Subject | Greek | Spanish |
immigr. | άμεση αναχώρηση | salida inmediata |
transp. | έτοιμο προς αναχώρηση | listo para zarpar |
transp. | αμαξοστοιχία έτοιμη για αναχώρηση | tren preparado para salir |
transp. | αμαξοστοιχία έτοιμη για αναχώρηση | tren para salir |
transp. | αμαξοστοιχία υπό αναχώρηση | tren preparado para salir |
transp. | αμαξοστοιχία υπό αναχώρηση | tren para salir |
transp., avia. | αναχώρηση από ράμπα κεκλιμένο επίπεδο | salida de la rampa |
health. | αναχώρηση από την αγέλη προέλευσης | salida de la explotación de origen |
comp., MS | αναχώρηση, ολοκλήρωση αγοράς | finalización de la compra |
law | αναχώρηση των στρατιωτικών ομάδων από την πρωτεύουσα | abandono por las milicias de la capital |
transp. | αποστολές για αναχώρηση | paquete de salida |
med. | αποστολή που σφραγίζεται πριν από την αναχώρηση | envío sellado antes de la salida |
tech., chem. | βάρος αρχικό κατά την αναχώρηση | peso a la entrada |
transp. | δέματα για αναχώρηση | paquete de salida |
el. | διάταξη δύο διακοπτών ανά αναχώρηση | esquema con dos interruptores por salida |
el. | διάταξη ενάμιση διακόπτη ανά αναχώρηση | esquema con un interruptor y medio por salida |
cust. | διασάφηση πριν από την αναχώρηση | declaración previa a la salida |
immigr. | εθελούσια αναχώρηση | salida voluntaria |
commun., transp. | καθοδήγηση κατά την αναχώρηση | control de salida |
commun., transp. | καθοδήγηση κατά την αναχώρηση | control de despegue |
transp. | καθυστερώ την αναχώρηση μιας αμαξοστοιχίας | retrasar un tren |
transp. | καλώ τους επιβάτες σε συγκέντρωση κατά την αναχώρηση του πλοίου | efectuar una llamada a los pasajeros |
gen. | κύκλωμα που οργανώνει την αναχώρηση υπηκόων από το κράτος | red dedicada a hacer salir a los nacionales del Estado |
transp. | μεταφορά με φορτηγό αυτοκίνητο πριν την αναχώρηση τρένου | camionaje a la salida |
law, immigr. | οικειοθελής αναχώρηση | salida voluntaria |
transp. | παραλαβή των αποσκευών κατά την αναχώρηση | entrega de equipajes a la salida |
transp. | περισυλλογή πριν την αναχώρηση | camionaje a la salida |
gen. | υπηρεσία παροχής πληροφοριών πριν από την αναχώρηση | servicio de información previa a la partida |
law, immigr. | χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση | plazo para la salida voluntaria |
law, immigr. | χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση | plazo de salida voluntaria |
law, immigr. | χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση | período de salida voluntaria |