DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing στοιχείο | all forms
GreekFrench
ενδεικτικό στοιχείο ενός μετρητήélément indicateur d'un compteur
ενδεικτικό στοιχείο ενός μετρητήminuterie d'un compteur
ηλεκτρονικό κατασκευαστικό στοιχείο' ηλεκτρονικό εξάρτημαcomposant électronique
ηλεκτροχημικό στοιχείο στερεάς κατάστασηςcellule électrochimique à l'état solide
θερμοηλεκτρικό στοιχείο υψηλής θερμοκρασίαςthermocouple haute température
κατασκευαυστικό στοιχείοélément de construction
κινητήριο στοιχείοélément menant
μετρητικό στοιχείοélément de mesure
στοιχείο για την παραγωγή διαφορετικής πιέσεως με διαβαθμισμένες οπέςdéprimogène à orifices calibrés
στοιχείο καθαρισμούélément de nettoyage
στοιχείο κινήσεως ενός επαγωγικού μετρητήélément moteur d'un compteur à induction
συμπληρωματικό στοιχείοélément complémentaire