Subject | Greek | French |
polit. | άμεση καθολική ψηφοφορία | suffrage universel direct |
gen. | άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία | scrutin direct, secret et universel |
insur. | άμεση ψηφοφορία | système d'élections primaires |
polit. | έγγραφη ψηφοφορία | vote par écrit |
gen. | αίτηση για μυστική ψηφοφορία | demande de vote au scrutin secret |
law | αντίστροφη ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία | majorité qualifiée inversée |
law | αντίστροφη ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία | vote à la majorité qualifiée inversée |
gen. | απέχω από την ψηφοφορία | s'abstenir de voter |
law | απλή κατανεμημένη ψηφοφορία | vote à la majorité simple répartie |
gen. | γραπτή ψηφοφορία | vote par écrit |
law | Δήλωση αριθ. 28 για την ψηφοφορία στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας | Déclaration n° 28 relative aux votes dans le domaine de la politique étrangère et de sécurité commune |
econ. | δεσμευμένη ψηφοφορία | vote bloqué |
gen. | διαγραφή,μετά την ψηφοφορία,των υπαλλήλων | radiation,au terme du scrutin,des agents |
interntl.trade., UN | Διακανονισμός μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την προετοιμασία των συνεδριάσεων του FAO, τις παρεμβάσεις και την ψηφοφορία | Arrangement entre le Conseil et la Commission concernant la préparation des réunions de l'OAA ainsi que les interventions et les votes |
law | ειδική ψηφοφορία | vote spécial |
polit. | ενδεικτική ψηφοφορία | vote indicatif |
gen. | εντός μηνός από την ψηφοφορία αυτή | dans un délai d'un mois à compter de ce vote |
polit. | επί σημείων που εγγράφονται κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να διεξάγεται ψηφοφορία | les points ainsi inscrits peuvent être mis au vote |
econ. | επαναληπτική ψηφοφορία | scrutin de ballottage |
gen. | επιστολική ψηφοφορία | vote par correspondance |
law | ζήτημα που τίθεται σε ψηφοφορία | question à être mise aux voix |
law | η Συνέλευση δεν δύναται να αποφασίσει παρά μόνο με φανερή ψηφοφορία | l'Assemblée ne peut se prononcer que par un scrutin public |
gen. | η ψηφοφορία του Συμβουλίου | le vote du Conseil |
polit. | θέτω σε ψηφοφορία | mettre aux voix |
gen. | θέτω τροπολογία σε ψηφοφορία | mettre aux voix un amendement |
econ. | καθολική ψηφοφορία | suffrage universel |
econ. | κοινοβουλευτική ψηφοφορία | vote parlementaire |
polit. | μία και μοναδική ψηφοφορία | vote unique |
polit. | μία και μοναδική ψηφοφορία | un seul vote |
polit. | μυστική ψηφοφορία | scrutin secret |
polit. | μυστική ψηφοφορία | vote au scrutin secret |
econ. | μυστική ψηφοφορία | vote secret |
law | μυστική ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου | scrutin secret par correspondance |
law | μυστική ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου | scrutin postal secret |
law | ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία | Le président ne prend pas part au vote. |
IT | οι εκλογές διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία | les élections se font au scrutin secret |
polit. | ονομαστική ψηφοφορία | vote par appel nominal |
gen. | ονομαστική ψηφοφορία | vote nominal |
gen. | Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία | Acte portant élection des membres du Parlement européen au suffrage universel direct |
gen. | Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία | Acte portant élection des représentants à l'Assemblée au suffrage universel direct |
gen. | Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία | Acte du 20 septembre 1976 portant élection des membres du Parlement européen au suffrage universel direct |
gen. | προσφυγή στην τυπική ψηφοφορία | recours au vote formel |
gen. | προσωπική ψηφοφορία | vote par appel nominal |
gen. | προτιμησιακή ψηφοφορία με μεταφορά της ψήφου | vote uninominal préférentiel |
polit. | σημείο για το οποίο ενδέχεται να ζητηθεί ψηφοφορία | point sur lequel un vote peut être demandé |
polit. | σημείο για το οποίο ενδέχεται να ζητηθεί ψηφοφορία | point pouvant donner lieu à un vote |
insur. | σύστημα εισδοχής μελών με ψηφοφορία των υπαρχόντων μελών | principe de cooptation |
polit. | τελική ψηφοφορία | vote final |
econ. | φανερή ψηφοφορία | vote public |
polit. | χωριστή ψηφοφορία | vote séparé |
law, lab.law. | ψηφοφορία γενικής συνέλευσης συνδικαλιστικής οργάνωσης για λήψη απόφασης προς κήρυξη απεργίας | référendum sur la grève |
law, lab.law. | ψηφοφορία γενικής συνέλευσης συνδικαλιστικής οργάνωσης για λήψη απόφασης προς κήρυξη απεργίας | référendum |
gen. | ψηφοφορία για την έγκριση της Επιτροπής | vote d'approbation de la Commission |
fin. | ψηφοφορία δι' ανατάσεως χειρός | à main levée |
econ. | ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως | vote par appel nominal |
gen. | ψηφοφορία δια πληρεξουσίου | vote par procuration |
gen. | ψηφοφορία δι'αναστάσεως | vote par assis et levé |
gen. | ψηφοφορία δι'αναστάσεως | votation par assis et levé |
polit. | ψηφοφορία εν συνόλω | vote en bloc |
unions. | ψηφοφορία επί της ουσίας | vote sur le fond |
polit. | ψηφοφορία επί όλων των τροπολογιών μαζί | vote en bloc |
law, lab.law. | ψηφοφορία εργαζομένων | référendum sur la grève |
law, lab.law. | ψηφοφορία εργαζομένων | référendum |
polit. | ψηφοφορία κατά τμήματα | vote par division |
polit. | ψηφοφορία με ανάταση του χεριού | vote à main levée |
polit. | ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία | vote à la majorité qualifiée |
econ. | ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα | vote électronique |
polit. | ψηφοφορία με ονομαστική κλήση | vote par appel nominal |
law, lab.law. | ψηφοφορία με συμμετοχή όλων των εργαζομένων στην επιχείρηση | consultation à la base |
econ. | ψηφοφορία σε ένα γύρο | scrutin à un tour |
econ. | ψηφοφορία σε δύο γύρους | scrutin à deux tours |
polit. | ψηφοφορία στην Ολομέλεια | vote en séance plénière |
law, market. | ψηφοφορία χωρίς συνέλευση | vote sans réunion |
law, market. | ψηφοφορία χωρίς συνέλευση | vote par correspondance |