Subject | Greek | French |
comp., MS | "Ένδειξη ""Δεν βρίσκομαι στον υπολογιστή"", όταν ο υπολογιστής είναι ανενεργός για αυτήν τη χρονική περίοδο:" | Me faire apparaître comme Absente lorsque mon ordinateur reste inactif pendant : |
comp., MS | "Ένδειξη ""Δεν βρίσκομαι στον υπολογιστή"", όταν ο υπολογιστής είναι ανενεργός για αυτήν τη χρονική περίοδο:" | Me faire apparaître comme Absent lorsque mon ordinateur reste inactif pendant : |
environ. | αισθητήρας φθορισμού ανίχνευσης φωτός και σκόπευσης με χρονική ανάλυση | fluorocapteur lidar à résolution dans le temps |
nat.sc. | αισθητήρας φθορισμού ανίχνευσης φωτός και σκόπευσης με χρονική ανάλυση | fluorocapteur à résolution dans le temps |
fin., scient. | ανάλυση στην χρονική διάσταση | analyse dans le domaine temporel |
mech.eng., el. | ανάφλεξη πριν από την κανονική χρονική στιγμή | avance à l'allumage |
mech.eng., el. | ανάφλεξη πριν από την κανονική χρονική στιγμή | allumage avancé |
econ. | αναπροσαρμογή; αναθεώρηση; χρονική αναπροσαρμογή | actualisation |
tech. | ανοχή χρονική | tolérance de temps |
tech. | ανοχή χρονική | marge de temps |
gen. | ανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για τη χρονική βιωσιμότητα | responsable de projet "Capacité de soutien" |
transp. | απελευθέρωση χειροκίνητη με χρονική ρύθμιση | libération manuelle temporisée |
IT, mech.eng. | αποσύμπλεξη με χρονική ρύθμιση | déclenchement temporisé |
life.sc. | ειδική παγκόσμια χρονική περίοδος | intervalle mondial spécial |
transp. | ελάχιστη επιτρεπτή χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | intervalle minimal admissible |
transp. | ελάχιστη χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων τεχνικώς εξασφαλισμένη | intervalle minimal de sécurité |
stat., transp. | επίκαιρη χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | intervalle de temps réel |
stat., transp. | επίκαιρη χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | fréquence réelle |
law | εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια | travail payé au temps |
social.sc., empl. | εργασία που πληρώνεται με βάση τη χρονική διάρκεια | travail payé au temps |
transp. | κατά μέσον όρο χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | intervalle de temps moyen |
transp. | κατά μέσον όρο χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | fréquence moyenne de passage |
law, account. | κατά χρονική αναλογία | prorata temporis (pro rata temporis) |
gen. | μέγιστη επιτρεπτή χρονική καθυστέρηση | délai maximal admissible |
agric. | μέση απόδοση της περιφέρειας για τη δεδομένη χρονική περίοδο | rendement moyen régional historique |
fin. | μέση χρονική διάρκεια | durée moyenne |
fin. | με-χρονική-υστέρηση επιπτώσεις της αύξησης επιτοκίων... | effet à retardement de la hausse des taux d'intérêt |
stat. | μεταβλητή με χρονική υστέρηση | variable retardée |
stat. | μεταβλητή με χρονική υστέρηση | variable décalée |
stat. | πολυ-χρονική μοντέλο | modèle multitemporal |
transp. | πραγματική ελάχιστη χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | intervalle minimal praticable |
earth.sc. | ραδιομετρική διόρθωση σκηνών με χρονική αλληλουχία | correction radiométrique des séries de scènes par rapport au temps |
transp. | σιγαστική χρονική διάρκεια | temps de réserve |
law | συμβόλαιο σε χρονική και υλική βάση | contrat en heures contrôlées |
transp., tech., law | σχετική χρονική καθυστέρηση | temps de retard relatif |
commun., IT | σύμφωνη ακτινοβολία σε μια ορισμένη χρονική στιγμή | onde temporellement cohérente |
el. | σύμφωνη σημαντική χρονική στιγμή | instant significatif cohérent |
commun., IT | σύμφωνο κύμα σε μια ορισμένη χρονική στιγμή | onde temporellement cohérente |
econ. | τόκοι και πριμ αποταμιεύσεων που καταβάλλονται την ίδια χρονική στιγμή με το κεφάλαιο | intérêt et prime d'épargne réglés en même temps que le capital |
IT, industr. | χρονική έκταση | étendue temporelle |
el. | χρονική ένδειξη | marqueur de temps |
el. | χρονική ένδειξη | repère de calibrage |
el. | χρονική ένδειξη | marqueur d'écran |
transp. | χρονική ακολουθία αμαξοστοιχιών | intensité de la circulation |
transp. | χρονική ακολουθία αμαξοστοιχιών | densité du trafic |
transp. | χρονική ακολουθία συρμών | battement entre trains |
gen. | χρονική αναπροσαρμογή | actualisation |
gen. | χρονική αντίδραση | temps de réaction |
stat. | χρονική αντίθεση | indice réciproque |
fin. | χρονική αξία οψιόν | valeur spéculative |
fin. | χρονική αξία οψιόν | valeur temps |
fin. | χρονική αξία οψιόν | valeur temporelle |
fin. | χρονική αξία οψιόν | valeur d'anticipation |
el. | χρονική αποκατάσταση σε δύο βήματα | rétablissement du temps en deux étapes |
transp. | χρονική απόκλιση του δρομολογίου | désheurement |
IT, el. | χρονική απόκριση | réponse temporelle |
transp. | χρονική απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικέςαμαξοστοιχίες | battement entre trains |
el. | χρονική ασυμφωνία | incohérence temporelle |
el. | χρονική ασυνέχεια | discontinuité |
mech.eng. | χρονική αυξομείωση της πιέσεως | crête |
fin. | χρονική βάση υπολογισμού των τόκων | convention de calcul des jours |
earth.sc., el. | χρονική βραδυπορεία | décalage de temps |
med. | χρονική δερματίτιδα οφειλόμενη στην πίσσα | peau de chagrin |
med. | χρονική δερματίτιδα οφειλόμενη στην πίσσα | dermatite chronique du goudron |
fin. | χρονική διάρκεια | durée de vie d'un contrat à terme |
fin. | χρονική διάρκεια | durée de vie |
transp. | χρονική διάρκεια αλλαγής κατευθύνσεως | temps de battement |
transp. | χρονική διάρκεια αλλαγής κατευθύνσεως | durée de retournement |
transp. | χρονική διάρκεια αλλαγής κλειδιού | durée du changement d'aiguillage |
transp. | χρονική διάρκεια αντίδρασης σε κίνδυνο | temps de réaction du frein de secours |
transp. | χρονική διάρκεια αντίδρασης σε κίνδυνο | temps de réaction du frein de sécurité |
transp. | χρονική διάρκεια αντίδρασης σε κίνδυνο | temps de réaction du frein d'urgence |
coal., met. | χρονική διάρκεια αποδόσεως Υ-καμίνου | pushing interval |
econ., transp. | χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | fréquence de passage des véhicules |
econ., transp. | χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | fréquence de passage des trains |
econ., transp. | χρονική διάρκεια επακολουθίας οχημάτων | fréquence de passage des convois |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια καταλληλότητος συγκολλητικού μείγματος | vie en pot |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια καταλληλότητος συγκολλητικού μείγματος | temps de travail |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια καταλληλότητος συγκολλητικού μείγματος | durée limite d'emploi |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια καταλληλότητος συγκολλητικού μείγματος | melange adhésif |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια καταλληλότητος συγκολλητικού μείγματος | stockage |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια καταλληλότητος συγκολλητικού μείγματος | conservation en pot |
commun. | χρονική διάρκεια λήψης μηνύματος | partage des messages |
fin. | χρονική διάρκεια μελλοντικού συμβολαίου | durée de vie d'un contrat à terme |
fin. | χρονική διάρκεια μελλοντικού συμβολαίου | durée de vie |
transp. | χρονική διάρκεια πορείας | temps de parcours à pied entre l'arrêt et la destination |
transp. | χρονική διάρκεια προεργασίας της επιδιόρθωσης | durée moyenne de réparation |
transp. | χρονική διάρκεια στάσης | temps d'arrêt |
transp. | χρονική διάρκεια συγκοινωνιακής επικοινωνίας | attente au raccordement |
gen. | χρονική διάρκεια συντηρήσεως | temps de maintenance |
law, lab.law. | χρονική διάρκεια της άδειας | durée du congé |
med. | χρονική διάρκεια της έκθεσης | durée d'exposition |
transp. | χρονική διάρκεια της διαδρομής οχήματος | amplitude de service d'un véhicule |
IT, dat.proc., mech.eng. | χρονική διάρκεια της επιβράδυνσης | durée de la décélération |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι την αρχή της συγκολλήσεως | temps de transpositionnement |
industr., construct., chem. | χρονική διάρκεια των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι την αρχή της συγκολλήσεως | durée des opérations entre la fin du chauffage et le début du soudage |
el. | χρονική διάρκεια τόξου | durée d'arc |
el. | χρονική διάρκεια τόξου ενός πόλου | durée d'arc d'un pôle |
el. | χρονική διάρκεια τόξου μιας διακοπτικής διάταξης πολλαπλών πόλων | durée d'arc d'un appareil de connexion multipolaire |
comp., MS | χρονική διάρκεια φάσης επαναληπτικής διαδικασίας | durée d'itération |
comp., MS | χρονική διάσταση | dimension de temps |
stat., social.sc. | χρονική διαβάθμιση των γεννήσεων | échelonnement des naissances |
el. | χρονική διαδικασία | durée |
transp. | χρονική διαδοχή αμαξοστοιχιών | espacement par le temps |
commun. | χρονική διακριτική ικανότητα | résolution temporelle |
el. | χρονική διακριτότητα | discrimination dans le temps |
environ. | χρονική διακύμανση | variation temporelle |
environ. | χρονική διακύμανση | variation dans le temps |
el. | χρονική διακύμανση φάσης | fluctuation de la phase en fonction du temps |
fin. | χρονική εμβέλεια | horizon temporel |
commun. | χρονική εξέλιξη τροπικού οικοσυστήματος | évolution temporelle d'un écosystème tropical |
comp., MS | χρονική επιβάρυνση οργάνων μέτρησης | surcharge d'instrumentation |
comp., MS | χρονική ευφυΐα | Assistant Time Intelligence |
transp. | χρονική ισχύς εισιτηρίου | durée de validité du titre de transport |
stat. | χρονική καθυστέρηση | retard (dans le temps) |
el. | χρονική καθυστέρηση | retard à la croissance |
commun. | χρονική καθυστέρηση | délai |
stat. | χρονική καθυστέρηση | décalage |
math. | χρονική καθυστέρηση | retard dans le temps |
mun.plan., earth.sc. | χρονική καμπύλη | diagramme de marche |
el. | χρονική κατανομή | répartition dans le temps |
fin. | χρονική κατανομή επιδοτήσεων | subvention par répartition dans le temps |
el. | χρονική κατανομή του ποσοστού σφαλμάτων | distribution temporelle des taux d'erreur |
life.sc. | χρονική κλίμακα | échelle temporelle |
construct. | χρονική κλιμάκωση εργασιών | séquence |
IT | χρονική λογική | logique temporelle |
el. | χρονική μέση τιμή | valeur moyenne dans le temps |
forestr. | χρονική μελέτη | mesure de temps |
environ. | χρονική μεταβολή | variation temporelle |
environ. | χρονική μεταβολή | variation dans le temps |
el. | χρονική μεταβολή του λαμβανόμενου σήματος | variation du signal reçu en fonction du temps |
transp., el. | χρονική μετατόπιση | décalage de coordination |
transp., el. | χρονική μετατόπιση | écart de phase |
transp., el. | χρονική μετατόπιση | décalage |
relig., patents. | χρονική μετατόπιση | vision différée |
corp.gov. | χρονική περίοδος | intervalle de temps |
gen. | χρονική περίοδος | plage de temps |
fin. | χρονική περίοδος έκδοσης | période de tirage |
stat., construct. | χρονική περίοδος κατασκευής | époque de construction |
stat., construct. | χρονική περίοδος κατασκευής | âge du bâtiment |
stat., construct. | χρονική περίοδος κατασκευής | âge de la construction |
commun., IT | χρονική περίοδος μαγνητικών διαταραχών | période de perturbations magnétiques |
fin. | χρονική περίοδος που καλύπτει η επένδυση | période d'intervention |
lab.law. | χρονική περίοδος της ημέρας που καταλαμβάνει η εργασία | période de travail |
transp. | χρονική περίοδος ωραρίων | période d'horaire |
scient. | χρονική περιβάλλουσα | enveloppe temporelle |
comp., MS | χρονική προήγηση | temps d'avance (recouvrement) |
comp., MS | χρονική σήμανση | timestamp |
comp., MS | χρονική σήμανση | horodateur |
comp., MS | χρονική σήμανση | horodatage, date et heure |
nat.sc., energ.ind. | χρονική σταθερά | constate de temps |
nat.sc., energ.ind. | χρονική σταθερά | constante de temps |
econ. | χρονική στιγμή που γίνεται η μεταβίβαση κυριότητας | moment du transfert de propriété |
econ. | χρονική στιγμή που διενεργείται η πληρωμή σε μετρητά | moment auquel s'effectue le paiement en espèces |
econ. | χρονική στιγμή που μπορεί να απαιτηθεί η πληρωμή | moment de l'exigibilité du paiement |
econ. | χρονική στιγμή που πραγματοποιείται η πρώτη μεταβίβαση μιας απαίτησης | moment de la première cession de créance |
econ. | χρονική στιγμή που πραγματοποιείται η πρώτη πληρωμή | moment de l'exécution du premier paiement |
econ. | χρονική στιγμή που προσφέρονται πραγματικά οι παροχές | moment de la fourniture effective des prestations |
econ. | χρονική στιγμή που τα αγαθά διέρχονται τα σύνορα της οικονομικής επικράτειας | moment où les marchandises franchissent les limites du territoire économique |
mech.eng., el. | χρονική στιγμή σπινθηρισμού | point d'allumage |
el. | χρονική συμφωνία | cohérence temporelle |
commun., IT | χρονική συμφόρηση | congestion temporelle |
fin. | χρονική τροχιά | sentier temporel |
fin. | χρονική τροχιά | profil temporel |
stat., tech. | χρονική υστέρηση | décalage temporel |
med., life.sc. | χρονική υστέρηση | temps de latence |
stat., tech. | χρονική υστέρηση | décalage dans le temps |
med., life.sc. | χρονική υστέρηση | phase de latence |
market. | χρονική υστέρηση δαπανών προς την παραγωγή | intervalle dépense-production |
market. | χρονική υστέρηση δαπανών προς την παραγωγή | décalage dépense-production |
commer. | χρονική υστέρηση εμπορίας | écart de commercialisation |
econ. | χρονική υστέρηση μεταξύ παραγωγής και εισοδήματος | intervalle production-revenu |
econ. | χρονική υστέρηση μεταξύ παραγωγής και εισοδήματος | décalage production-revenu |
earth.sc. | χρονική υστέρησις | temps de réponse |
gen. | χρονική χαρακτηριστική | caractéristique de temps |
math. | ψαλιδισμένη χρονική σειρά | série chronologique coupée |