DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing τοπική | all forms
GreekFrench
αποδάσωση σε τοπική κλίμακαdéboisement à l'échelle locale
αρχή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχήmunicipalité
αρχή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχήcommune
τοπική ανάπτυξηdéveloppement local
τοπική αναδάσωσηboisement
τοπική αναψυχήloisirs locaux
τοπική αρχήmunicipalité
τοπική αυτοδιοίκησηcollectivité locale
τοπική αυτοδιοίκησηadministration territoriale
τοπική δάσωσηreboisement à l'échelle locale
τοπική δάσωσηreboisement
τοπική εκπομπήémission locale
τοπική ελευθερίαzone exempte
τοπική κυκλοφορία τροχοφόρωνtrafic local
τοπική κυκλοφορία τροχοφόρωνtrafic à courte distance
τοπική κυκλοφορίαtrafic local
τοπική μετεωρολογική πρόβλεψηprévision météorologique locale
τοπική παροχή θέρμανσηςfourniture locale de chaleur
τοπική πηγήsource locale
τοπική συγκοινωνίαtrafic voyageurs à courte distance
τοπική συγκοινωνία/τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησηςtrafic voyageurs à courte distance
τοπική σύνδεση υπονόμωνégout de raccordement
τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησηςtrafic voyageurs à courte distance
τοπική χρηματοδότησηfinances locales