DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing στοιχείο | all forms
GreekFrench
άρθρο 2 παράγραφος 4 στοιχείο α, της οδηγίας, κλπ.article 2 paragraphe 4 lettre a d'une directive, etc.
αποδυναμώνεται το θρησκευτικό στοιχείο στη μουσουλμανική θρησκείαséculariser la religion musulmane
αστοχήσαν στοιχείο πυρηνικού καυσίμουrupture de gaine
βαρύ στοιχείοélément lourd
γόνιμο στοιχείοélément fertile
μη στρατιωτικό στοιχείο ταχείας ανάπτυξηςélément civil rapidement déployable
μορφικό στοιχείο εκφράσεωςcènéme
μορφικό στοιχείο περιεχομένουplérème
ουδετεροποιημένο στοιχείοélément neutralisé
στοιχείο αναπαραγωγήςélément fertile
στοιχείο αντίστροφης προοδευτικότηταςélément régressif
στοιχείο διοίκησης της ΕΕélément de commandement de l'UE
Στοιχείο Διοικητικής Μέριμνας στο C2élément de commandement et de contrôle logistiques
στοιχείο εξοπλισμού πέδησηςélément de l'équipement de freinage
στοιχείο πλέγματοςcellule
στοιχείο πλέγματοςcellule de reacteur
στοιχείο πλέγματοςcellule du coeur
στοιχείο πυρηνικού καυσίμου με MAGNOXcombustible magnox
στοιχείο ρύθμισης για μικρές μεταβολές αντιδραστικότηταςélément de réglage fin
στοιχείο ρύθμισης για μικρές μεταβολές αντιδραστικότηταςélément de pilotage
στοιχείο σύνδεσηςcouplage
στοιχείο του ενεργητικούélément du patrimoine
στοιχείο υπό πίεση εκτεθειμένο σε σωρευτικές βλαπτικές διαδικασίεςcomposant sous pression exposé à des dégradations cumulatives
υποθετικό αριθμητικό στοιχείοchiffre blanc