DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing σύνθετο | all forms
GreekFrench
πτερύγιο από σύνθετο υλικόpale composite
πτερύγιο στροφείου από πολύφυλλο σύνθετο υλικόpale en stratifié
σύνθετο αεροσκάφοςavion combiné
σύνθετο αεροσκάφος με μηχανική μετάδοση κίνησηςavion combiné à entraînement mécanique
σύνθετο αεροσκάφος με στροβιλοκινητήρα άνωσηςavion combiné à réacteur de sustentation
σύνθετο αεροσκάφος με στροβιλοφυσητήρα άνωσης στην πτέρυγαavion combiné à turbo-soufflerie noyée dans la voilure
σύνθετο ελικόπτεροhélicoptère combiné
σύνθετο ελικόπτερο με αργό στροφείοhélicoptère combiné à rotor ralenti
σύνθετο ελικόπτερο με βοηθητική ώσηhélicoptère combiné à poussée auxiliaire
σύνθετο ελικόπτερο με τηλεσκοπικό στροφείοhélicoptère combiné à rotor télescopique
σύνθετο ελικόπτερο με ωστική έλικαcombiné à hélice propulsive
σύνθετο πτερύγιοpale composite
σύνθετο σφάλμα γυροσκοπίουerreur résiduelle
σύνθετο σφάλμα γυροσκοπίουerreur aléatoire
σύνθετο σχέδιο πτήσεωςplan de vol composite
σύνθετο σύστημα πεδήσεωςsystème de freinage combiné
σύνθετο σώτροjante en plusieurs pièces
σύνθετο υλικόmatériau composite