Greek | French |
έλκος του στομάχου προκληθέν από το κρύο | ulcère gastrique provoqué par le froid |
έμβρυο το οποίο υπέστη αγωγή μόνο με το διαλύτη | embryon traité uniquement avec le solvant |
ένωση που χορηγείται από το στόμα | composé destiné à être administré par voie orale |
έξοδος από το νοσοκομείο | sortie de l'hôpital |
αίσθημα κατά το οποίο νομίζει κανείς ότι έχει ακούσει ή αντιληφθεί κάτι προηγούμενα | sentiment du déjà-vu |
αιχμή για το σφράγισμα του οδοντικού πόρου | pointe pour l'obturation du canal dentaire |
αλλεργιογόνο λαμβανόμενο από το στόμα | allergène introduit par ingestion |
ανάστημα μικρότερο από το μέσο ύψος | hypomésosome |
αναστόμωση ειλεού με το ορθό | iléo-rectostomie |
αναστόμωση ειλεού με το ορθό | iléo-proctostomie |
ανοσοποίηση από το στόμα | immunisation par voie orale |
αντιδιαβητικά από το στόμα | antidiabétiques oraux |
απορρόφηση από το δέρμα | absorption percutanée |
απορρόφηση από το δέρμα | absorption cutanée |
απορρόφησις της φυματίνης κάτω από το σώμα του ασθενή από τις δικές του φυματιώδεις εστίες | drainage des foyers tuberculeux |
απουσία νόμου ιδιοκτησίας σχετικά με το έμβρυο | absence de droit de propriété sur l'embryon |
απόξεση με το χέρι | curettage manuel |
απόξεση με το χέρι | curetage manuel |
απόστημα μαστού κατά το θηλασμό | abcès du sein allaitant |
απώλεια επαφής με το περιβάλλον και κάθε πραγματικό | perte de contact avec la réalité |
απώλεια επαφής με το περιβάλλον και κάθε πραγματικό | déréalisation |
αρνητικός δότης για το αντιγόνο | donneur négatif pour l'antigène |
αυτός που μοιάζει με το επινεφρίδιο | ressemblant à la surrénale |
αφαίρεση λίθου από το ήπαρ ή τις χοληφόρες οδούς | extraction de calculs intra-hépatiques |
αψίνθιο το κοινό | armoise (Artemisia vulgaris) |
βαθύ αποχωρητήριο το οποίο με τη βοήθεια τρυπανιού έχει φτάσει σε υπόγειο νερό | latrines forées |
βακιλλαιμία,ανάπτυξις βακίλλων εις το αίμα | bactériémie |
βακιλλαιμία,ανάπτυξις βακίλλων εις το αίμα | bacillémie |
βακτηρίδια που αφαιρούν το άζωτο από τα νιτρικά άλατα | bactéries dénitrifiantes |
βερνίκι για το εσωτερικό τοίχωμα της κοιλότητος | vernis pour fond de cavité |
γύρω από το αυτικό πτερύγιο | périauriculaire |
γύρω από το αυτικό πτερύγιο | autour du pavillon de l'oreille |
δίκτυο του πυρηνοπλάσματος,σε αντίθεση με το υγρό στοιχείο,την καρυολύμφη | réseau chromatinien |
δερμάτινος νάρθηξ τοποθετούμενος εις το ύψος της πυέλου | sangle pelvienne |
δηλητηρίασις από το κροτωνέλαιο | intoxication par le croton |
διάταξη που φέρει το αμάγαλμα | porte-amalgame |
διαβήτης κατά τον οποίο το αποβαλλόμενο σάκχαρο είναι ο ινοσίτης | inositolurie (diabetes inositus) |
διανοητική καθυστέρηση συνδεόμενη με το χρωμόσωμα X | retard mental lié au chromosome X |
Διεθνής Ομάδα Ερεύνης για το Σ.Ε.Α.Α. | groupe international HIVAC |
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος | berceau |
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος | bassinet |
διπλή τερατομορφία κατά την οποία το παράσιτο είναι προσκολλημένο επί του οστού της κάτω γνάθου | hypognathe |
δισκία με βάση το iodobéhénate του ασβεστίου και του σιδήρου | comprimés à base d'iodobéhénate de calcium et de fer |
δισκίο με βάση το iodobenzylate d'hexaméthylènetètramine | comprimé à base d'iodobenzylate d'hexaméthylènetétramine |
διόγκωση υπό το βλέφαρο | tuméfaction sous-palpébrale |
δοκιμή για το ανώτατο όριο | essai limite supérieur |
δοκιμασία με το νικοτινικό οξύ του Konno | épreuve à la niacine de Konno |
Δράσεις σχετικές με τον ιό HIV και το AIDS στις αναπτυσσόμενες χώρες | Actions dans le domaine du VIH/sida dans les pays en développement |
δόντι με άξονα κατά το σύστημα Richmond | dent à pivot Richmond |
εγκαρσία προβολή της κεφαλής του εμβρύου εις το κέντρον της πυέλου | position transverse au niveau de la partie large de l'excavation |
εγκεφαλικό σκέλος από το μέσο εγκεφαλικό κυστίδιο | pédoncule de la vésicule cérébrale |
εθισμός προς το όπιο | thébaïsme |
εθισμός προς το όπιο | opiumisme |
εθισμός προς το όπιο | opiomanie |
εκρίζωση με το δάκτυλο | curage |
εμβολιασμός από το βλεννογόνο | vaccination par voie muqueuse |
εμβολιασμός με λήψη του ανοσοποιητικού μέσου από το στόμα | vaccination orale |
εμβρυικός ιστός από τον οποίον αναπτύσσεται το Γασσέρειο γάγγλιο | ébauche du ganglion semi-lunaire (crista trigeminalis) |
εξάρτηση από το όπιο | opiomanie |
εξαρτημένοι από το όπιο | opiomanes |
επέμβαση του Schloffer για το άνοιγμα του σκληρού χιτώνος μέσα από τον οποίο εισέρχεται το οπτικό νεύρο | opération du canal du nerf optique de Schloffer |
επίκτητη νόσος λόγω επαφής με το οικογενειακό περιβάλλον | maladie acquise par contact familial |
επιβεβλημένο από το νόμο διάλειμμα εργασίας | pause prescrite par la loi |
εργαλείο για το άνοιγμα του στόματος | ouvre-bouche |
εργαλείο για το κόψιμο της ουράς | coupe-queue |
ευθύνη του παρασκευαστή που απορρέει από το κοινό δίκαιο | responsabilité de droit commun du fabricant |
ζεύγος οινοπνευματικών θερμομέτρων,το ένα με ξηρό βολβό και το άλλο με υγρό βολβό | catathermomètre de Hill |
ζεύγος οινοπνευματικών θερμομέτρων,το ένα με ξηρό βολβό και το άλλο με υγρό βολβό | catathermomètre |
η γεννητική ταινία και το νεφροτόμιο | gono-néphrotome |
ημιανοψία κατά το οριζόντιο επίπεδο | hémi-anopsie horizontale |
ημισεληνοειδής οστικός σχηματισμός κατά το άνω τμήμα του μέσου πλαγίου συνδέσμου του γόνατος κατόπιν τραυματισμού | maladie de Koehler |
θεραπεία έλξεως βάρους υπό το ύδωρ | élongation sous l'eau |
θεραπεία με ενέσεις ορμονών αναμεμιγμένων με το αίμα του ασθενούς | autohémo-hormonothérapie |
ιδιότητα του να ενοφθαλμίζεται ή εμβολιάζεται ή μεταδίδεται το ενοφθαλμίσιμο | aptitude à la vaccination |
κήλη της οποίας το περιεχόμενο συμφύεται με τον σάκκο | hernie "sèche" |
καθετήρ στομάχου καταλήγων εις μπαλλόνι εις το κορυφαίον άκρον | film en forme de ballon |
καθετήρας προσηλωμένος υπό το δέρμα | port-à-cath |
καθορισμός του κατά λεπτό όγκου του αίματος,χρησιμοποιούμενοι,αέριο ξένο προς το ανθρώπινο σώμα | méthode de débitmétrie utilisant un gaz étranger au corps humain |
καρδία,το καρδιακόν στόμιον του στομάχου | cardia |
καταιονισμός υπό το νερό | douche "sub aqua" |
καταμέτρησις του οπτικού πεδίου με το πεδιόμετρο | campimétrie |
κληρονομικότης ανεπαρκώς συνδεδεμένη με το σεξ | hérédité incomplètement liée au sexe |
κληρονομικότης προερχόμενη από το σεξ | hérédité liée au sexe |
κληρονομικότης συνδεδεμένη με το φύλο | hérédité liée au sexe |
κλόνος εις το σημείο της καθόδου κατά την διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος | tétanos à l'ouverture du pôle négatif |
κνισμώδης δερματίτις που ακολουθεί το λουτρόν | dermatite par larves de cercaires |
κοιλόσωμα γαστροσχισία,συγγενής δυσμορφία,καθ'ην το υπογάστριον παραμένει ανοικτόν | fente abdominale |
κυκλοτερική οδοντωτή γραμμή που παριστάνει το όριο μεταξύ οπτικής και μη οπτικής μοίρας | ora serrata |
κόμη,το τριχωτόν της κεφαλής | cheveux |
κόμη,το τριχωτόν της κεφαλής | chevelure |
λήψη από το λαιμό | prélèvement de gorge |
λαβίδα για το τράβηγμα της γλώσσας | pince tire-langue |
λαβίς για το άνω στόμιο της πυέλου | forceps pour le détroit supérieur |
λαβίς για το άνω στόμιο της πυέλου | forceps au détroit supérieur |
μάζα του μεσοδέρματος κατά το κεφαλικό άκρο της νωτιαίας χορδής του εμβρύου,που εξελίσσεται σε κρανίο | voûte membraneuse du crâne |
μάζα του μεσοδέρματος κατά το κεφαλικό άκρο της νωτιαίας χορδής του εμβρύου,που εξελίσσεται σε κρανίο | crâne membraneux |
μακρογλωσσία κατά το ένα ημιμόριο της γλώσσας | hémimacroglossie |
μανία του βρίσκεται κανείς μακριά από το σπίτι του | manie du vagabondage |
μελέτη τοξικότητας με επανειλημμένη χορήγηση από το στόμα | étude par administration orale répétée |
μελέτη υποχρόνιας τοξικότητας ουσιών που λαμβάνονται από το στόμα | essai de toxicité subchronique par voie orale |
μεσοθήλιο του μέσου βλαστικού δέρματος,που υπαλείφει το τοίχωμα της σωματική κοιλότητας του εμβρύου | mésothélium coelomique |
μετά το γεύμα | après les rapports sexuels |
μετά το γεύμα | après le repas |
μετατόπισις των οστών του σκέλους κατά το γόνατο ακολουθούμενη από αγκύλωση | déplacement en baionnette |
μυέλωμα που προσβάλλει το ήπαρ | hépatomyélome |
μόλυνση από το μύκητα Algae | algose |
νευρική αδυναμία που προσβάλλει το ένα ημιμόριο του σώματος | hémineurasthénie |
νευρικό κέντρο που συνδέει το κεντρομόλο με το φυγόκεντρο νεύρο του νευρικού τόξου | pièce intermédiaire |
νόσημα συνδεόμενο με το φυλετικό χρωμόσωμα | maladie liée au chromosome sexuel |
νόσος που προκαλείται από το ηλιακό φως | héliopathie |
ο ειλεός και το τυφλό έντερο θεωρούμενα ως ενιαίο όργανο | iléo-caecum |
ο καρδιακός μυς αφαιρεί το 75% του Ο2 της στεφανιαίας κυκλοφορίας | le myocardemuscle cardiaqueretire 75% de l'O2 de la circulation coronarienne |
οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν | instructions données par le médecin au personnel soignant |
ολοκληρωμένη βάση δεδομένων σχετικά με το γονιδίωμα | banque de données intégrée sur le génome |
ομοιότητα προς το ασβέστιο | affinité pour le calcium |
ομώνυμη ημιανοψία κατά την οποία το έλλειμμα των δύο οπτικών πεδίων δεν είναι συμμετρικό | hémi-anopsie incongruente |
ομώνυμη ημιανοψία κατά την οποία το έλλειμμα των δύο οπτικών πεδίων είναι συμμετρικό και ταυτόσημο | hémi-anopsie congruente |
ορμονικές πληροφορίες προς το μητρικό οργανισμό | information hormonale envoyée dans l'organisme maternel |
ουσίες που παρουσιάζουν απώλειες μέσω αφρισμού από το διάλυμα ελέγχου | substance éliminée par moussage de la solution d'essai |
παρκινσωνισμός κατά το ένα ημιμόριο του σώματος | syndrome hémiparkinsonien |
παρουσία ασβεστίου εις το εγκεφαλονωτιαίον υγρόν | calcirachie |
παχυσαρκία κατά το ένα ημιμόριο του σώματος | obésité unilatérale |
που ακούει καλύτερα με το δεξιό αυτί | de l'oreille droite |
που προσηλώνει το ασβέστιο στους ιστούς | tissu calcaffine |
προϊόν για το σφράγισμα των δοντιών | produit d'obturation dentaire |
πρόσληψη χημικών ουσιών από το δέρμα | absorption dermique des produits chimiques |
πρόσληψις του βακτηριδίου από το ιστοκύτταρο | bactériopexie |
πρόωρη εξαγωγή από το νοσοκομείο | licenciement anticipé |
πρόωρη εξαγωγή από το νοσοκομείο | décharge anticipée |
πυελόμετρο για το κάτω στόμιο της πυέλου | pelvimètre pour le détroit inférieur |
πυριτίασις των εργαζομένων το ανθρακοπυρίτιον ή καρβορούνδιον | silicose des travailleurs du carborundum |
πόνος σε όλο το σώμα | douleur généralisée (pantalgia) |
πύελος έχουσα μίαν ή περισσοτέρας διαμέτρους ηλαττωμένας κατά το μέγεθος | bassin rétréci |
ρίγος προκαλούμενο από το ψύχος | frisson provoqué par le froid |
σαρκώδης ή λιπώδης πτυχή κάτω από το γένειο | double menton |
σπασμός από το παραπληρωματικό νεύρο | spasme du nerf accessoire |
σπασμός που προσβάλλει τον καρπό και το πόδι | spasme carpo-pédal |
στηθολαλιά που χαρακτηρίζει το σπήλαιο | pectoriloquie |
στηθολαλιά που χαρακτηρίζει το σπήλαιο | souffle caverneux |
στόμιον από το οποίον διέρχεται η υαλοειδής αρτηρία του εμβρύου | canal de Stilling |
στόμιον από το οποίον διέρχεται η υαλοειδής αρτηρία του εμβρύου | canal hyaloidien |
στόμιον από το οποίον διέρχεται η υαλοειδής αρτηρία του εμβρύου | canal de Cloquet |
συνεργός παράγων με συμπλήρωμα με το μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα | fraction postmitochondriale enrichie en cofacteurs |
συνεργός παράγων με συμπλήρωμα με το μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα | fraction postmitochondriale supplée de cofacteurs |
συνεργός παράγων με συμπλήρωμα με το μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα | fraction post-mitochondriale supplée de cofacteurs |
συνοστέωσις του άτλαντα με το ινιακό οστούν | assimilation de l'atlas |
συρίγγιο από το μεγάλο χείλος του αιδοίου προς το ορθό | fistule recto-vulvaire |
συρίγγιο από το μεγάλο χείλος του αιδοίου προς το ορθό | fistule entre le rectum et une grande lèvre |
συρίγγιο που οφείλεται σε τρίχα που αναπτύσσεται κάτω από το δέρμα | fistule pilonidale |
συριγγώδης πόρος του νεκρωμένου οστού που αποβάλλει το απόλυμα | cloaque |
συστολή του μυός κατά το σημείο της καθόδου με την διάνοιξη του ηλεκτρικού ρεύματος | contraction à la fermeture du pôle négatif |
συστολή του μυός κατά το σημείο της καθόδου με την διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος | contraction à l'ouverture du pôle négatif |
σφηνόκαλον το φαρμακευτικό | cevadille (Schoenocaulon officinale) |
Σχέδιο δράσης σχετικά με το πρόγραμμα "Η Ευρώπη κατά του ΑIDS" 1991-1993 | Plan d'action dans le cadre du programme 1991-1993 "L'Europe contre le SIDA" |
σχετικός με το αρθρικό υγρό | synovial (synovialis) |
σχετικός με το συμπαθητικό σύστημα | sympathique (sympaticus) |
σωλήνας για το στόμα | canule buccale |
σύμπλεγμα σχετιζόμενο με το Aids | complexe lié au sida |
σύμπλοκο σχετιζόμενο με το ΑΙDS | para-SIDA |
σύμπτωμα από το αυτόνομο νευρικό σύστημα | symptôme de type végétatif |
σύνδρομο το οποίο χαρακτηρίζει ετερόπλευρη βλάβη του νωτιαίου μυελού | syndrome unilatéral |
ταινία από το επιθήλιο του χείλους της γνάθου,από το οποίο πλάσσονται τα όργανα της αδαμαντίνης | lame dentaire |
τμήμα του εντέρου το οποίο περιέχει το εγκολεασθέν τμήμα | intussuscipiens |
τμήμα του εντέρου το οποίο περιέχει το εγκολεασθέν τμήμα | intestin invaginant |
το έδαφος της 4ης κοιλίας του εγκεφάλου | triangle protuberantiel du plancher du quatrième ventriculaire |
το έδαφος της 4ης κοιλίας του εγκεφάλου | lobe intermédiaire de l'hypophyse |
το έδαφος της 4ης κοιλίας του εγκεφάλου | intermédiaire du plancher du quatrième ventriculaire |
το έμβρυο έχει νομικά δικαιώματα | l'embryon est sujet de droits |
το έμμονο | immanence |
το αποτέλεσμα το οποίον εγκαταλείπεται επί του νευρικού ιστού διά της διόδο υ του ερεθίσματος | désinhibition d'une voie nerveuse |
το βασικό τμήμα του ινιακού οστού | apophyse basilaire de l'occipital |
το γένος Alkaligenes | alcaligènes |
"το γόνυ των μεταλλορύχων" | méniscite des mineurs |
το δείγμα του αίματος λαμβάνεται με άδειο στομάχι από τη φλέβα | le sang est recueilli à jeun par ponction veineuse |
το δεξιό ή το αριστερό μισό της καρδιάς | hémicardie |
το δικαίωμα του άρρωστου ν'αποφασίσει για την υγεία του | droit de décision |
το εγώ | moi |
το εκ λιπώδους χαλαρού συνδετικού ιστού στρώμα του επιπολής περιτονίας του υπογαστρίου | aponévrose de Camper |
το εκείνο | ide |
το ευεπηρέαστο | impressionabilité |
το θρεπτικό υλικό της καλλιέργειας σε ελαϊκό οξύ και λευκωματίνη | milieu de culture à l'acide oléique et à l'albumine |
το θρεπτικό υλικό της καλλιέργειας του Petroff | milieu de culture de Petroff |
το θρεπτικό υλικό της καλλιέργειας του Petruschky | milieu de culture de Petruschky |
το θρεπτικό υλικό της καλλιέργειας του Petragnani | milieu de culture de Petragnani |
το θρεπτικό υλικό της καλλιέργειας των Kiktenko-Melnikova | milieu de culture de Kiktenko-Melnikova |
το Ιγμόρειο άντρο | fistule bucco-sinusienne |
το μέρος της νευρολογίας το οποίο ασχολείται με τις νευρικές οδούς | hodologie |
το μέσον του πρόσθιου χείλους του ινιακού τμήματος | basion |
το μεταξύ βλαστιδίου και γαστριδίου στάδιο του γονιμοποιηθέντος ωαρίου | depula |
το μεταξύ των παροξυσμών | interparoxysmique |
το μεταξύ των παροξυσμών | entre deux paroxysmes |
το μισό ενός διπλού νεφρού | moitié d'un rein double |
το πέριξ της ίριδας τμήμα | collerette de l'iris |
το CO παρεμποδίζει τη μεταφορά Ο2 διότι δημιουργεί ισχυρό δεσμό με την αιμοσφαιρίνη | le CO bloque le transport de O2 parce qu'il est intimement lié à l'hémoglobine |
το σημείο του εμβρύου όπου εμφανίζεται η πρώτη διαφοροποίηση | matériel génétique |
το σημείο του εμβρύου όπου εμφανίζεται η πρώτη διαφοροποίηση | matériel génique |
το σύνδρομο του κακοποιημένου παιδίου | syndrome des enfants maltraités |
το σύνδρομο του κακοποιημένου παιδίου | syndrome des enfants martyrs |
το σύνδρομο του κακοποιημένου παιδίου | syndrome des enfants battus |
το σύνδρομον του κακοποιημένου παιδίου | syndrome d'enfant maltraité |
το τετράδυμο,η γέφυρα και ο προμήκης θεωρούμενα ως ενιαίο σύνολο | tronc cérébral |
το τετράδυμο,η γέφυρα και ο προμήκης θεωρούμενα ως ενιαίο σύνολο | hypencephalon |
το τετράδυμο,η γέφυρα και ο προμήκης θεωρούμενα ως ενιαίο σύνολο | cervelet embryonnaire |
το τρίξιμο καινούργιου δέρματος | bruit de cuir neuf |
το τυφλό μαζί με το ανιόν και μέρος του εγκαρσίου κόλου θεωρούμενα ως ενιαίο σύνολο | segment caeco-colique |
το χλωριούχο πολυβινύλιο επάγει αγγειοσαρκώματα-καρκίνο των ενδοθηλιακών ιστών | le chlorure de polyvinyle provoque des angiosarcomes - cancer endothédial |
το ύψος της ινιοβρεγματικής μοίρας του κρανίου | diamètre basilo-bregmatique |
τοίχωμα του λεμφικού περιτριχοειδούς που περιβάλλει το αιμοφόρο τριχοειδές | gaine péricapillaire |
τρήμα του κρανίου από το οποίο διέρχεται αναστομωτικό φλέβιο | trous crâniens des veines émissaires |
τρήμα υπό την αραχνοειδή μήνιγγα από το οποίον διέρχεται η μεγάλη φλέψ του εγκεφάλου | espace arachnoidien |
τρήμα υπό την αραχνοειδή μήνιγγα από το οποίον διέρχεται η μεγάλη φλέψ του εγκεφάλου | canal arachnoidien |
τρίχες κατά το έξω στόμιο του έξω ακουστικού πόρου | poils du tragus (barbula hirci) |
τσιμέντο για το σφράγισμα των δοντιών | ciment dentaire |
τσιμπίδα για το βαμβάκι | pince porte-coton |
τσιμπίδα για το βαμβάκι | pince porte-compresse |
υπέρ το δέον ανάπτυξη ιστού στην προσπάθειά του προς επανόρθωση | hamartoplasie |
υπερμετρία κατά το ένα ημιμόριο του σώματος | hypermétrie unilatérale |
υποθερμία κατά το ένα ημιμόριο του σώματος | hypothermie unilatérale |
υστεροπηξία με μεταλλικούς συνδέσμους που διέρχονται από το κοιλιακό τοίχωμα και γύρω από την μήτρα | hystéropexie abdominale par fils métalliques |
φαρμακευτικό προϊόν με βάση το ανθρώπινο αίμα | médicament dérivé du sang humain |
φλεβώδες πλέγμα παρά το έξω στόμιο του κολεού | plexus veineux vaginal |
φλεβώδες πλέγμα παρά το έξω στόμιο του κολεού | plexus vaginal |
χλαμυδιακή λοίμωξη, εκτός από το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα | infection à Chlamydia, sauf LGV |
χρήση πλακούντα σε παρασκευάσματα για το δέρμα | placenta utilisé en dermopharmacie |
χρήστες που παίρνουν ναρκωτικά από το στόμα | consommateurs de drogues administrées par voie orale |
ψαλίδι για το σμάλτο των δοντιών | ciseau à émail |
όργανο για το σφράγισμα των δοντιών | instrument pour plombages |
όργανο για το σφράγισμα των δοντιών με χρυσό | instrument à aurifier les dents |
όργανο χρησιμοποιούμενο από τους οπτικούς για την καταμέτρηση του μετώπου για να προσδιορίσουν το κατάλληλο εύρος του σκελετού των γυαλιών | compas d'écartement d'opticien |
όρια αντοχής εις το οργανικόν στρες | marge d'adaptation à l'effort |