DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing σύνθετο | all forms
GreekFrench
αυτοενισχυόμενο σύνθετο υλικόcomposite autorenforcé
ερπυσμός σε ελεγχόμενο σύνθετο περιβάλλονfluage en atmosphères complexes contrôlées
σύνθετο ακροφύσιοbuse démontable
σύνθετο σύρμα ψεκασμούfil composite
σύνθετο υλικό γραφίτη-εποξειδικών υλώνcomposite graphite-époxyde
τόρνευση σπειρωμάτων με σύνθετο εργαλείο μετακινούμενο μέσω καθοδηγητικής ατράκτουfiletage au peigne
τόρνευση σπειρωμάτων με σύνθετο εργαλείο μετακινούμενο μέσω καθοδηγητικής διάταξηςfiletage à la patronne