DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing στοιχείο | all forms
GreekFrench
αμφίβολης ποιότητας στοιχείο ενεργητικούactif douteux
αποδεκτό περιουσιακό στοιχείοactif éligible
αποδεκτό περιουσιακό στοιχείοactif admissible
ασφαλές περιουσιακό στοιχείοactif sûr
διαχωρισθέν περιουσιακό στοιχείοactif transféré dans le canton
διαχωρισθέν περιουσιακό στοιχείοactif cantonné
μη μεταβιβάσιμο στοιχείο ενεργητικούcréance non transmissible
μη ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείοactif non liquide
μη ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείοactif illiquide
μη ρευστοποιήσιμο στοιχείο ενεργητικούactif non liquide
μη ρευστοποιήσιμο στοιχείο ενεργητικούactif illiquide
περιουσιακό στοιχείο της αλλοδαπήςavoir sur l'étranger
ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείοélément d'actif réalisable
σταθερό στοιχείο των αποδοχώνélément stable de la rémunération
στοιχείο δωρεάς; χαριστικό στοιχείοélément don
στοιχείο δωρεάς; χαριστικό στοιχείοélément de libéralité
στοιχείο που μπορεί να θεωρηθεί ανταπόδοση από το μέρος του δικαιούχουcontre-prestation non simultanée de la part du bénéficiaire
στοιχείο της δειγματοληψίαςélément pour le sondage
στοιχείο της δειγματοληψίαςélément de l'échantillon
στοιχείο της δειγματοληψίαςunité de sondage
στοιχείο του δείγματοςélément de l'échantillon
στοιχείο του δείγματοςélément pour le sondage
στοιχείο του δείγματοςunité de sondage
στοιχείο του κόστουςélément du prix de revient
στοιχείο του κόστουςélément de coût
συγκεκριμένο αντισταθμιστικό στοιχείοélément concret de contrepartie
το στοιχείο που προορίζεται να εξασφαλίσει την προστασία της μεταποιητικής βιομηχανίαςl'élément destiné à assurer la protection de l'industrie de transformation
τραπεζικό στοιχείοactif bancaire
χημικό στοιχείοélément chimique
χρηματοοικονομικό στοιχείο του ενεργητικούavoir financier