Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
containing
τίτλος παραστατικός τίτλος
|
all forms
|
in specified order only
Subject
Greek
French
fin.
απαίτηση για την οποία υπάρχει παραστατικός τίτλος
créance représentée par un titre
gen.
απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, είτε υπάρχει γι'αυτές παραστατικός τίτλος είτε όχι
créances, représentées ou non par un titre, sur des entreprises liées
econ., fin.
παραστατικός τίτλος του εταιρικού κεφαλαίου
titre représentatif du capital social
fin.
τίτλος παραστατικός μετοχών πιστοποιητικό που αντιπροσωπεύει μετοχές
certificat représentatif d'actions
fin.
τίτλος παραστατικός τίτλος
titre
fin.
τίτλος παραστατικός τίτλος
certificat
Get short URL