Subject | Greek | French |
gen. | άν,μετά την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού,η Συνέλευση... | si,après communication du projet de budget,l'Assemblée........ |
fin. | έγκριση και διαβίβαση του προσχεδίου και του σχεδίου του προϋπολογισμού | adoption et transmission de l'avant-projet et du projet de budget |
econ. | έγκριση του προϋπολογισμού | adoption du budget |
fin. | έκθεση για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | rapport sur l'exécution budgétaire |
fin., econ., account. | έλεγχος προϋπολογισμού | contrôle budgétaire |
econ. | έλεγχος του προϋπολογισμού | contrôle budgétaire |
fin. | έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμού | déficit du budget |
fin. | έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμού | déficit public |
fin. | έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμού | déficit budgétaire |
fin. | έλλειμμα του προϋπολογισμού | découvert du budget |
econ. | έλλειμμα του προϋπολογισμού | déficit budgétaire |
fin., social.sc. | έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού | enquête sur le budget familial |
fin., econ. | έσοδα προϋπολογισμού | recettes budgétaires |
stat., econ. | έσοδα του προϋπολογισμού | recettes budgétaires |
fin. | αιτιολογίες και πληροφορίες για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | justifications et informations sur l'exécution budgétaire |
ed. | ανάληψη της διαχείρισης του προϋπολογισμού | responsabilité de gestion budgétaire |
econ., agric. | ανάλυσις προϋπολογισμού αγροκτήματος | étude du budget d'une ferme |
fin. | αναθεώρηση του προϋπολογισμού | réexamen du budget |
fin. | αναθεώρηση του προϋπολογισμού | réexamen budgétaire |
econ. | αναταξινόμηση του προϋπολογισμού | reclassement du budget |
law, fin. | ανεξαρτησία επί του προϋπολογισμού που διαθέτει το κράτος μέλος | souveraineté budgétaire de l'Etat |
fin., econ. | ανισορροπία του προϋπολογισμού; έλλειψη ισορροπίας του προϋπολογισμού | déséquilibre budgétaire |
gen. | Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Προϋπολογισμού | vice-premier ministre et ministre du budget |
fin., econ. | απαλλάσσω ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού | donner décharge sur l'exécution du budget |
econ. | απαλλαγή από την εκτέλεση του προϋπολογισμού | décharge du budget |
fin. | απαλλαγή για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού | décharge sur l'exécution du budget général |
econ. | αποθεματικό του προϋπολογισμού | réserve budgétaire UE (ΕE) |
fin., mun.plan., tech. | απολογιστικά στοιχεία προϋπολογισμού | résultat de l'exécution du budget |
fin., mun.plan., tech. | απολογιστικά στοιχεία προϋπολογισμού | résultat budgétaire |
fin. | αποτέλεσμα προϋπολογισμού | résultat de l'exécution du budget |
econ. | απόρριψη του προϋπολογισμού | rejet du budget |
fin. | αριθμητικά στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | données chiffrées sur l'exécution du budget |
econ. | αρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού | pouvoir budgétaire |
polit. | αρμοδιότητα όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού | pouvoir d'exécution du budget |
law, econ. | αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή | autorité budgétaire |
fin. | αρχή της ακρίβειας του προϋπολογισμού | principe de vérité budgétaire |
fin. | αρχή της ακρίβειας του προϋπολογισμού | principe de sincérité |
fin. | αρχή της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού | principe de vérité budgétaire |
fin. | αρχή της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού | principe de sincérité |
fin. | αρχή της ειδικότητας του προϋπολογισμού | principe de spécialité budgétaire |
fin. | αρχή της ταξινόμησης του προϋπολογισμού | principe de spécialisation budgétaire |
gen. | αυτοματοποιημένο σύστημα λογαριασμών του προϋπολογισμού | comptabilité budgétaire "ordonnateur" |
fin. | αυτοτέλεια της χρήσεως του προϋπολογισμού | annualité du budget |
fin. | βάσει του προϋπολογισμού | au titre du budget |
econ., health. | βοήθεια του προϋπολογισμού στον τομέα της υγείας | appui budgétaire à la santé |
fin. | γραμμή του προϋπολογισμού | ligne |
fin. | γραμμή του προϋπολογισμού | ligne budgétaire |
econ., account. | δίκαιο του προϋπολογισμού | droit budgétaire |
fin. | δίνω απαλλαγή στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | donner décharge à la Commission sur l'exécution du budget |
econ., fin. | δίνω απαλλαγή στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | donner décharge sur l'exécution du budget |
fin. | δαπάνες εκτός προϋπολογισμού | dépenses hors plan |
fin. | δαπάνες εκτός προϋπολογισμού | dépenses extraordinaires |
econ. | δαπάνες προϋπολογισμού | dépenses budgétaires |
fin. | δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού | dépense à la charge du budget |
fin. | δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού | dépense imputable au budget |
econ. | δαπάνη εκτός προϋπολογισμού | dépense hors budget |
econ. | δαπάνη του προϋπολογισμού | dépense budgétaire |
fin. | δασμοί που έχουν ως σκοπό τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού | des droits de douane qui ont pour but d'alimenter le budget |
fin. | δεύτερη ανάγνωση του προϋπολογισμού | deuxième lecture du budget |
fin., econ. | δημοσιονομικό έλλειμμα' έλλειμμα προϋπολογισμού | déficit budgétaire |
fin. | διάρθρωση του προϋπολογισμού | structure du budget |
fin. | διαβιβάζω το προσχέδιο προϋπολογισμού | transmettre l'avant-projet de budget |
gen. | διαδικασία έγκρισης του προϋπολογισμού | procédure d'adoption du budget |
fin. | διαδικασία επιστροφής υπέρ του γενικού προϋπολογισμού | procédure de remboursement en faveur du budget général |
fin. | διαδικασία επιστροφής υπέρ του γενικού προϋπολογισμού για ορισμένες κατηγορίες δαπανών | procédure de remboursement en faveur du budget général pour certaines catégories de dépenses |
fin. | διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού | procédure d'établissement du budget |
econ. | διαδικασία προγραμματισμού του προϋπολογισμού | procédure de programmation budgétaire |
gen. | διαδικασία προϋπολογισμού μεταξύ των οργάνων | procédure budgétaire interinstitutionnelle |
polit., econ. | διαδικασία συνεννόησης επί του προϋπολογισμού' δημοσιονομική διαβούλευση | concertation sur le budget |
econ. | διαδικασία του προϋπολογισμού | procédure budgétaire |
fin., econ. | διαδικασίες εκτέλεσης του γενικού προϋπολογισμού | procédures d'exécution du budget général |
econ. | διαδικασίες του προϋπολογισμού | procédure budgétaire |
fin. | διαπίστωση οριστικής έγκρισης του προϋπολογισμού | constat de l'arrêt définitif du budget |
fin. | διαπιστώνεται η οριστική έγκριση του προϋπολογισμού | constat de l'arrêt définitif du budget |
fin. | διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση του προϋπολογισμού | dispositions qui régissent l'exécution du budget |
fin. | διαχείριση κονδυλίων του προϋπολογισμού | gestion budgétaire |
polit. | Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Οικονομικών Υπηρεσιών | Direction du budget et des services financiers |
fin. | διοικητικές δαπάνες του προϋπολογισμού | dépenses du budget administratif |
fin. | διοργανική συμφωνία για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού | accord interinstitutionnel sur la discipline budgétaire et l'amélioration de la procédure budgétaire |
econ. | διοργανική συμφωνία για την πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού | accord interinstitutionnel sur la discipline et l'amélioration de la procédure budgétaire |
fin., econ. | Διοργανική Συμφωνία σχετικά με τις νομικές βάσεις και την εκτέλεση του προϋπολογισμού | Accord interinstitutionnel sur les bases légales et l'exécution du budget |
fin. | Διοργανική συμφωνία της 7ης Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία συμπληρώνει τη διοργανική συμφωνία της 6ης Μαΐου 1999 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού | accord interinstitutionnel du 7 novembre 2002 entre le Parlement européen, le Conseil et la Commission sur le financement du Fonds de solidarité de l'Union européenne complétant l'accord interinstitutionnel du 6 mai 1999 sur la discipline budgétaire et l'amélioration de la procédure budgétaire |
fin. | Διοργανική συμφωνία της 7ης Νοεμβρίου 2002 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία συμπληρώνει τη διοργανική συμφωνία της 6ης Μαΐου 1999 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού | accord interinstitutionnel |
fin. | δομή του προϋπολογισμού | structure d'accueil budgétaire |
fin., econ. | δομή υποδοχής του προϋπολογισμού | structure d'accueil budgétaire |
fin. | δύο βραχίονες της αρμόδιας επί του προϋπολογισμού αρχής | deux branches de l'autorité budgétaire |
econ. | εγγράφω σε μία γραμμή του προϋπολογισμού | inscrire sur une ligne budgétaire |
fin. | εγγύηση του προϋπολογισμού | garantie budgétaire |
fin. | εγκρίνω το σχέδιο προϋπολογισμού σε δεύτερη ανάγνωση | arrêter le projet de budget en deuxième lecture |
fin. | εγκρίνω τροπολογίες στο σχέδιο προϋπολογισμού | adopter un amendement |
fin. | εγκύκλιος του προϋπολογισμού | circulaire budgétaire |
econ., fin. | εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού | projet de loi de finances |
econ., fin. | εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού | projet de budget |
fin. | εισηγητική έκθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού | introduction générale à l'avant-projet de budget |
fin. | εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού | exécution du budget général |
fin. | εκτέλεση του προϋπολογισμού | exécution des budgets |
fin. | εκτέλεση του προϋπολογισμού | exécution budgétaire |
econ. | εκτέλεση του προϋπολογισμού | exécution du budget |
fin., econ. | ενοποιημένες καταστάσεις σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού | états consolidé sur l'exécution du budget |
fin. | ενοποιημένος λογαριασμός διαχείρισης του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων | compte de gestion consolidé du budget général des Communautés pour l'exercice clôturé |
fin., econ. | ενοποιημένος λογαριασμός διαχείρισης του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων για το οικονομικό έτος που έχει κλείσει | compte de gestion consolidé du budget général des Communautés pour l'exercice clôturé |
fin. | εξουσία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού | pouvoirs d'exécution du budget |
fin. | εξουσία επί του προϋπολογισμού | pouvoir budgétaire |
fin. | εξουσίες της Συνελεύσεως επί του προϋπολογισμού | pouvoirs budgétaires de l'Assemblée |
fin., econ. | επανόρθωση της ισορροπίας του προϋπολογισμού | correction des déséquilibres budgétaires |
fin. | επιδότηση εγγεγραμμένη στην ειδική γραμμή του γενικού προϋπολογισμού των ΕΚ | subvention inscrite au budget global des CE |
fin. | επιδότηση επιτοκίου από πόρους του προϋπολογισμού | bonification d'intérêt sur ressource budgétaire |
fin. | επιστροφή ποσών αχρεωστήτως καταβληθέντων από πιστώσεις του προϋπολογισμού | restitution des sommes payées indûment sur crédits budgétaires |
polit. | Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού | Commission du contrôle budgétaire |
fin. | Επιτροπή προϋπολογισμού | comité budgétaire |
gen. | Επιτροπή Προϋπολογισμού | Comité budgétaire |
fin., econ. | επιφέρω τροποποιήσεις στο σχέδιο προϋπολογισμού | apporter des amendements au projet de budget |
fin. | επιχορήγηση για την εξισορρόπηση προϋπολογισμού | subvention d'équilibre budgétaire |
econ. | επιχορηγήσεις από πόρους προϋπολογισμού | subvention sur ressource budgétaire |
fin. | ετήσια εκτέλεση του προϋπολογισμού | exécution annuelle du budget |
fin. | ετήσιος χαρακτήρας του προϋπολογισμού | annualité du budget |
fin., econ. | ευθύνη της εκτέλεσης του γενικού προϋπολογισμού | responsabilité de l'exécution du budget général |
fin. | η κατάρτιση και η εκτέλεση του προϋπολογισμού | l'établissement et l'exécution du budget |
fin. | ημερομηνία διαπίστωσης της έγκρισης του προϋπολογισμού | date de constat de l'arrêt du budget |
fin., econ., account. | θέσεις του προϋπολογισμού | emplois budgétaires |
fin., econ. | θέση του προϋπολογισμού | poste budgétaire |
fin., econ. | θέση του προϋπολογισμού | poste |
econ. | ισοζύγιο προϋπολογισμού | solde budgétaire |
econ., account. | ισοσκέλιση προϋπολογισμού | équilibre budgétaire |
econ. | ισοσκέλιση του προϋπολογισμού | équilibre budgétaire |
fin., econ. | ισχύουσα λογιστική μονάδα του προϋπολογισμού | unité de compte budgétaire en vigueur |
fin. | κάλυψη από πλευράς προϋπολογισμού | couverture budgétaire |
econ. | κανόνας περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού | règle relative à l'équilibre budgétaire |
econ. | κανόνας περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού | règle d'or |
fin., econ., account. | κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού | dépôt de l'avant-projet du budget |
fin. | κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού | dépôt de l'avant-projet de budget |
gen. | κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού | communication du projet de budget à l'Assemblée |
fin. | κατάρτιση προϋπολογισμού βάσει επιδόσεων | élaboration de budgets basés sur les résultats |
fin. | κατάρτιση προϋπολογισμού βάσει επιδόσεων | budgétisation axée sur les performances |
gen. | κατάρτιση προϋπολογισμού της άσκησης | élaboration du budget de l'exercice |
fin. | κατάρτιση του προϋπολογισμού | budgetage |
econ. | κατάρτιση του προϋπολογισμού | établissement du budget |
econ. | κατάρτιση του προϋπολογισμού από την κορυφή προς τα κάτω | construction "descendante" de la budgétisation |
fin., econ. | κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων | établissement du budget sur la base des activités |
fin., econ. | κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων | établissement du budget par activité |
econ. | κατάρτιση του προϋπολογισμού της ΕΕ | établissement du budget de l'UE |
econ., commun., construct. | κατάρτισις προϋπολογισμού | établissement d'un devis |
fin., IT, el. | κατάσταση των εσόδων του προϋπολογισμού | état des recettes du budget |
fin. | κατάταξη του προϋπολογισμού | classification du budget |
econ. | κατάταξις στοιχείων έργου προς σύνταξιν προϋπολογισμού κατ'είδος εργασίας | dépouillement pour l'établissement d'un devis descriptif |
fin. | καταθέτω το σχέδιο του προϋπολογισμού | transmettre le projet de budget |
fin. | καταθέτω το σχέδιο του προϋπολογισμού στο Κοινοβούλιο | saisir le Parlement du projet de budget |
fin. | καταλογίζω δαπάνη σε συγκεκριμένο κονδύλιο του προϋπολογισμού | imputer une dépense sur une ligne budgétaire spécifique |
fin. | καταλογίζω σε γραμμή του προϋπολογισμού | imputer à une ligne du budget |
fin. | καταλογισμός σε άρθρο του προϋπολογισμού | imputation à un article du budget |
fin. | καταρτίζω το σχέδιο του προϋπολογισμού | établir le projet de budget |
fin. | καταστάσεις σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού | états sur l'exécution budgétaire |
fin. | καταστάσεις σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού | état sur l'exécution du budget |
fin. | κατηγορία του προϋπολογισμού | rubrique du budget |
fin. | κατηγορία του προϋπολογισμού | rubrique budgétaire |
fin. | κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου από πόρους του προϋπολογισμού | capital à risque sur ressource propre |
fin. | κεφάλαια κινδύνου από πόρους του προϋπολογισμού | capital à risque sur ressource propre |
fin. | Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά διάφορα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί καλύτερη λειτουργία της διαδικασίας του προϋπολογισμού, της 30ής Ιουνίου 1982 | Déclaration commune du Parlement européen, du Conseil et de la Commission du 30 juin 1982 relative à différentes mesures visant à assurer un meilleur déroulement de la procédure budgétaire |
fin. | Κοινή δήλωση όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα που θα εφαρμοστούν για τη διαδικασία του προϋπολογισμού μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας | déclaration commune sur les mesures transitoires applicables à la procédure budgétaire après l'entrée en vigueur du traité de Lisbonne |
fin. | κονδύλι του προϋπολογισμού | ligne budgétaire |
fin. | κονδύλι του προϋπολογισμού | ligne |
polit., fin. | κονδύλι του προϋπολογισμού' δημοσιονομική διάταξη | disposition budgétaire |
fin., econ. | κονδύλιο του προϋπολογισμού | ligne budgétaire |
fin. | κονδύλιο του προϋπολογισμού | poste budgétaire |
fin. | κονδύλιο του προϋπολογισμού "απασχόληση και ανάπτυξη" | ligne budgétaire "emploi et croissance" |
fin. | κονδύλιο του προϋπολογισμού "Τουρισμός" | ligne budgétaire "Tourisme" |
fin. | κύκλος του προϋπολογισμού | cycle budgétaire |
fin. | λειτουργικό κονδύλιο του προϋπολογισμού | poste budgétaire pour la gestion administrative |
fin. | λειτουργικό κονδύλιο του προϋπολογισμού | dépenses de gestion administrative |
fin. | λογαριασμοί εκτός προϋπολογισμού | compte extra-budgétaire |
fin., account. | λογαριασμοί του προϋπολογισμού | comptabilité budgétaire |
fin. | λογαριασμοί του προϋπολογισμού | comptes budgétaires |
fin. | λογαριασμός αποτελέσματος της εκτέλεσης του προϋπολογισμού | compte de résultat de l'exécution budgétaire |
gen. | λογαριασμός του προϋπολογισμού "διατάκτης" | comptabilité budgétaire "ordonnateur" |
fin. | λογιστική μονάδα του προϋπολογισμού | unité de compte du budget |
fin., econ., account. | λογιστική του προϋπολογισμού | comptabilité budgétaire |
econ. | μέτρο που είναι δυνατόν να προκαλέσει δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού | mesure de nature à provoquer une dépense à la charge du budget |
commun., el. | μεταπομπή προϋπολογισμού ισχύος | transfert intercellulaire pour économie de batterie |
fin. | μεταφορά στο εσωτερικό των τίτλων του προϋπολογισμού | virement à l'intérieur des titres du budget |
fin. | μηνιαία κατάσταση των εσόδων και δαπανών του προϋπολογισμού | situation mensuelle des recettes et dépenses budgétaires |
fin. | μηχανισμός χορήγησης επιδοτούμενων δανείων από πόρους του κοινοτικού προϋπολογισμού | mécanisme de prêts bonifiés sur fonds budgétaires européens |
gen. | μονάδα διαχείρισης του προϋπολογισμού | cellule de gestion budgétaire |
gen. | Μονάδα Διοίκησης και Προϋπολογισμού | Unité administrative et budgétaire |
polit. | Μονάδα Προγραμματισμού, Παρακολούθησης και Ελέγχου Προϋπολογισμού | Unité de la programmation, du suivi et du contrôle budgétaire |
polit. | Μονάδα Προϋπολογισμού | Unité du budget |
fin., econ. | νόμος περί προϋπολογισμού | loi de finances |
fin. | νόμος του προϋπολογισμού | loi de finances |
fin. | νόμος του προϋπολογισμού | budget voté |
fin. | νόμος του προϋπολογισμού | budget approuvé |
fin., econ. | οι λογαριασμοί που αναφέρονται στην εκτέλεση του προϋπολογισμού | les comptes afférents aux opérations du budget |
polit. | ολική απόρριψη του σχεδίου προϋπολογισμού | rejet global du projet de budget |
fin., agric. | Ομάδα Εργασίας "Γεωργία/Προϋπολογισμός/΄Ελεγχος του προϋπολογισμού" | Groupe de travail "Agriculture/Budgets/Contrôle budgétaire" |
fin. | Ομάδα Εργασίας "΄Ελεγχος του Προϋπολογισμού" | Groupe de travail "Contrôle budgétaire" |
fin. | Ομάδα εργασίας "Ελεγχος του προϋπολογισμού και αποτελεσματικότητα των διαρθρωτικών ταμείων" | Groupe de travail "Contrôle budgétaire de l'efficacité des fonds structurels" |
fin. | Ομάδα Εργασίας "Προϋπολογισμός και ΄Ελεγχος του Προϋπολογισμού" | Groupe de travail "Budget et contrôle budgétaire" |
gen. | ομάδα προϋπολογισμού | groupe budgétaire |
fin. | ομιλίατου Yπουργούεπί του προϋπολογισμού | exposé du budget |
fin. | ομιλίατου Yπουργούεπί του προϋπολογισμού | présentation du budget |
fin. | ομιλίατου Yπουργούεπί του προϋπολογισμού | exposé des motifs du projet de budget |
econ. | ονοματολογία του προϋπολογισμού | nomenclature budgétaire |
fin. | οργανόγραμμα των θέσεων του προϋπολογισμού και του προσωπικού που υπηρετεί | organigramme des emplois budgétaires et des effectifs en place |
gen. | οριστική έγκριση του διοικητικού προϋπολογισμού | arrêt définitif du budget administratif |
fin. | οριστική έγκριση του προϋπολογισμού | arrêt définitif du budget |
fin., econ. | πίστωση του προϋπολογισμού | affectation budgétaire |
fin., econ. | πίστωση του προϋπολογισμού | crédit |
fin. | πίστωση του προϋπολογισμού | crédit budgétaire |
tax., social.sc., agric. | παράρτημα του προϋπολογισμού για κοινωνικοαγροτικές επιδοτήσεις | budget annexe des prestations sociales agricoles |
fin. | παρατηρήσεις του προϋπολογισμού | commentaires du budget |
fin. | παρατηρήσεις του προϋπολογισμού | commentaires budgétaires |
law, fin. | παρατυπία εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού | irrégularité au détriment du budget communautaire |
fin. | παρουσίαση του προϋπολογισμού | présentation du budget |
econ. | περικοπές προϋπολογισμού | compressions budgétaires |
fin. | πιστώσεις εκτός προϋπολογισμού | crédit hors budget |
econ. | πιστώσεις μιας ειδικής γραμμής του προϋπολογισμού | crédits d'une ligne budgétaire particulière |
fin. | πιστώσεις που έχουν ανοιχθεί στα πλαίσια του προϋπολογισμού | crédits ouverts au budget |
fin., econ., account. | πιστώσεις που έχουν ανοιχθεί στα πλαίσια του προϋπολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους | montant global des crédits ouverts au budget de l'exercice précédent |
fin., econ. | πιστώσεις που προβλέπονται στο σχέδιο προϋπολογισμού | crédits prévus dans le projet de budget |
stat., fin. | πιστώσεις προϋπολογισμού | crédits |
econ. | πιστώσεις προϋπολογισμού | crédit budgétaire |
fin. | πιστώσεις του προϋπολογισμού | crédits budgétaires |
fin. | πιστώσεις του προϋπολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους | crédits ouverts pour l'exercice précédent |
fin. | πιστώσεις του προϋπολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους | crédits ouverts au budget de l'exercice précédent |
econ. | Eπιτροπή της Πολιτικής Προϋπολογισμού | comité de politique budgétaire |
fin. | πλαίσια των πιστώσεων του προϋπολογισμού | limite des crédits budgétaires |
econ. | πλεόνασμα προϋπολογισμού | excédent budgétaire |
fin. | πλεόνασμα του προϋπολογισμού | excédent public |
econ., IT, account. | πληροφορικό σύστημα λογιστικής του προϋπολογισμού SINCOM CB/D | système de comptabilité budgétaire informatisé SINCOM CB/D |
econ. | πολιτική επί του προϋπολογισμού | politique budgétaire |
fin. | πολιτική παρουσίαση του προϋπολογισμού | présentation politique du budget |
fin. | πολλαπλασιαστής ισοσκελισμένου προϋπολογισμού | multiplicateur de budget équilibré |
gen. | πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα των χρησιμοποιούμενων πόρων του προϋπολογισμού | effet d'entraînement des ressources budgétaires utilisées |
fin. | πολυετής προγραμματισμός του προϋπολογισμού | programme pluriannuel budgétaire |
fin. | πολυετής προγραμματισμός του προϋπολογισμού | programmation pluriannuelle budgétaire |
fin., econ. | προκαταβολική κάλυψη των δαπανών του προϋπολογισμού | anticipation budgétaire |
law, econ. | προσφυγή με σκοπό την ακύρωση του προϋπολογισμού | recours aux fins d'annulation du budget |
fin. | προσχέδιο διοικητικού προϋπολογισμού | avant-projet de budget administratif |
econ. | προσχέδιο διορθωτικού και συμπληρωματικού προϋπολογισμού | avant-projet de budget rectificatif et supplémentaire |
fin. | προσχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού | avant-projet de budget rectificatif |
stat., fin., social.sc. | προσχέδιο προϋπολογισμού | état prévisionnel |
stat., fin., social.sc. | προσχέδιο προϋπολογισμού | projet de budget |
econ. | προσχέδιο προϋπολογισμού | avant-projet de budget |
econ. | προσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ | avant-projet de budget CE |
fin., econ., account. | προσχέδιο συμπληρωματικού ή/και διορθωτικού προϋπολογισμού | avant-projet de budget supplémentaire et/ou rectificatif |
fin. | προσχέδιο συμπληρωματικού προϋπολογισμού | avant-projet de budget supplémentaire |
econ. | προσωρινό υπόλοιπο του προϋπολογισμού | solde budgétaire provisoire |
econ., fin. | προτάσεις προϋπολογισμού | projet de loi de finances |
econ., fin. | προτάσεις προϋπολογισμού | projet de budget |
fin. | πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού | solde primaire |
fin. | πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού | solde budgétaire primaire |
fin., econ. | πρόβλεψη του προϋπολογισμού | projection budgétaire |
fin. | πρόβλεψη του προϋπολογισμού | prévision budgétaire |
fin. | πρώτη ανάγνωση του προϋπολογισμού | première lecture du budget |
econ. | πόροι του προϋπολογισμού | ressources budgétaires |
fin. | πόρος εξισορρόπησης του προϋπολογισμού | ressource permettant d'équilibrer le budget |
fin., IT, el. | σε όρους προϋπολογισμού | traduction budgétaire |
fin. | σκέλη της αρμόδιας επί του προϋπολογισμού αρχής | branches de l'autorité budgétaire |
econ. | σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού | stabilisateur budgétaire |
fin. | στόχος του προϋπολογισμού | objectif budgétaire |
gen. | συγκέντρωση των πόρων του προϋπολογισμού | concentration des ressources budgétaires |
fin. | συγκεκριμένο κονδύλιο του προϋπολογισμού | ligne budgétaire spécifique |
econ. | συγκεντρώνω τις καταστάσεις των προβλεπόμενων εξόδων σε προσχέδιο προϋπολογισμού | grouper les états prévisionnels dans un avant-projet de budget |
econ. | συγκεντρώνω τις καταστάσεις των προβλεπόμενων εξόδων σε προσχέδιο προϋπολογισμού | grouper les états prévisionnels |
UN | Συμβουλευτική Επιτροπή για θέματα Διοίκησης και Προϋπολογισμού | Comité consultatif pour les questions administratives et budgétaires |
econ. | συνεργασία επί του προϋπολογισμού | collaboration budgétaire |
fin. | Συνθήκη περί τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων περί προϋπολογισμού των συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Traité portant modification de certaines dispositions budgétaires des traités instituant les Communautés européennes et du traité instituant un Conseil unique et une Commission unique des Communautés européennes |
fin. | συνθετική παρουσίαση του προϋπολογισμού | présentation synthétique du budget |
gen. | συντονισμός προϋπολογισμού | coordination budgétaire |
fin., econ. | σχέδια τροποποίησης στο σχέδιο του προϋπολογισμού | projet d'amendement au projet de budget |
econ. | σχέδιο διορθωτικού και συμπληρωματικού προϋπολογισμού | projet de budget rectificatif et supplémentaire |
econ. | σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού | projet de budget rectificatif |
fin. | σχέδιο προβλέψεων του προϋπολογισμού | projet d'état prévisionnel |
econ. | σχέδιο προϋπολογισμού | projet de budget UE |
fin., econ. | σχέδιο προϋπολογισμού | projet de plan budgétaire |
econ. | σχέδιο προϋπολογισμού | projet de budget |
fin. | σχόλια του προϋπολογισμού | commentaires du budget |
fin. | σχόλια του προϋπολογισμού | commentaires budgétaires |
gen. | σύνθεση του προϋπολογισμού | synthèse budgétaire |
econ. | σύνολο του προϋπολογισμού | masse budgétaire |
fin. | ταξινόμηση των εξόδων του προϋπολογισμού | classification des dépenses budgétaires |
fin. | ταξινόμηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού | classification des lignes budgétaires |
fin. | τμήμα του προσχεδίου προϋπολογισμού | section de l'avant-projet de budget |
fin. | τμήμα του προϋπολογισμού | section du budget |
fin., econ. | το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δίνει την έγκρισή του για το σχέδιο προϋπολογισμού | le Parlement Européen donne son approbation au projet de budget |
fin. | το συνολικό ποσό των πιστώσεων που έχουν ανοιχθεί στα πλαίσια του προϋπολογισμού | montant global des crédits ouverts au budget |
fin. | το σχέδιο προϋπολογισμού θεωρείται οριστικώς εγκριθέν | le projet de budget est réputé définitivement arrêté |
fin. | το τμήμα του προϋπολογισμού των Kοινοτήτων που μένει ακάλυπτο | la fraction du budget des Communautés qui resterait non couverte |
gen. | το ύψος των διαφυγόντων ιδίων πόρων ή δαπανών εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού που έχουν πραγματοποιηθεί αντικανονικά ή έχουν δολίως εκτραπεί του σκοπού τους | les montants de ressources propres éludées ou de dépenses à charge du budget communautaire effectuées irrégulièrement ou détournées frauduleusement |
fin. | τρίτη ανάγνωση του προϋπολογισμού | troisième lecture du budget |
fin., econ. | τροπολογία στο σχέδιο προϋπολογισμού | modification au projet de budget |
econ. | τροποποίηση του προϋπολογισμού | modification budgétaire |
fin. | τροποποιεί το σχέδιο προϋπολογισμού | amender le projet de budget |
fin., econ. | τροποποιημένο σχέδιο προϋπολογισμού του Συμβουλίου | projet de budget modifié du Conseil |
fin., econ. | τροποποιώ το σχέδιο προϋπολογισμού | amender le projet de budget |
fin. | υπέρ του προϋπολογισμού | au titre du budget |
fin. | υπέρβαση των πιστώσεων του προϋπολογισμού | dépassement des crédits budgétaires |
fin. | υπηρεσία κατάρτισης προϋπολογισμού | service chargé d'établir le budget |
polit. | Υπηρεσία Προγραμματισμού και Ελέγχου Προϋπολογισμού | Service de la programmation et du suivi budgétaire |
polit. | Υπηρεσία Προϋπολογισμού Επιμόρφωσης | Service du budget de la formation |
polit. | Υπηρεσία Προϋπολογισμού και εκ των προτέρων Επαλήθευσης | Cellule budgétaire et vérification |
econ. | Υπουργός Προϋπολογισμού Γαλλική Κοινότητα | ministre du budget Communauté française |
gen. | Υπουργός Προϋπολογισμού και Οικονομικού Προγραμματισμού | ministre du budget et de la planification économique |
gen. | Υφυπουργοί Προϋπολογισμού | secrétaire d'Etat au budget |
gen. | Υφυπουργός παρά τη Αναπληρώτρια Υπουργώ Προϋπολογισμού | sous-secrétaire d'Etat adjoint au secrétaire d'Etat adjoint, chargé du budget |
fin. | χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού | Financement du budget communautaire |
econ. | χρηματοδότηση του προϋπολογισμού | financement du budget |
econ. | χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ | financement du budget de l'UE |