DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing Κατάσταση | all forms
GreekSpanish
ατομική κατάσταση πραγματικών δαπανώνformulario E125
ατομική κατάσταση πραγματικών δαπανώνestado individual de gastos efectivos
ατομική κατάσταση των μηνιαίων εφάπαξκατ αποκοπήποσώνformulario E127
ατομική κατάσταση των μηνιαίων εφάπαξκατ αποκοπήποσώνestado individual de cantidades globales mensuales
βρίσκομαι σε κατάσταση παύσης δραστηριότητας2) darse de baja
βρίσκομαι σε κατάσταση παύσης δραστηριότητας1) causar baja
κατάσταση εξέλιξης εκκρεμοτήτωνborderó del run-off
κατάσταση εξομοιούμενη με εγγραφήsituación asimilada a la del alta
προϋπάρχουσα κατάστασηcondición preexistente