Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Law
containing
στοιχείο
|
all forms
Greek
French
άυλο πάγιο
στοιχείο
avoirs incorporels
άυλο πάγιο
στοιχείο
immobilisations incorporelles
άυλο πάγιο
στοιχείο
actifs incorporels
αντικειμενικό νομικό
στοιχείο
élément objectif de droit
αποδεικτικό
στοιχείο
élément de preuve
αποδεικτικό
στοιχείο
preuve
αποδεικτικό
στοιχείο
moyen de preuve
αποδεικτικό
στοιχείο
preuve en justice
αυτοτελές τμήμα' δομοστοιχείο' δομικό
στοιχείο
' δομική ενότητα
module
ενσώματο πάγιο
στοιχείο
immobilisation corporelle
ενσώματο πάγιο
στοιχείο
του ενεργητικού
immobilisation corporelle
ικανό
στοιχείο
élément capable
κατασκευαστικό
στοιχείο
, στοιχείο κατασκευής
élément de construction
κτηματολογικό
στοιχείο
éléments cadastraux
κτηματολογικό
στοιχείο
données cadastrales
μακροσκελές
στοιχείο
και έγγραφο
pièce ou document volumineux
νομικό και πραγματικό
στοιχείο
élément de droit et de fait
νομικό
στοιχείο
élément de droit
νομικό
στοιχείο
question de droit
νομικό
στοιχείο
point de droit
ονομαστικό
στοιχείο
données nominatives
παραχορητικό
στοιχείο
élément de libéralité
παραχορητικό
στοιχείο
élément don
παραχορητικό
στοιχείο
élément concessionnel
περιουσιακό
στοιχείο
σε συνάλλαγμα
avoir de change
πραγματικό ζήτημα' πραγματικό
στοιχείο
question de fait
πραγματικό ζήτημα' πραγματικό
στοιχείο
élément de fait
πραγματικό ζήτημα' πραγματικό
στοιχείο
point de fait
προσκομιζόμενο
στοιχείο
pièce déposée
στοιχείο
αλλοδαπότητας
élément d'extranéité
στοιχείο
ανασφάλειας
élément d'insécurité
στοιχείο
που έχει σχέση με την υπόθεση
pièce relative à l'affaire
στοιχείο
που αποδεικνύει την ύπαρξη νομικού προσώπου
preuve de l'existence juridique
στοιχείο
που αποδεικνύει την ύπαρξη του νομικού προσώπου
preuve de l'existence juridique d'une personne morale
στοιχείο
πραγμάτωσης
fait constitutif
στοιχείο
προς στήριξη της αιτήσεως
pièce invoquée à l'appui de la demande
στοιχείο
της παραγωγικής διαδικασίας
élément de travail
συνδετικό
στοιχείο
point de rattachement
συνημμένο
στοιχείο
και έγγραφο
pièce et document annexés
συστατικό
στοιχείο
μιας συμβάσεως
partie intégrante
φορολογικό
στοιχείο
document fiscal
φορολογικό
στοιχείο
pièce fiscale
φορολογικό
στοιχείο
biais fiscal
Get short URL