DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing στοιχείο | all forms
GreekFrench
αναγεννόμενο διηθητικό στοιχείο φίλτρουélément filtrant nettoyable
αναγεννόμενο στοιχείοélément filtrant nettoyable
αποδιοργανωμένο στοιχείο ή μόριοparticule désintégrée
δισδιάστατο στοιχείοélément plan
ελαφρύ στοιχείοélément léger
καίριο κατασκευαστικό στοιχείοconstituant sensible
κρίσιμο βιομηχανικό κατασκευαστικό στοιχείοcomposant industriel critique
ουδέτερο στοιχείοélément neutre
προκατασκευασμένο στοιχείοcellule préfabriquée
πρόσθετο στοιχείο αδιαβροχοποίησηςadditif hydrofuge
σπειροειδές θερμαντικό στοιχείοrésistance hélicoidale chauffante noyée
στοιχείο ανακοπής επιρρεύματοςétaleur d'ondes
στοιχείο ανακοπής επιρρεύματοςabsorbeur d'ondes
στοιχείο αντεπικολλητής ξυλείαςtranche de contreplaqué
στοιχείο αντεπικολλητής ξυλείαςfeuille de contreplaqué
στοιχείο ασφάλειας σε περίπτωση αστοχίαςélément infaillible
στοιχείο εξωτερικού τοίχουélément de mur extérieur
στοιχείο εσωτερικού τοίχουélément de mur intérieur
στοιχείο πρόσοψηςélément de façade
στοιχείο της στέγηςélément de toiture
στοιχείο του τοίχουélément de mur
συγκόλληση επικαλύψεως με ηλεκτρικά θερμαινόμενο στοιχείοsoudage par résistance chauffante noyée sur joint emboîté
τρισδιάστατο στοιχείοélément tridimensionnel
χλωροαλκαλικό ηλεκτρικό στοιχείοcellule d'électrolyse chlore-soude