DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing ψηφοφορία | all forms
GreekFrench
άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορίαscrutin direct, secret et universel
αίτηση για μυστική ψηφοφορίαdemande de vote au scrutin secret
απέχω από την ψηφοφορίαs'abstenir de voter
γραπτή ψηφοφορίαvote par écrit
διαγραφή,μετά την ψηφοφορία,των υπαλλήλωνradiation,au terme du scrutin,des agents
εντός μηνός από την ψηφοφορία αυτήdans un délai d'un mois à compter de ce vote
επιστολική ψηφοφορίαvote par correspondance
η ψηφοφορία του Συμβουλίουle vote du Conseil
θέτω τροπολογία σε ψηφοφορίαmettre aux voix un amendement
ονομαστική ψηφοφορίαvote nominal
Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορίαActe portant élection des membres du Parlement européen au suffrage universel direct
Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορίαActe portant élection des représentants à l'Assemblée au suffrage universel direct
Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορίαActe du 20 septembre 1976 portant élection des membres du Parlement européen au suffrage universel direct
προσφυγή στην τυπική ψηφοφορίαrecours au vote formel
προσωπική ψηφοφορίαvote par appel nominal
προτιμησιακή ψηφοφορία με μεταφορά της ψήφουvote uninominal préférentiel
ψηφοφορία για την έγκριση της Επιτροπήςvote d'approbation de la Commission
ψηφοφορία δια πληρεξουσίουvote par procuration
ψηφοφορία δι'αναστάσεωςvote par assis et levé
ψηφοφορία δι'αναστάσεωςvotation par assis et levé