecnología de doble uso
σ·ύστημα αναγνώρισης σε κοινοτικό επίπεδοsistema de reconocimiento a nivel comunitario
υπερβολική επιβολή κανονιστικών ρυθμίσεων σε κοινοτικό επίπεδοexceso de reglamentación a escala comunitaria