DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Politics containing ψηφοφορία | all forms
GreekFrench
άμεση καθολική ψηφοφορίαsuffrage universel direct
έγγραφη ψηφοφορίαvote par écrit
ενδεικτική ψηφοφορίαvote indicatif
επί σημείων που εγγράφονται κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να διεξάγεται ψηφοφορίαles points ainsi inscrits peuvent être mis au vote
θέτω σε ψηφοφορίαmettre aux voix
μία και μοναδική ψηφοφορίαvote unique
μία και μοναδική ψηφοφορίαun seul vote
μυστική ψηφοφορίαvote au scrutin secret
μυστική ψηφοφορίαscrutin secret
ονομαστική ψηφοφορίαvote par appel nominal
σημείο για το οποίο ενδέχεται να ζητηθεί ψηφοφορίαpoint sur lequel un vote peut être demandé
σημείο για το οποίο ενδέχεται να ζητηθεί ψηφοφορίαpoint pouvant donner lieu à un vote
τελική ψηφοφορίαvote final
χωριστή ψηφοφορίαvote séparé
ψηφοφορία εν συνόλωvote en bloc
ψηφοφορία επί όλων των τροπολογιών μαζίvote en bloc
ψηφοφορία κατά τμήματαvote par division
ψηφοφορία με ανάταση του χεριούvote à main levée
ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφίαvote à la majorité qualifiée
ψηφοφορία με ονομαστική κλήσηvote par appel nominal
ψηφοφορία στην Ολομέλειαvote en séance plénière