DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing τελική | all forms
GreekFrench
τελική έκθεση ελεγχθείσας υπόθεσηςrapport d' enquête final
τελική διακήρυξηdéclaration finale
τελική διανομήdernière répartition
τελική εξέταση μαθητείαςexamen de fin d'apprentissage
τελική κατανάλωση νοικοκυριώνconsommation privée
τελική κατανάλωση νοικοκυριώνconsommation finale des ménages
τελική κατανάλωση νοικοκυριώνconsommation des ménages
τελική κατανάλωση των νοικοκυριώνconsommation finale des ménages
τελική κατανάλωση των νοικοκυριώνconsommation privée
τελική κατανάλωση των νοικοκυριώνconsommation des ménages
τελική περίοδοςpériode finale
Τελική Πράξη που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Γύρου της ΟυρουγουάηςActe final reprenant les résultats des négociations commerciales multilatérales du Cycle d'Uruguay
Τελική Πράξη που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Γύρου της ΟυρουγουάηςActe final de Marrakech
Τελική Πράξη σχετικά με: Συμφωνία για την οικονομική εταιρική σχέση, τον πολιτικό συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού αφετέρου, και β) την ενδιάμεση συμφωνία για το εμπόριο και τα συναφή θέματα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού, αφετέρουActe final de: - l'accord de partenariat économique, de coordination politique et de coopération entre la Communauté européenne et ses Etats membres, d'une part, et les États-Unis mexicains, d'autre part, - l'accord intérimaire sur le commerce et les mesures d'accompagnement entre la Communauté européenne, d'une part, et les États-Unis mexicains, d'autre part
Τελική Πράξη της Συμφωνίας για τη σύσταση Ευρωπαϊκού ΙδρύματοςActe final de l'Accord instituant une Fondation européenne
τελική πράξη του ΕλσίνκιActe final d'Helsinki
τελική συζήτησηdiscussion finale
τελική χρήση και κατανάλωσηutilisation et consommation finales