DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing στοιχείο | all forms
GreekFrench
ακραίο στοιχείοplaque d'about
δομικό στοιχείοélément de bâtiment
δομικό στοιχείοcomposant
ισοπαραμετρικό στοιχείοélément isoparamétrique
κοίλο στοιχείο δαπέδου από οπτή γηhourdis
προκατασκευασμένο δομικό στοιχείοélément de construction
προκατασκευασμένο δομικό στοιχείοunité de bâtiment
προκατασκευασμένο στοιχείοconstruction préfabriquée
προκατασκευασμένο στοιχείο οικοδομώνélément préfabriqué
προκατασκευασμένο στοιχείο οικοδομώνélément de construction préfabriqué
στοιχείο ενίσχυσηςbarre de contreventement
στοιχείο εναλλάξιμοélément interchangeable
στοιχείο εναλλάξιμοpièce interchangeable
στοιχείο λιθόστρωτουpavé
στοιχείο μεγάλου ύψουςélément de hauteur d'étage
στοιχείο οροφήςélément de plafond
στοιχείο προακτασκευασμένοélément unifié de montage
στοιχείο προακτασκευασμένοunité de montage
στοιχείο σύνδεσηςbarre de contreventement
στοιχείο τυποποιημένο για τη συναρμολόγησηélément unifié de montage
στοιχείο τυποποιημένο για τη συναρμολόγησηunité de montage
στοιχείο υπό εφελκυσμόpièce tendue
στοιχείο υπό εφελκυσμόélément tendu
στοιχείο υπό εφελκυσμόbarre tendue
στοιχείο υπό θλίψηélément comprimé
στοιχείο υπό θλίψηpièce comprimée
στοιχείο υπό θλίψηbarre comprimée
στρεπτό στοιχείο εφεδράνου κυλίσεωςpendule
στρεπτό στοιχείο εφεδράνου κυλίσεωςbalancier
σωληνοειδές στοιχείο για την αποστράγγιση τοίχωνélément tubulaire pour l'assainissement des murs