Subject | Greek | French |
fin. | άμεση νομισματική χρηματοδότηση | financement monétaire direct |
fin. | ανάληψη υποχρέωσης από μέρους της Κοινότητας για χρηματοδότηση | engagement financier de la Communauté |
fin. | ανάλογη χρηματοδότηση | concours financier équivalent |
econ. | αναδρομική χρηματοδότηση | financement rétroactif |
fin. | αντισταθμιστική χρηματοδότηση λόγω διακυμάνσεων στις εισπράξεις από εξαγωγές | financement compensatoire des fluctuations des recettes d'exportation |
fin. | αντισταθμιστική χρηματοδότηση λόγω διακυμάνσεων του κόστους εισαγωγών δημητριακών | financement compensatoire des fluctuations du coût des importations de céréales |
fin. | αυτο-χρηματοδότηση | cash flow |
fin. | αυτο-χρηματοδότηση | autofinancement net |
fin. | αυτο-χρηματοδότηση | financement par fonds propres |
fin. | αυτο-χρηματοδότηση | financement interne |
fin. | αυτο-χρηματοδότηση | autofinancement |
econ. | βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση | financement à court terme |
fin. | δανειοληπτική χρηματοδότηση | financement par l'emprunt |
fin. | δανειοληπτική χρηματοδότηση | financement au moyen de la cession de créances |
fin. | δαπάνες επιλέξιμες για χρηματοδότηση | dépense éligible au financement |
fin. | δασμοί που έχουν ως σκοπό τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού | des droits de douane qui ont pour but d'alimenter le budget |
insur. | δημόσια στήριξη στη χρηματοδότηση | soutien public au financement |
econ. | δημόσια χρηματοδότηση | financement public |
econ., market. | δημόσια χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο | financement officiel à taux fixe |
law, fin. | διασυνοριακή χρηματοδότηση εντός των ομίλων | financement transfrontalier à l'intérieur des groupes |
UN | Διεθνής Διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης | Conférence internationale sur le financement du développement |
UN | Διεθνής Διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης | Réunion intergouvernementale de haut niveau sur le financement du développement |
UN | Διεθνής Διάσκεψη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης | Conférence de Monterrey |
construct., fin. | Διοργανική συμφωνία για τη χρηματοδότηση της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Accord interinstitutionnel relatif au financement de la Convention sur l'avenir de l'Union européenne |
fin. | Διοργανική συμφωνία της 7ης Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία συμπληρώνει τη διοργανική συμφωνία της 6ης Μαΐου 1999 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού | accord interinstitutionnel du 7 novembre 2002 entre le Parlement européen, le Conseil et la Commission sur le financement du Fonds de solidarité de l'Union européenne complétant l'accord interinstitutionnel du 6 mai 1999 sur la discipline budgétaire et l'amélioration de la procédure budgétaire |
fin. | Διοργανική συμφωνία της 7ης Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία συμπληρώνει τη διοργανική συμφωνία της 6ης Μαΐου 1999 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού | accord interinstitutionnel |
fin. | δράση που δεν απαιτεί χρηματοδότηση | action sans implication financière |
econ. | εθνική χρηματοδότηση | financement national |
econ., fin. | ειδική χρηματοδότηση | financement spécialisé |
econ. | εκλογική χρηματοδότηση | financement électoral |
insur. | ελεγχόμενη χρηματοδότηση | système de capitalisation à financement contrôlé |
gen. | ενδεικτική συνολική χρηματοδότηση | enveloppe indicative |
fin. | ενδιάμεση χρηματοδότηση | financement mezzanine |
fin. | ενδιάμεση χρηματοδότηση | financement intermédiaire |
econ. | εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση | financement à très court terme |
fin. | εξωτερική χρηματοδότηση | financement extérieur |
fin. | επιλεξιμότητα προς χρηματοδότηση | éligibilité au financement |
commer., fin. | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007 | Comité pour la mise en oeuvre de la décision établissant un cadre général pour financer les activités communautaires à mener à l'appui de la politique des consommateurs pendant les années 2004 à 2007 |
gen. | Επιτροπή συνεργασίας ΑΚΕ-ΕΚ για τη χρηματοδότηση ανάπτυξης | Comité ACP-CE de coopération pour le financement du développement |
fin. | Επιτροπή συνεργασίας για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης | Comité de coopération pour le financement du développement |
econ., fin. | επιτροπή συνεργασίας για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης | comité de coopération pour le financement du développement |
gen. | Ερευνητικό πρόγραμμα δράσης με από κοινού χρηματοδότηση για την ασφάλεια των αντιδραστήρων 1985-1987 | Programme de recherche à frais partagés 1985-1987 sur la sécurité des réacteurs |
econ. | εσωτερική συμφωνία για τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των ενισχύσεων της Κοινότητας | accord interne relatif au financement et à la gestion des aides de la Communauté |
fin. | εσωτερική χρηματοδότηση | cash flow |
fin. | εσωτερική χρηματοδότηση | autofinancement net |
fin. | εσωτερική χρηματοδότηση | financement par fonds propres |
fin. | εσωτερική χρηματοδότηση | financement interne |
fin. | εσωτερική χρηματοδότηση | autofinancement |
fin. | Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για καθαρές μεταφορές | Mécanisme européen pour des transports propres |
law, agric. | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής | règlement horizontal |
law, agric. | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής | règlement du Parlement européen et du Conseil relatif au financement, à la gestion et au suivi de la politique agricole commune |
fin. | κοινή χρηματοδότηση σχεδίων | des projets financés en commun |
gen. | κοινοτική συμμετοχή στη χρηματοδότηση των ενεργειών | participation communautaire au financement des actions |
fin. | κοινοτική χρηματοδότηση | financement communautaire |
account. | κοινωνικές παροχές με ιδιωτική χρηματοδότηση | prestations d'assurance sociale de régimes privés |
account. | κοινωνικές παροχές προς εργαζομένους χωρίς χρηματοδότηση | prestations d'assurance sociale directes d'employeurs |
fin. | κρατική αντισταθμιστική χρηματοδότηση | financement compensatoire officiel |
fin. | κρατική εξισωτική χρηματοδότηση | financement compensatoire officiel |
insur. | κρατική χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο | financement officiel à taux fixe |
bank., fin. | λιανική χρηματοδότηση | financement de détail par les dépôts |
bank., fin. | λιανική χρηματοδότηση | financement de détail |
insur. | μέθοδος κοστολόγησης συνταξιοδοτικού προγράμματος που βασίζεται σε ελεγχόμενη χρηματοδότηση | financement modulable |
econ. | μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση | financement à long terme |
econ., market. | με βάση τη χρηματοδότηση υπό μορφή εγγυήσεων | sur la base d'un financement avec garantie pure |
fin. | μεικτή χρηματοδότηση | financement mixte |
fin. | μεσομακροπρόθεσμη χρηματοδότηση | financement à terme |
econ. | μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση | financement à moyen terme |
fin. | μεταβατική χρηματοδότηση | financement de transition |
econ. | μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται με συγκεκριμένο σκοπό τη χρηματοδότηση κεφαλαιουχικών δαπανών | transferts destinés spécifiquement à financer des dépenses d'investissement |
insur. | μικτή χρηματοδότηση | financement associé |
econ., fin. | νoμισματική χρηματοδότηση | financement monétaire |
crim.law., fin., polit. | Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005 , σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας | troisième directive anti-blanchiment |
crim.law., fin., polit. | Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005 , σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας | Directive 2005/60/CE du Parlement européen et du Conseil du 26 octobre 2005 relative à la prévention de l'utilisation du système financier aux fins du blanchiment de capitaux et du financement du terrorisme |
fin. | Ομάδα Εργασίας "Μελλοντική Χρηματοδότηση" | Groupe de travail "Financement futur" |
fin., econ. | ομαδική χρηματοδότηση | financement groupé |
fin., econ. | ομαδική χρηματοδότηση | financement commun |
fin., econ. | ομολογιακό δάνειο για τη χρηματοδότηση των έργων | obligation liée à des projets |
fin., econ. | ομολογιακό δάνειο για τη χρηματοδότηση των έργων | obligation destinée à financer des projets |
fin., econ. | ομολογιακό δάνειο για τη χρηματοδότηση των έργων | emprunt obligataire pour le financement de projet |
commer., fin. | πίστωση για τη χρηματοδότηση των αγορών με δόσεις | crédit à tempérament |
fin. | πίστωση για χρηματοδότηση της παραγωγής | crédit à la production |
fin. | πίστωση για χρηματοδότηση της παραγωγής | crédit pour les investissements productifs |
fin., insur. | παράλληλη χρηματοδότηση | garantie partielle |
fin., insur. | παράλληλη χρηματοδότηση | financement parallèle |
gen. | πολυετής χρηματοδότηση | dotation pluriannuelle |
polit., loc.name., fin. | ποσοστό κοινοτικής παρέμβασης για τη χρηματοδότηση των ενεργειών MOΠ | taux d'intervention communautaire pour le financement des actions PIM |
gen. | προγράμματα με από κοινού χρηματοδότηση | programmes à frais partagés |
fin. | προσωρινή χρηματοδότηση | financement intermédiaire |
fin. | προσωρινή χρηματοδότηση | crédit provisoire d'émission |
econ., stat. | προσωρινή χρηματοδότηση | financement provisoire |
fin., econ. | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης | Cadre temporaire pour les aides d'État |
fin., econ. | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης | Cadre communautaire temporaire pour les aides d'État destinées à favoriser l'accès au financement dans le contexte de la crise économique et financière actuelle |
environ. | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του προγράμματος για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη EMEP | Protocole à la Convention sur la pollution atmosphérique transfrontière à longue distance, relatif au financement à long terme du programme concerté de surveillance continue et d'évaluation du transport à longue distance des polluants atmosphériques en Europe EMEP |
fin. | πρόγραμμα για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών | programme de financement des exportations |
busin. | πρόσβαση στη χρηματοδότηση | accès au financement |
fin. | πρόσβαση στην εξωτερική χρηματοδότηση | accès au financement externe |
gen. | πρώτες ύλες προοριζόμενες για χρηματοδότηση συρράξεων | ressource servant à financer des conflits |
gen. | πρώτες ύλες προοριζόμενες για χρηματοδότηση συρράξεων | produit servant à financer des conflits |
econ., fin., transp. | σταυροειδής χρηματοδότηση | financement croisé |
UN | Συμβουλευτική Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για τη Χρηματοδότηση Μέτρων για την Κλιματική Αλλαγή | groupe consultatif de haut niveau sur le financement de la lutte contre le changement climatique |
fin., insur. | συμμετοχή του Κράτους στη χρηματοδότηση των παροχών | participation des pouvoirs publics au financement des prestations |
fin. | συμμετοχική χρηματοδότηση | financement participatif |
fin. | συμμετοχική χρηματοδότηση | crowdfunding |
fin. | συμμετοχική χρηματοδότηση | financement sous forme de prise de participation |
fin. | συμμετοχική χρηματοδότηση | financement de type participatif |
mater.sc. | συμπληρωματική χρηματοδότηση | fonds complémentaires |
econ. | συμπληρωματική χρηματοδότηση | financement complémentaire |
mater.sc. | συμπληρωματική χρηματοδότηση | complément de financement |
transp., avia. | Συμφωνία για την από κοινού χρηματοδότηση ορισμένων υπηρεσιών αεροναυτιλίας στη Γροιλανδία και στις νήσους Φερόε | Accord sur le financement collectif de certains services de navigation aérienne du Groenland et des îles Féroé |
transp., avia. | Συμφωνία για την από κοινού χρηματοδότηση ορισμένων υπηρεσιών αεροναυτιλίας στην Ισλανδία | Accord sur le financement collectif de certains services de navigation aérienne de l'Islande |
R&D. | Συμφωνία για την από κοινού χρηματοδότηση των ωκεάνιων σταθμών του βορείου Ατλαντικού | Accord de financement collectif des stations océaniques de l'Atlantique Nord |
fin. | συμφωνία για την επίσημη χρηματοδότηση εξαγωγικών πιστώσεων | arrangement concernant le financement public des crédits à l'exportation |
econ. | συμψηφιστική χρηματοδότηση | financement compensatoire |
fin. | συνδυασμένη χρηματοδότηση | financement jumelé |
fin. | συνεισφορές για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων | contributions pour le financement des programmes |
fin. | Συνεργασία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης | coopération pour le financement du développement |
fin. | συνολική εγχώρια χρηματοδότηση | crédit global d'origine interne |
fin. | συνολική χρηματοδότηση | dotation financière globale |
fin. | συνολική χρηματοδότηση | crédit global |
fin., econ. | συνολική χρηματοδότηση; σύνολο των πιστώσεων | crédit global |
fin. | συντονισμένη χρηματοδότηση | financement coordonné |
gen. | Σύμβαση για τη σύσταση της EUROFIMA, Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη χρηματοδότηση σιδηροδρομικού υλικού | Convention relative à la constitution d'"Eurofima", Société européenne pour le financement du matériel ferroviaire |
crim.law., fin. | Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας | Convention relative au blanchiment, au dépistage, à la saisie et à la confiscation des produits du crime et au financement du terrorisme |
law | σύμβαση δανείου που έχει ως αντικείμενο τη χρηματοδότηση της πωλήσεως κινητών | contrat de prêt destiné à financer la vente de biens mobiliers corporels |
construct., fin. | Ταμείο για τη χρηματοδότηση της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Fonds destiné au financement de la Convention sur l'avenir de l'Union européenne |
fin. | Ταμείο για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών | Fonds de financement des exportations |
insur. | τελική χρηματοδότηση | financement de fin de carrière |
environ. | τοπική χρηματοδότηση | finances locales |
fin. | Τριμερές Σχέδιο Δράσης για τα έσοδα, τις δαπάνες και τη χρηματοδότηση των χορηγών υπέρ της Παλαιστινιακής Αρχής | Plan d'action tripartite sur les recettes, les dépenses et le financement apporté par les donateurs à l'Autorité palestinienne |
gen. | Τριμερές σχέδιο δράσης για τα έσοδα, τις δαπάνες και τη χρηματοδότηση των χορηγών υπέρ της Παλαιστινιακής Αρχής | Plan d'action tripartite sur les recettes, les dépenses et le financement apporté par les donateurs à l'Autorité palestinienne |
fin. | φθίνουσα χρηματοδότηση | financement régressif |
bank., fin. | χονδρική χρηματοδότηση | financement de marché |
bank., fin. | χονδρική χρηματοδότηση | refinancement interbancaire |
bank., fin. | χονδρική χρηματοδότηση | financement de gros |
econ., fin. | χρηματοδότηση από ίδια κεφάλαια | financement sur fonds propres |
market. | χρηματοδότηση από ίδια κεφάλαια | financement par des fonds propres |
econ., fin. | χρηματοδότηση από ίδια κεφάλαια | financement par émission d'actions |
fin. | χρηματοδότηση από ομάδα τραπεζών | financement concentré |
environ., energ.ind. | χρηματοδότηση από τρίτους | financement par des sociétés tierces |
fin. | χρηματοδότηση από τρίτους | financement par des tiers |
commun. | χρηματοδότηση βιβλιοθήκης | finances de la bibliothèque |
fin. | χρηματοδότηση για απρόοπτα | facilité de financement compensatoire et de financement pour imprévus |
fin. | χρηματοδότηση δημοσίων επιχειρήσεων | financement des entreprises publiques |
fin. | χρηματοδότηση ελλείμματος | financement du déficit |
construct. | χρηματοδότηση εργατικών κατοικιών | financement des logements sociaux |
fin. | χρηματοδότηση μέσω ατομικού δανείου | financer sur prêt individuel |
fin. | χρηματοδότηση μέσω δανεισμού | financement au moyen de la cession de créances |
fin. | χρηματοδότηση μέσω δανεισμού | financement par l'emprunt |
econ., market. | χρηματοδότηση μέσω δανεισμού | financement par emprunt |
fin. | χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια | financement par fonds propres |
fin. | χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια | financement interne |
fin. | χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια | autofinancement net |
fin. | χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια | cash flow |
fin. | χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια | autofinancement |
econ., fin. | χρηματοδότηση με δανειακά κεφάλαια | financement par l'emprunt |
commer., fin., account. | χρηματοδότηση με εκχώρηση τίτλων | affacturage |
fin. | χρηματοδότηση με επισφαλή κεφάλαια | facilité de capital-risque |
fin. | χρηματοδότηση με κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου | financement sur capitaux à risques |
fin. | χρηματοδότηση με κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου | financement en capital-investissement |
fin. | χρηματοδότηση με κεφάλαια κινδύνου | financement sur capitaux à risques |
fin. | χρηματοδότηση με κεφάλαια κινδύνου | financement en capital-investissement |
fin. | χρηματοδότηση με κεφάλαια υψηλού κινδύνου | facilité de capital-risque |
econ., market. | χρηματοδότηση με κυμαινόμενο επιτόκιο σε συνδυασμό με την παροχή εγγυήσεων | financement à taux flottant assorti d'une garantie pure |
fin. | χρηματοδότηση με παροχή ιδίων κεφαλαίων | financement sous forme de prise de participation |
fin. | χρηματοδότηση με παροχή ιδίων κεφαλαίων | financement de type participatif |
fin., econ. | χρηματοδότηση με σταθερούς συντελεστές | financement à taux forfaitaire |
fin., econ. | χρηματοδότηση με σταθερούς συντελεστές | financement forfaitaire |
insur. | χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο | financement à taux fixe |
fin. | χρηματοδότηση μετά από επενδύσεις | financement postérieur des investissements |
fin. | χρηματοδότηση περιθωρίων | financement des marges |
fin. | χρηματοδότηση που έχει εγκριθεί και βρίσκεται στο στάδιο της υπογραφής | projet approuvé en instance de signature |
gen. | χρηματοδότηση προεκλογικής εκστρατείας | financement des campagnes électorales |
law | χρηματοδότηση πωλήσεως με δόσεις | financement d'une vente à tempérament |
relig. | χρηματοδότηση στον τομέα της τέχνης | mécénat dans le domaine artistique |
environ. | χρηματοδότηση ταχείας εκκίνησης | fonds de démarrage rapide |
environ. | χρηματοδότηση ταχείας εκκίνησης | financement à mise en œuvre rapide |
econ., fin. | χρηματοδότηση της αγοράς ακινήτων | financement de l'immobilier |
gen. | Χρηματοδότηση της Ανάπτυξης | financement du développement |
econ. | χρηματοδότηση της βιομηχανίας | financement de l'industrie |
econ. | χρηματοδότηση της βοήθειας | financement de l'aide |
econ. | χρηματοδότηση της ΕΕ | financement de l'UE |
fin. | χρηματοδότηση της επισιτιστικής βοήθειας | financement de l'aide alimentaire |
econ., fin. | χρηματοδότηση της επιχείρησης | financement des sociétés |
econ., fin. | χρηματοδότηση της επιχείρησης | financement des entreprises |
econ. | χρηματοδότηση της επιχείρησης | financement de l'entreprise |
environ. | χρηματοδότηση της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής | financement de la lutte contre le changement climatique |
polit., agric. | χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής | financement de la politique agricole commune |
econ., environ., energ.ind. | χρηματοδότηση της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα | financement de "carbone" |
commun., IT | χρηματοδότηση της μετάδοσης των προγραμμάτων | parrainage sur l'antenne d'émissions |
fin. | χρηματοδότηση της οικονομίας με έλλειμμα στον προϋπολογισμό | financement par le déficit |
fin. | χρηματοδότηση της οικονομίας με έλλειμμα στον προϋπολογισμό | financement par le déficit systématique |
fin. | χρηματοδότηση της οικονομίας με έλλειμμα στον προϋπολογισμό | financement de l'économie par le déficit |
fin. | χρηματοδότηση της οικονομίας με έλλειμμα στον προϋπολογισμό | financement de l'économie par le déficit systématique |
fin. | χρηματοδότηση της οικονομίας με έλλειμμα στον προϋπολογισμό | financement par l'impasse budgétaire |
fin. | χρηματοδότηση της οικονομίας με έλλειμμα στον προϋπολογισμό | financement de l'économie par l'impasse budgétaire |
law | χρηματοδότηση της προώθησης της εμπορικής ταυτότητας | capitalisation de la marque |
law | χρηματοδότηση της προώθησης του διακριτικού τίτλου | capitalisation de la marque |
environ. | χρηματοδότηση του δημοσίου | financement public |
fin. | χρηματοδότηση του εμπορίου | financement du commerce extérieur |
fin. | χρηματοδότηση του εμπορίου | crédits commerciaux |
fin. | χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού | Financement du budget communautaire |
econ. | χρηματοδότηση του προϋπολογισμού | financement du budget |
econ. | χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ | financement du budget de l'UE |
gen. | χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος | financement du régime de pension |
gov. | χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος | financement du régime de pensions |
gen. | χρηματοδότηση του σχεδίου εφαρμογής | financement du projet d'application |
econ. | χρηματοδότηση των εξαγωγών | financement des exportations |
fin. | χρηματοδότηση των εξωτερικών ενισχύσεων | financement des aides extérieures |
insur. | χρηματοδότηση των κοινωνικών επιβαρύνσεων | financement des prestations sociales |
insur. | χρηματοδότηση των κοινωνικών επιβαρύνσεων | financement des charges sociales |
econ. | χρηματοδότηση των κομμάτων | financement des partis |
fin. | χρηματοδότηση υπό μορφή συμμετοχής στο κεφάλαιο | financement sous forme de prise de participation |
fin. | χρηματοδότηση υπό μορφή συμμετοχής στο κεφάλαιο | financement de type participatif |
fin. | χρηματοδότηση χρέους με νομισματικά μέσα | financement monétaire de la dette |
fin. | χρηματοδότηση χωρίς δικαίωμα αναγωγής | financement à forfait |
fin. | χρηματοδότηση χωρίς δικαίωμα αναγωγής | financement sans recours |
fin. | χρονικό διάστημα που καλύπτει η χρηματοδότηση | période d'intervention |