Subject | Greek | French |
life.sc. | άμεσα μέτρα αντιπαγετικής προστασίας | protection par méthodes directes |
gen. | άρση των περιοριστικών μέτρων | levée des mesures restrictives |
commer., polit., fin. | έκτακτα εμπορικά μέτρα | mesures commerciales exceptionnelles |
fin. | έκτακτα μέτρα που αφορούν εισαγωγές ορισμένων προïόντων | mesures d'urgence concernant l'importation de produits particuliers |
fin., lab.law. | έκτακτη πρόβλεψη για πρόγραμμα κοινωνικών μέτρων | provision exceptionnelle pour plan social |
energ.ind., nucl.phys. | έλεγχος διασφαλίσεων; μέτρα κατοχύρωσης | garanties nucléaires |
energ.ind., nucl.phys. | έλεγχος διασφαλίσεων; μέτρα κατοχύρωσης | garanties |
energ.ind., nucl.phys. | έλεγχος διασφαλίσεων; μέτρα κατοχύρωσης | contrôle de sécurité |
gen. | ένα σύνολο μέτρων που πρέπει να ληφθούν | un ensemble d'actions qui doivent être engagées |
fin. | έναρξη μέτρων αποθεματοποίησης | déclenchement des mesures de stockage |
law | αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων | demande en référé |
agric. | αίτηση συνοδευτικών μέτρων | demande de mesures d'accompagnement |
gen. | αν τα μέτρα που προβλέπονται ανωτέρω αποδειχθούν μη αποτελεσματικά | si les mesures ci-dessus prévues s'avèrent inopérantes |
law | αναβάλλω την εφαρμογή των μέτρων | différer l'application des mesures |
UN | αναγκαστικά μέτρα | mesures coercitives |
UN | αναγκαστικά μέτρα | mesures répressives |
UN | αναγκαστικά μέτρα | action coercitive |
environ., agric. | αναπόσπαστα τω έργω μέτρα καταπολεμήσεως ελονοσίας | lutte intégrante contre le paludisme |
law | αναστολή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων | sursis par voie de référé |
environ., agric. | αντιδιαβρωτικά μέτρα | mesures contre l'érosion |
econ. | αντικυκλικά μέτρα | mesure de régulation de la conjoncture |
econ. | αντικυκλικά μέτρα | mesure d'action conjoncturelle |
econ. | αντικυκλικά μέτρα | mesure de stabilisation de la conjoncture |
econ. | αντικυκλικά μέτρα | mesure de stabilisation conjoncturelle |
econ. | αντικυκλικά μέτρα | mesure anticyclique |
environ., agric. | αντιπρονυμφικά μέτρα | lutte antilarvaire |
immigr. | αντισταθμιστικά μέτρα | systèmes de report |
immigr. | αντισταθμιστικά μέτρα | mesures compensatoires |
econ. | αντισυγκυριακά μέτρα | mesure d'action conjoncturelle |
econ. | αντισυγκυριακά μέτρα | mesure de stabilisation conjoncturelle |
econ. | αντισυγκυριακά μέτρα | mesure de régulation de la conjoncture |
econ. | αντισυγκυριακά μέτρα | mesure de stabilisation de la conjoncture |
econ. | αντισυγκυριακά μέτρα | mesure anticyclique |
law | απαγόρευση ατομικών διοικητικών μέτρων | interdiction des mesures administratives individuelles |
econ. | αποπληθωριστικά μέτρα ελέγχου της ζήτησης | mesure de compression de la demande |
law | απόφαση ασφαλιστικών μέτρων | ordonnance de référé |
law | απόφαση ασφαλιστικών μέτρων | ordonnance sur référé |
law | απόφαση ασφαλιστικών μέτρων | ordonnance rendue sur référé |
fin. | ασυλία των στοιχείων του ενεργητικού έναντι καταναγκαστικών μέτρων | insaisissabilité des avoirs |
law | ασφαλιστικά μέτρα | mesures provisoires et conservatoires |
econ. | ασφαλιστικά μέτρα | référé |
agric. | ασφαλιστικά μέτρα | mesure conservatoire |
fin. | αυτόνομα μέτρα αναστολής | mesures autonomes de suspension |
law | βασικές αρχές για τα μέτρα ενθάρρυνσης της Ένωσης | principes de base des mesures d'encouragement de l'Union |
fin. | βοηθητικά μέτρα | mesure complémentaire |
fin. | βοηθητικά μέτρα | mesure d'appoint |
fin. | βοηθητικά μέτρα | mesure accessoire |
tech. | Γενική ΣυνΔιάσκεψη για τα Μέτρα και τα Σταθμά | Conférence générale des poids et mesures |
fin., tech. | δέσμη μέτρων | train de mesures |
social.sc., empl. | δέσμη μέτρων για την απασχόληση | paquet emploi |
social.sc., empl. | δέσμη μέτρων για την απασχόληση | paquet Emploi |
fin. | δέσμη μέτρων για την τραπεζική εποπτεία | paquet sur la surveillance bancaire |
agric. | δέσμη μέτρων για τις τιμές και τα συναφή μέτρα | paquet prix et mesures connexes |
law | δέσμη μέτρων εφαρμογής του νέου νομοθετικού πλαισίου | paquet d'alignement sur le nouveau cadre législatif |
energ.ind. | δέσμη μέτρων σχετικά με την ενέργεια και τις κλιματικές αλλαγές | paquet Barroso |
energ.ind. | δέσμη μέτρων σχετικά με την ενέργεια και τις κλιματικές αλλαγές | paquet législatif sur l'énergie et le changement climatique |
energ.ind. | δέσμη μέτρων σχετικά με την ενέργεια και τις κλιματικές αλλαγές | paquet intégré de mesures dans le domaine de l'énergie et du changement climatique |
commer. | δέσμη νομοθετικών μέτρων για τα εμπορεύματα | "paquet" législatif concernant les produits |
econ., market. | δήλωση για τα εμπορικά μέτρα που λαμβάνονται για σκοπούς σχετικούς με το ισοζύγιο πληρωμών | Déclaration relative aux mesures commerciales prises à des fins de balance des paiements |
econ., market. | δήλωση για τα εμπορικά μέτρα που λαμβάνονται για σκοπούς σχετικούς με το ισοζύγιο πληρωμών | Déclaration de 1979 |
fin. | δήλωση για τα εμπορικά μέτρα που λαμβάνονται σε σχέση με το ισοζύγιο πληρωμών | déclaration sur les mesures commerciales prises à des fins de balance des paiements |
law, environ. | Δήλωση αριθ. 20 σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων των κοινοτικών μέτρων στο περιβάλλον | Déclaration n° 20 relative à l'évaluation de l'impact environnemental des mesures communautaires |
gen. | δασικά μέτρα | mesures forestières |
fin., IT, el. | δασμολογικά μέτρα | avantage douanier |
fin., IT, el. | δασμολογικά μέτρα | avantage tarifaire |
fin., polit. | δασμολογικά μέτρα | mesures tarifaires |
gen. | Διάσκεψη για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας και για τον αφοπλισμό στην Eυρώπη | Conférence sur les mesures de confiance et de sécurité et sur le désarmement en Europe |
gen. | Διάσκεψη για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας και για τον αφοπλισμό στην Eυρώπη | Conférence sur le désarmement en Europe |
gen. | Διάσκεψη για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας και για τον αφοπλισμό στην Eυρώπη | Conférence de Stockholm |
gen. | Διάσκεψη για την αλληλεπίδραση και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στην Ασία | conférence sur l'interaction et les mesures de confiance en Asie |
law | διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων | instance en référé |
law | διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων | procédure en référé |
law | διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων | procédure des référés |
gen. | διαδικασία ενημέρωσης και διαβουλεύσεων για την έγκριση ορισμένων αποφάσεων και άλλων μέτρων που πρέπει να ληφθούν κατά την περίοδο πριν από την προσχώρηση | procédure d'information et de consultation pour l'adoption de certaines décisions et autres mesures à prendre pendant la période précédant l'adhésion |
law | διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων | procédure en référé |
law | διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων | instance en référé |
gen. | διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων | procédure de référé |
law | διαδικασίες για τη μη συμφωνία των εθνικών εκτελεστικών μέτρων | procédures pour non-conformité des mesures nationales d'exécution |
fin. | διαρθρωτικά μέτρα | actions structurelles |
law | διατακτικό κάθε αποφάσεως και διατάξεως περί ασφαλιστικών μέτρων | dispositif de tout arrêt et ordonnance de référé |
coal. | διατρηθέντα μέτρα | nombre de pieds fores |
coal. | διατρηθέντα μέτρα | nombre de metres fores |
tech. | Διεθνές Γραφείο Μέτρων και Σταθμών | Bureau international des poids et mesures |
law | Διεθνές Γραφείο Σταθμών και Μέτρων | Bureau international des poids et mesures |
life.sc., agric. | διεθνές πρότυπο για τα φυτοϋγειονομικά μέτρα | Norme internationale pour les mesures phytosanitaires |
tech. | Διεθνής Επιτροπή για τα Μέτρα και τα Σταθμά | Comité international des poids et mesures |
gen. | διευκρινιστικά μέτρα | mesure clarifiante |
law | διοικητικά εκτελεστικά μέτρα | mesure de contrainte administrative |
econ. | διορθωτικά μέτρα | mesures correctives |
econ. | διορθωτικά μέτρα πολιτικής | mesure de redressement |
econ. | διορθωτικά μέτρα πολιτικής | mesure correctrice |
econ. | διορθωτικά μέτρα πολιτικής | mesure corrective |
environ. | Είναι δυνατό να ληφθούν μέτρα για κατάλληλη θωράκιση ή για καθορισμό μιας ελεγχόμενης περιοχής. | on peut prévoir un blindage ou une délimitation appropriée de la zone controlée |
ed., energ.ind. | εγκάρσιες δραστηριότητες; οριζόντια μέτρα | actions transversales |
crim.law. | εγχειρίδιο συστάσεων για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία και μέτρα πρόληψης και καταπολέμησης της βίας και των ταραχών εξ αφορμής ποδοσφαιρικών αγώνων διεθνούς χαρακτήρα, στους οποίους συμμετέχει τουλάχιστον ένα κράτος μέλος' εγχειρίδιο για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία εξ αφορμής ποδοσφαιρικών αγώνων | Manuel contenant des recommandations pour la mise en place, à l'échelle internationale, d'une coopération policière et de mesures visant à prévenir et à maîtriser la violence et les troubles liés aux matches de football revêtant une dimension internationale qui concernent au moins un État membre |
law | εθνικά μέτρα εκτέλεσης | mesures nationales d'exécution |
econ. | ειδικά εσωτερικά τιμολογιακά μέτρα | mesures tarifaires intérieures spéciales |
gov. | ειδικά μέτρα | mesures particulières |
fin. | ειδοποιώ το κράτος μέλος να λάβει μέτρα 1 | mettre l'Etat membre en demeure de prendre des mesures |
law | εκδίδω μέτρα | arrêter des mesures |
environ. | εκτίμηση των επιπτώσεων των κοινοτικών μέτρων στο περιβάλλον | évaluation de l'impact environnemental des mesures communautaires |
law | εκτελεστικά μέτρα | mesures d'exécution |
law | εκτελεστικά μέτρα | mesures d'application |
gen. | Ελάχιστοι κανόνες για τα μη περιοριστικά της ελευθερίας μέτρα' Κανόνες του Τόκυο | Règles minima des Nations unies pour l'élaboration de mesures non privatives de liberté |
gen. | Ελάχιστοι κανόνες για τα μη περιοριστικά της ελευθερίας μέτρα' Κανόνες του Τόκυο | Règles de Tokyo |
econ. | εναλλαγή επεκτατικών και περιοριστικών οικονομικών μέτρων | stop-go |
econ. | εναλλαγή επεκτατικών και περιοριστικών οικονομικών μέτρων | freinages réitérés de la croissance |
social.sc. | εναλλακτικά της φυλάκισης μέτρα | peines de substitution |
social.sc. | εναλλακτικά της φυλάκισης μέτρα | alternative à l'incarcération |
agric. | εναρμονισμένα φυτοϋγειονομικά μέτρα | mesures phytosanitaires harmonisées |
gen. | Ενδεικτικό πρόγραμμα σχετικά με τα συνοδευτικά χρηματοδοτικά και τεχνικά μέτρα για τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών στο πλαίσιο της ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης | programme indicatif relatif à des mesures d'accompagnement financières et techniques de la réforme des structures économiques et sociales dans le cadre du partenariat euro-méditerranéen |
gen. | Ενδεικτικό πρόγραμμα σχετικά με τα συνοδευτικά χρηματοδοτικά και τεχνικά μέτρα για τη μεταρρύθμιση των οικονομικών και κοινωνικών δομών στο πλαίσιο της ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης | programme indicatif MEDA |
econ., commer., life.sc. | Ενδιάμεση συμφωνία για το εμπόριο και τα συνοδευτικά μέτρα | Accord intérimaire sur le commerce et les mesures d'accompagnement |
commer. | ενοποίηση των μέτρων ελευθέρωσης | uniformisation des mesures de libéralisation |
law | ενοποίηση των μέτρων ελευθερώσεως | unification |
law | ενοποίηση των μέτρων ελευθερώσεως | uniformisation |
UN | εξαναγκαστικά μέτρα | mesures répressives |
UN | εξαναγκαστικά μέτρα | mesures coercitives |
UN | εξαναγκαστικά μέτρα | action coercitive |
environ. | επίπτωση των κοινοτικών μέτρων στο περιβάλλον | impact environnemental des mesures communautaires |
law | επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων | réexamen de mesures parvenant à expiration |
law | επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων | réexamen au titre de l'expiration des mesures |
gen. | επείγοντα μέτρα αναγκαστικής εφαρμογής | mesures d'urgence contraignantes |
econ., market. | επείγοντα μέτρα διασφάλισης | mesure de sauvegarde d'urgence |
commer., polit., interntl.trade. | επενδυτικά μέτρα που συνδέονται αποκλειστικά με τις εμπορευματικές συναλλαγές | mesures concernant les investissements qui sont liées au commerce des marchandises |
fin. | επενδυτικά μέτρα που συνδέονται με το εμπόριο | opérations d'investissement à caractère commercial |
fin. | επενδυτικά μέτρα που συνδέονται με το εμπόριο | Mesures concernant les investissements et liées au commerce |
econ., market. | επενδυτικά μέτρα συνδεόμενα με τις εμπορευματικές συναλλαγές | mesure concernant les investissements qui est liée au commerce des marchandises |
law, IT | επιβολή μέτρων διασφάλισης | méthode d'essai sécurité |
econ. | επιλεκτικά μέτρα | mesure discrétionnaire |
law, environ. | επιπτώσεις των κοινοτικών μέτρων στο περιβάλλον | impact environnemental des mesures communautaires |
health., anim.husb. | Επιστημονική Επιτροπή για τα Κτηνιατρικά Μέτρα σε σχέση με τη Δημόσια Υγεία | Comité scientifique des mesures vétérinaires en rapport avec la santé publique |
health., agric. | επιστημονική επιτροπή για τα κτηνιατρικά μέτρα σε σχέση με τη δημόσια υγεία | comité scientifique des mesures vétérinaires en rapport avec la santé publique |
fin. | επιτροπή άλλων μέτρων | Comité des autres mesures |
fin. | Επιτροπή για τα μέτρα διασφάλισης | comité de sauvegarde |
health. | Επιτροπή για τη θέσπιση μέτρων για την πρόληψη της διοχέτευσης ορισμένων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών | Comité pour les mesures à prendre afin d'empêcher le détournement de certaines substances pour la fabrication illicite de stupéfiants ou de substances psychotropes |
health. | Επιτροπή για τη θέσπιση μέτρων για την πρόληψη της διοχέτευσης ορισμένων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών | Comité des précurseurs de drogues |
energ.ind. | Επιτροπή για την εναρμόνιση των εθνικών μέτρων σχετικά με την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων των οικιακών συσκευών με την επισήμανση και την παροχή ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα | Comité pour l'harmonisation des mesures nationales concernant l'indication de la consommation des appareils domestiques en énergie et en autres ressources, par voie d'étiquetage et d'informations uniformes relatives aux produits |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης περί κοινοτικών μέτρων ενθάρρυνσης στον τομέα της απασχόλησης | Comité pour la mise en oeuvre de la décision relative aux mesures d'incitation communautaires dans le domaine de l'emploi |
gen. | Επιτροπή για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ'αυτούς ή απορρέουν από αυτούς κατά του εμπορικού αποκλεισμού | Comité pour la protection contre les effets de l'application extraterritoriale d'une législation adoptée par un pays tiers, ainsi que des actions fondées sur elle ou en découlant anti-boycott |
gen. | Επιτροπή για την τεχνική προσαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία | Comité d'adaptation technique de la législation concernant la mise en œuvre des mesures visant à promouvoir l'amélioration de la sécurité et de la santé des travailleurs au travail |
fin. | επιτροπή για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα | Comité des subventions et des mesures compensatoires |
law, fin. | Επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση των μέτρων κατά της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες | Comité d'experts sur l'évaluation des mesures de lutte contre le blanchiment des capitaux et le financement du terrorisme |
econ., market. | Επιτροπή Επενδυτικών Μέτρων στον τομέα του Εμπορίου | Comité des mesures concernant les investissements et liées au commerce |
econ., market. | Επιτροπή Επιδοτήσεων και Αντισταθμιστικών Μέτρων | Comité des subventions et des mesures compensatoires |
health. | επιτροπή κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στους χώρους εργασίας | Comité de réglementation concernant la mise en oeuvre des mesures pour promouvoir l'amélioration de la sécurité et de la santé des travailleurs sur le lieu de travail |
econ., market. | Επιτροπή Μέτρων Διασφάλισης | Comité des sauvegardes |
econ., market. | Επιτροπή Μέτρων Υγειονομικής και Φυτοϋγειονομικής Προστασίας | Comité des mesures sanitaires et phytosanitaires |
econ. | Επιτροπή περί θεσπίσεως συμπληρωματικών μέτρων υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου | Comité pour les mesures supplémentaires en faveur du Royaume-Uni |
health., agric., UN | Επιτροπή Φυτοϋγειονομικών Μέτρων | Commission sur les mesures phytosanitaires |
fin. | Εσωτερική συμφωνία μεταξύ των Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, όσον αφορά τα ληπτέα μέτρα και τις ακολουθητέες διαδικασίες για την εφαρμογή της συμφωνίας εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ | Accord interne entre les représentants des gouvernements des Etats membres, réunis au sein du Conseil, relatif aux mesures à prendre et aux procédures à suivre pour la mise en oeuvre de l'accord de partenariat ACP-CE |
gen. | Εσωτερική Συμφωνία σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν για την εφαρμογή της τέταρτης Σύμβασης ΑΚΕ-ΕΟΚ | Accord interne relatif aux mesures à prendre et aux procédures à suivre pour l'application de la quatrième convention ACP-CEE |
gen. | Ευρωπαίος συντονιστής για τα μέτρα πολιτικής προστασίας | coordinateur européen pour des actions de protection civile |
med. | ζώνη στην οποία ισχύουν περιοριστικά μέτρα | zone de restriction |
social.sc. | η αναλογικότητα των μέτρων αποκατάστασης της ισορροπίας | la proportionnalité des mesures de rééquilibrage |
law | η κανονικότης των εκτελεστικών μέτρων | la régularité des mesures d'exécution |
econ. | η λήψη των αναγκαίων κατά τις περιστάσεις μέτρων | les mesures à prendre en fonction des circonstances |
law | η Eπιτροπή ορίζει με επείγουσα διαδικασία τα μέτρα διασφαλίσεως | la Commission,par une procédure d'urgence,fixe les mesures de sauvegarde |
commer., polit. | η συμφωνία δεν αποκλείει την εφαρμογή μέτρων αντιστάθμισης τιμών γι'αυτά τα προϊόντα | l'accord n'exclut pas l'application de mesures de compensation des prix |
agric., construct. | θερμοκήπιο πλάτους 9 μέτρων για εντατική καλλιέργεια λαχανικών | serre de 9 m de large pour la culture intensive de légumes |
law, min.prod., fish.farm. | η ισοβαθής των 50 μέτρων | isobathe de 50 mètres |
gen. | καθιερωμένα μέτρα ασφαλείας | mesure de sécurité standard |
commer. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 38/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά την ανάθεση κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων | Règlement UE n ° 38/2014 du Parlement européen et du Conseil du 15 janvier 2014 modifiant certains règlements relatifs à la politique commerciale commune en ce qui concerne l'octroi de pouvoirs délégués et de compétences d'exécution en vue de l'adoption de certaines mesures |
commer. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 38/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά την ανάθεση κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων | loi Omnibus sur le commerce II |
commer. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 , για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά τις διαδικασίες θέσπισης ορισμένων μέτρων | Règlement UE n ° 37/2014 du Parlement européen et du Conseil du 15 janvier 2014 modifiant certains règlements relatifs à la politique commerciale commune en ce qui concerne les procédures d'adoption de certaines mesures |
commer. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 , για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά τις διαδικασίες θέσπισης ορισμένων μέτρων | loi Omnibus sur le commerce I |
fin., tax. | κατάργηση των μη δασμολογικών μέτρων | démantèlement des mesures non tarifaires |
gen. | Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων κυρώσεων στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της ΕΕ' Κατευθυντήριες γραμμές για τις κυρώσεις | lignes directrices concernant la mise en oeuvre et l'évaluation de mesures restrictives sanctions dans le cadre de la politique étrangère et de sécurité commune de l'UE |
agric. | κοινά μέτρα για την προώθηση ορισμένων προϊόντων | des actions communes pour le développement de la consommation de certains produits |
agric. | κοινά μέτρα για την προώθηση της καταναλώσεως ορισμένων προ2bόντων | des actions communes pour le développement de la consommation de certains produits |
gen. | κοινές και συντονισμένες πολιτικές και μέτρα | politiques et mesures communes et coordonnées |
fin. | Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά διάφορα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί καλύτερη λειτουργία της διαδικασίας του προϋπολογισμού, της 30ής Ιουνίου 1982 | Déclaration commune du Parlement européen, du Conseil et de la Commission du 30 juin 1982 relative à différentes mesures visant à assurer un meilleur déroulement de la procédure budgétaire |
fin. | Κοινή δήλωση όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα που θα εφαρμοστούν για τη διαδικασία του προϋπολογισμού μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας | déclaration commune sur les mesures transitoires applicables à la procédure budgétaire après l'entrée en vigueur du traité de Lisbonne |
agric. | κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεως για τα δασικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας | régime communautaire d'aides aux mesures forestières en agriculture |
social.sc. | κοινωνικά μέτρα | volet social |
insur., social.sc. | κοινωνικά μέτρα των Ταμείων οικογενειακών επιδομάτων | action sociale des caisses d'allocations familiales |
agric. | κοινωνικοδιαρθρωτικά μέτρα | mesure à caractère socio-structurel |
law | κράτηση βάσει διοικητικών μέτρων | internement administratif |
nat.sc., agric. | κτηνιατρικά μέτρα | mesures vétérinaires |
social.sc., lab.law. | κώδικας πρακτικής για τα μέτρα καταπολέμησης της σεξουαλικής παρενόχλησης | code de pratique visant à combattre le harcèlement sexuel |
chem. | Λάβετε προστατευτικά μέτρα έναντι ηλεκτροστατικών εκκενώσεων. | Prendre des mesures de précaution contre les décharges électrostatiques. |
law | λήψη προσωρινών μέτρων | application des mesures provisoires |
earth.sc. | λαμβάνω μέτρα σχετικά με τις πηγές θορύβου | agir au niveau des sources de bruit |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | λαμβάνω προνοιακά μέτρα | assister |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | λαμβάνω προνοιακά μέτρα | accorder assistance |
tax., busin., labor.org. | λαμβάνω τα ενδεδειγμένα μέτρα για την καταστολή οποιασδήποτε παράβασης της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου | adopter les dispositions appropriées pour réprimer toute infraction à l'obligation de secret |
law | λαμβάνω τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως | prendre les mesures que comporte l'exécution de la décision d'annulation |
tech. | μέτρα ανά λεπτό | mètres par minute |
agric. | μέτρα ανάπτυξης εστιαζόμενα σ'ένα συγκεκριμένο στόχο | mesure ciblée de développement |
law | μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης | moyen de contrainte |
law | μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης | moyens de contrainte |
law | μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης | moyen de coercision |
gen. | μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης | voie d'exécution |
gen. | μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης | mesure d'exécution forcée |
fin. | μέτρα αναγνώρισης | mesures d'identification |
environ., agric. | μέτρα αναδάσωσης | travail d'afforestation |
environ., agric. | μέτρα αναδάσωσης | mesure de boisement |
fin., agric. | μέτρα αντεπιδοτήσεων | mesure antisubventions |
fin., agric. | μέτρα αντεπιδοτήσεων | mesure antisubvention |
fin., agric. | μέτρα αντεπιδοτήσεων | action antisubventions |
gen. | μέτρα αντιμετωπίσεως συνεπειών εκτάκτου ανάγκης και καταστροφικής αστοχίας | mesures à prendre en cas d'accident et de catastrophe |
social.sc. | μέτρα αντιμετώπισης της χρήσης ναρκωτικών | réponse aux problèmes posés par l'usage de drogue |
econ. | μέτρα αντιντάμπινγκ | mesure antidumping |
fin., polit. | μέτρα απαγόρευσης ή περιορισμού | mesures de prohibition ou de restriction |
agric. | μέτρα αποθηκεύσεως και λογιστικής μεταφοράς | des mesures de stockage et de report |
gen. | μέτρα αποτρέποντα ατύχημα | dispositifs préventifs contre les accidents |
stat. | μέτρα απόκλισης του Haldane | mesures d'anomalie de Haldane |
stat. | μέτρα απόστασης | mesures de distance |
life.sc. | μέτρα ασφαλείας κατά των χιονοστιβάδων | mesures de sécurité contre les avalanches |
life.sc. | μέτρα ασφαλείας κατά των χιονοστιβάδων | protection contre les avalanches |
life.sc. | μέτρα ασφαλείας κατά των χιονοστιβάδων | lutte contre les avalanches |
gov. | μέτρα ατομικού χαρακτήρα | mesure de caractère individuel |
commer., polit., fish.farm. | μέτρα αυτοπεριορισμού | mesure d'autolimitation |
energ.ind. | μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης | mesures visant à améliorer l'efficacité énergétique |
agric. | μέτρα για προσωρινή παύση καλλιέργειας των γαιών | mesure de set-aside |
agric. | μέτρα για προσωρινή παύση καλλιέργειας των γαιών | mesure de mise en jachère |
fin. | μέτρα για τη διαπίστωση της ταυτότητας | mesure d'identification |
environ. | μέτρα για τη μείωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε μόλυβδο ή άλλα ρυπαντικά υποκατάστατα | mesures pour réduire les concentrations dans l'air de plomb ou d'autres produits de substitution polluants |
fin., agric. | μέτρα για τη μείωση των αποθεμάτων | mesure de déstockage |
fin., agric. | μέτρα για τη ρευστοποίηση των αποθεμάτων | mesure de déstockage |
fin. | μέτρα για την κατάργηση των νομισματικών αποκλίσεων | mesures de démantèlement des écarts monétaires |
environ. | μέτρα για την καταπολέμηση και εξάλειψη της ρύπανσης | mesures de dépollution |
health. | μέτρα για την μείωση του κυκλοφοριακού θορύβου | mesures pour l'apaisement du trafic |
gen. | μέτρα για την προστασία από φορητά αντιαεροπορικά συστήματα | mesures de protection contre les systèmes antiaériens portables |
gen. | μέτρα δημιουργίας εμπιστοσύνης | mesures susceptibles d'améliorer la confiance et la sécurité |
gen. | μέτρα δημιουργίας εμπιστοσύνης | mesures de confiance et de sécurité |
econ., fin. | μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης | effort budgétaire |
econ., fin. | μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης | relance par voie budgétaire |
econ., fin. | μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης | relance budgétaire |
econ., fin. | μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης | impulsion budgétaire |
fin. | μέτρα διάσωσης | plan de sauvetage |
fin. | μέτρα διακοπής συναλλαγών | coupe-circuit |
fin. | μέτρα διαπίστωσης της ταυτότητας | mesures d'identification |
busin., labor.org. | μέτρα διασφάλισης και διατήρησης της πτωχευτικής περιουσίας | mesure de conservation des biens du débiteur |
commer., market. | μέτρα διασφαλίσεως | mesures de sauvegarde |
gen. | μέτρα διαχείρισης | mesures de gestion |
agric., polit. | μέτρα εκτατικοποίησης των καλλιεργειών | mesures d'extensification des cultures |
gen. | μέτρα εκφοβισμού | mesures d'intimidation |
environ. | Μέτρα ελάττωσης | mesures d'abattement |
fin. | μέτρα ελέγχου | mesures de lutte |
gen. | μέτρα ελέγχου | mesures de contrôle |
fin. | μέτρα ελέγχου κινδύνων | mesures de contrôle des risques |
law | μέτρα ελέγχου μη στερητικά της ελευθερίας | mesure de contrôle non privative de liberté |
fin. | μέτρα ελέγχου της παραγωγής | mesure de maîtrise de la production |
environ. | μέτρα ελέγχου της ρύπανσης | mesure de contrôle de pollution |
environ. | μέτρα ελέγχου της ρύπανσης | mesure de contrôle de la pollution |
fin. | μέτρα ελευθερώσεως ή απαλύνσεως | mesures de libération ou d'assouplissement |
commer., polit. | μέτρα εμπορικής πολιτικής | mesures de politique commerciale |
law | μέτρα ενθάρρυνσης | actions d'encouragement |
commer., polit. | Μέτρα Εξαγωγικών Αυτοπεριορισμών | autolimitation des exportations |
commer., polit. | Μέτρα Εξαγωγικών Αυτοπεριορισμών | arrangement de commercialisation ordonnée |
fin., insur. | μέτρα εξυγίανσης | mesures de redressement |
fin., insur. | μέτρα εξυγίανσης | mesures d'assainissement |
econ. | μέτρα επαναδραστηριοποίησης της οικονομίας | mesure de relance |
account. | μέτρα επανόρθωσης όσον αφορά τις παρατυπίες | mesures correctrices concernant les irrégularités |
law, fin. | μέτρα επιβολής | mesures visant à faire respecter les règles fixées |
law, fin. | μέτρα επιβολής | mesures visant au respect des dispositions applicables |
law, fin. | μέτρα επιβολής | mesures d'exécution financières |
fin. | μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων | mesures de capital-investissement |
environ., energ.ind. | μέτρα εφαρμογής | mesures d'exécution |
gen. | μέτρα εφαρμογής | mesures d'application |
stat. | μέτρα θέσης | paramètre de position |
stat. | μέτρα θέσης | mesure de position |
stat. | μέτρα θέσης | mesure de la tendance centrale |
stat. | μέτρα θέσης | caractéristique de tendance centrale |
fin., polit. | μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος | mesures d'effet équivalent |
energ.ind., el. | μέτρα και επίπεδα περιορισμού/στγκράτησης | mesures et niveaux de confinement |
econ. | μέτρα και σταθμά | poids et mesures |
law, tax. | μέτρα κατά της φοροαποφυγής | moyens de lutte contre l'évasion fiscale |
tax. | μέτρα κατά της φοροδιαφυγής | moyens de lutte contre la fraude fiscale |
econ., fin. | μέτρα κατά χρηματιστηριακής επίθεσης | pilule empoisonnée |
econ., fin. | μέτρα κατά χρηματιστηριακής επίθεσης | mesures anti-OPA |
environ. | Μέτρα καταπολέμησης | mesures d'abattement |
stat. | μέτρα κεντρικής τάσης | mesure de position |
stat. | μέτρα κεντρικής τάσης | paramètre de position |
stat. | μέτρα κεντρικής τάσης | mesure de la tendance centrale |
stat. | μέτρα κεντρικής τάσης | caractéristique de tendance centrale |
insur., social.sc. | μέτρα κοινωνικής αναπροσαρμογής ή επαγγελματικής αναπροσαρμογής | mesures de réadaptation sociale ou réadaptation professionnelle |
econ., market. | μέτρα λαμβανόμενα από τα μέλη | mesures des membres |
econ. | μέτρα λιτότητας | politique de rigueur |
econ. | μέτρα λιτότητας | rigueur |
econ. | μέτρα λιτότητας | politique d'austérité |
econ. | μέτρα λιτότητας | austérité |
environ. | μέτρα μετεπεξεργασίας | mesures de post-traitement |
gen. | Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης | mesures susceptibles d'améliorer la confiance et la sécurité |
gen. | Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης | mesures de confiance et de sécurité |
gen. | μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης | mesures susceptibles d'améliorer la confiance et la sécurité |
gen. | μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης | mesure de confiance |
gen. | μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης | mesures de confiance et de sécurité |
gen. | μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας | mesure de confiance et de sécurité |
law, min.prod. | μέτρα οικονομικής ρυθμιστικής βοήθειας | mesure d'assistance propre à faciliter l'ajustement économique |
law | μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας | mesure d'organisation de la procédure |
law | μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή αποδεικτικά μέσα | mesure d'organisation de la procédure ou d'instruction |
law | μέτρα πάταξης | mesure répressive |
fin., IT | μέτρα παρέμβασης | mesures d'intervention |
gen. | μέτρα παραλλαγής | mesures de dissimulation |
gen. | μέτρα παραλλαγής | mesure de dissimulation |
gen. | μέτρα παραλλαγής | mesure de camouflage |
gen. | μέτρα παραλλαγής | mesures de camouflage |
agric. | μέτρα παύσης της καλλιέργειας γαιών | mesures de retrait des terres cultivables |
fin. | μέτρα περιορισμού συναλλαγών | coupe-circuit |
environ. | μέτρα/γεωλογικά πετρώματα | mesure |
environ., polit., agric. | μέτρα που αφορούν το γεωργοπεριβαλλοντικό τομέα | mesures agroenvironnementales |
fin. | μέτρα που αφορούν το εμπόριο | mesure commerciale |
fin. | μέτρα που βασίζονται στις τιμές | mesure fondée sur les prix |
commer. | μέτρα που επηρεάζουν τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών | mesures qui affectent le commerce des services |
social.sc. | μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα | mesures prévoyant des avantages spécifiques destinés à faciliter l'exercice d'une activité professionnelle par le sexe sous-représenté |
law | μέτρα πραγματογνωμοσύνης | mesures d'expertise |
environ. | μέτρα προεπεξεργασίας | mesures de prétraitement |
gen. | μέτρα προπαρασκευής,εκτίμησης,παρακολούθησης και αξιολόγησης | mesures de préparation,d'appréciation,de suivi et d'évaluation |
law | μέτρα προσέγγισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων | mesures de rapprochement des dispositions législatives et réglementaires |
fin. | μέτρα προσαρμογής | mesures d'adaptation |
commer., market. | μέτρα προστασίας | mesures de sauvegarde |
law, lab.law. | μέτρα προστασίας | dispositif de protection |
environ. | μέτρα προστασίας από αέρια | mesures de protection contre les gaz |
law, IT | μέτρα προστασίας κατά κλοπής | mesure de protection contre le vol |
med. | μέτρα προφύλαξης | précautions |
social.sc., lab.law., mech.eng. | μέτρα πρόληψης | mesures de prévention |
law | μέτρα πρόληψης ατυχημάτων | politique de prévention des accidents |
tech. | μέτρα , πρότυπα και τεχνικές αναφοράς | mesures, étalons et techniques de référence |
gen. | μέτρα πρώτων βοηθειών | mesure de premier secours |
fin. | μέτρα ρύθμισης της τραπεζικής ρευστότητας | mesures de régulation de la liquidité bancaire |
fin., agric., tech. | μέτρα στήριξης | mesure de soutien |
agric. | μέτρα συγκράτησης της αγοράς | mesure de maétrise du marché |
fin., agric. | μέτρα συνυπευθυνότητας | mesure de coresponsabilité |
law | μέτρα σχετικά με την είσοδο και την κυκλοφορία των προσώπων στην εσωτερική αγορά | mesures relatives à l'entrée et à la circulation des personnes dans le marché intérieur |
law, sociol. | μέτρα σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση ή την κοινωνική προστασία | mesures concernant la sécurité sociale ou la protection sociale |
commer., polit., interntl.trade. | μέτρα σχετικά με τις εμπορικές επενδύσεις | mesures concernant les investissements et liées au commerce |
life.sc. | με έμμεσα μέτρα | méthode indirecte de lutte contre le gel |
law | μεταβατικά μέτρα | mesures transitoires |
gen. | Modus vivendi μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς τα εκτελεστικά μέτρα που θα ισχύουν για όσες πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία του άρθρου 189Β της Συνθήκης ΕΟΚ | Modus vivendi entre le Parlement européen, le Conseil et la Commission concernant les mesures d'exécution des actes arrêtés selon la procédure visée à l'article 189 B du traité CE |
tech. | μετροταινία των δέκα μέτρων | décamètre à ruban |
commer., polit. | μη δασμολογικά μέτρα | mesures non tarifaires |
gen. | μη δασμολογικά μέτρα | mesure non tarifaire |
cust. | μη δασμολογικά προτιμησιακά μέτρα | mesure préférentielle non tarifaire |
law | μη κοινοποίηση των εθνικών μέτρων εκτέλεσης | non-communication des mesures nationales d'exécution |
law | μη κοινοποίηση των εθνικών μέτρων εφαρμογής των οδηγιών | non-communication des mesures nationales d'exécution des directives |
law | ο έλεγχος της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων | le contrôle de la régularité des mesures d'exécution relève de la compétence des juridictions nationales |
immigr. | οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων | directive relative à la protection temporaire |
immigr. | οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων | directive du Conseil relative à des normes minimales pour l'octroi d'une protection temporaire en cas d'afflux massif de personnes déplacées et à des mesures tendant à assurer un équilibre entre les efforts consentis par les États membres pour accueillir ces personnes et supporter les conséquences de cet accueil |
law | οι διατάξεις δεν αποκλείουν τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να προετοιμάζει, να εγκρίνει και να εκτελεί μέτρα, ανεξάρτητα από τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη | les dispositions n'empêchent pas une partie d'élaborer, d'adopter ou de mettre en oeuvre des mesures en toute indépendance |
social.sc. | οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει αυτών | les prescriptions du présent chapitre et les mesures prises en vertu de celles-ci |
fin., environ. | ομάδα για τα περιβαλλοντικά μέτρα και το διεθνές εμπόριο | groupe sur les mesures environnementales et le commerce international |
gen. | Ομάδα για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας | Groupe "Application de mesures spécifiques en vue de lutter contre le terrorisme" |
gen. | Ομάδα "Διαρθρωτικά μέτρα" | Groupe "Actions structurelles" |
gen. | Ομάδα εποπτείας της εφαρμογής των μεταβατικών μέτρων για την ενοποίηση της Γερμανίας | Groupe de suivi de la mise en oeuvre des mesures transitoires de l'unification de l'Allemagne |
fin., environ. | ομάδα εργασίας αρμόδια για τα περιβαλλοντικά μέτρα και τις διεθνείς συναλλαγές | groupe de travail mesures environnementales et commerce international |
stat., social.sc. | οπαδός των περιοριστικών μέτρων | malthusien |
agric. | πίναξ προληπτικών μέτρων | barême de préparation |
fin., tech. | πακέτο μέτρων | train de mesures |
law | πακέτο μέτρων μεταρρύθμισης | train de réformes |
law | πειθαρχικά μέτρα | sanction disciplinaire |
law, lab.law. | πειθαρχικά μέτρα | mesure disciplinaire |
law, lab.law. | πειθαρχικά μέτρα | mesure de discipline |
econ., stat. | περιοριστικά μέτρα | mesures restrictives |
fin. | περιστασιακά μέτρα | actions circonstancielles |
health. | πολιτική που αφορά στα μέτρα ασφαλείας | politique de sécurité |
energ.ind. | Πολυετές πρόγραμμα-πλαίσιο για δράσεις στον τομέα της ενέργειας 1998- 2002 και συναφή μέτρα | programme-cadre pluriannuel pour des actions dans le secteur de l'énergie 1998-2002 et des mesures connexes |
fin., industr. | Πολωνική Επιτροπή Τυποποίησης, Μέτρων και Σταθμών και Ποιοτικού Ελέγχου | comité polonais de normalisation, de contrôle des mesures et de la qualité |
environ. | προγράμματα και μέτρα που αφορούν τις απορρίψεις υδραργύρου και καδμίου | programmes et mesures portant sur les rejets de mercure et de cadmium |
econ. | προληπτικά αντισεισμικά μέτρα | prévention antisismique |
med. | προληπτικά μέτρα | mesures préventives |
fin., health. | προληπτικά μέτρα | mesure de sauvegarde |
law, lab.law. | προληπτικά μέτρα | mesure préventive |
law, lab.law. | προληπτικά μέτρα | mesure de sécurité |
med. | προληπτικά μέτρα | mesures de prévention |
health., lab.law., environ. | προληπτικά μέτρα ασφάλειας για τους χρήστες | précautions à prendre par les utilisateurs |
health., lab.law., environ. | προληπτικά μέτρα ασφάλειας για τους χρήστες | précautions à prendre par les opérateurs |
fin. | προληπτικά μέτρα κατά της απάτης | mesure de prévention des fraudes |
agric., construct. | προληπτικά μέτρα κατά της φωτιάς | prévention contre le feu |
agric., construct. | προληπτικά μέτρα κατά της φωτιάς | prévention générale contre les incendies |
agric., construct. | προληπτικά μέτρα κατά της φωτιάς | prévention contre l'incendie |
R&D. | προοδευτικό πρόγραμμα μέτρων' μεταφερόμενο πρόγραμμα; διάδοχο πρόγραμμα; κυλιόμενο πρόγραμμα | programme glissant |
R&D. | προοδευτικό πρόγραμμα μέτρων' μεταφερόμενο πρόγραμμα; διάδοχο πρόγραμμα; κυλιόμενο πρόγραμμα | programme relais |
R&D. | προοδευτικό πρόγραμμα μέτρων' μεταφερόμενο πρόγραμμα; διάδοχο πρόγραμμα; κυλιόμενο πρόγραμμα | programme de roulement |
gen. | προπαρασκευαστικά και επικουρικά μέτρα | mesure préparatoire |
gen. | προπαρασκευαστικά και επικουρικά μέτρα | mesure de préparation |
fin. | προσθετικότητα των μέτρων | additionnalité des mesures |
law, IT | προστασία με οργανωτικά μέτρα | protection par mesures organisationelles |
econ. | προσφεύγει σε μέτρα οικονομικής πολιτικής | avoir recours à des instruments de politique économique |
law | προσωρινά και συντηρητικά μέτρα | mesures provisoires et conservatoires |
law, commer. | προσωρινά μέτρα | mesures provisoires |
agric. | προσωρινά μέτρα | mesure conservatoire |
fin. | προσωρινά μέτρα που εφαρμόζονται μετά την ενοποίηση της Γερμανίας | mesures provisoires applicables après l'unification de l'Allemagne |
fin., econ. | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης | Cadre temporaire pour les aides d'État |
fin., econ. | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης | Cadre communautaire temporaire pour les aides d'État destinées à favoriser l'accès au financement dans le contexte de la crise économique et financière actuelle |
econ. | προτείνει τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής | proposer les mesures nécessaires pour remédier à cette situation |
fin., polit. | προτιμησιακά δασμολογικά μέτρα | mesures tarifaires préférentielles |
cust. | προτιμησιακά μέτρα | mesure préférentielle |
med. | προφυλακτικά μέτρα | précautions |
med. | προφυλακτικά μέτρα της ψυχικής υγιεινής | mesures préventives de l'hygiène mentale |
med. | προφυλακτικά μέτρα υγιεινής | mesures préventives pour la santé publique |
ed. | Πρωτοβουλία "Βία στα σχολεία" - μέτρα για την καταπολέμηση της βίας στο σχολικό περιβάλλον | Initiative "Violence à l'école" - Mesures visant à lutter contre la violence en milieu scolaire |
social.sc. | Πρωτοβουλία ΔΑΦΝΗ - Μέτρα για την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | Initiative Daphné - Mesures visant à combattre la violence exercée envers les enfants, les adolescents et les femmes |
gen. | πρόγραμμα για τη λήψη θετικών μέτρων | programme de mesures positives |
econ., polit., loc.name. | πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα της Μαδέρας και των Αζορών | Programme d'options spécifique à l'éloignement et à l'insularité de Madère et des Açores |
econ. | Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα της Μαδέρας και των Αζορών | Programme d'options spécifiquement adaptées à l'éloignement et à l'insularité de Madère et des Açores |
econ. | Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα της Μαδέρας και των Αζορών | Programme d'options spécifiques à l'éloignement et à l'insularité de Madère et des Açores |
econ. | Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των γαλλικών υπερπόντιων διαμερισμάτων | Programme d'options spécifiquement adaptées à l'éloignement et à l'insularité des départements français d'outre-mer |
econ. | Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των γαλλικών υπερπόντιων διαμερισμάτων | Programme d'options spécifiques à l'éloignement et à l'insularité des départements français d'outre-mer |
econ. | Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των Καναρίων Νήσων | Programme d'options spécifiquement adaptées à l'éloignement et à l'insularité des îles Canaries |
econ., polit., loc.name. | πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των Καναρίων Νήσων | programme d'options spécifiques à l'éloignement et à l'insularité des îles Canaries |
gen. | Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των Καναρίων Νήσων | Programme d'options spécifiques à l'éloignement et à l'insularité des îles Canaries |
econ. | πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των υπερπόντιων διαμερισμάτων | programme d'options spécifiques à l'éloignement et à l'insularité des départements d'outre-mer |
econ. | Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιώτικου χαρακτήρα των γαλλικών υπερπόντιων διαμερισμάτων | P rogramme d'o ptions s pécifiques à l'éloignement et à l'i nsularité des départements français d'o utre-m er |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | programme Daphné |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | programme Daphné II |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | programme d'action communautaire programme Daphné, 2000-2003 relatif à des mesures préventives pour lutter contre la violence envers les enfants, les adolescents et les femmes |
h.rghts.act., social.sc. | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών | programme d'action communautaire 2004-2008 visant à prévenir et à combattre la violence envers les enfants, les adolescents et les femmes et à protéger les victimes et les groupes à risque programme Daphné II |
immigr., transp., nautic. | πρόγραμμα μέτρων για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης μέσω των θαλασσίων συνόρων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Programme de mesures de lutte contre l'immigration clandestine par voie maritime dans les États membres de l'Union européenne |
h.rghts.act., IT | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα για την εξασφάλιση κοινού υψηλού επιπέδου ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση | directive relative à la cybersécurité |
h.rghts.act., IT | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα για την εξασφάλιση κοινού υψηλού επιπέδου ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση | directive concernant des mesures destinées à assurer un niveau élevé commun de sécurité des réseaux et de l'information dans l'Union |
insur. | ρήτρα λογικών προστατευτικών μέτρων | clause bon père de famille |
fin., econ., agric. | σταθεροποιητικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας | stabilisateur agricole |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα ειδικά μέτρα κοινοτικού ενδιαφέροντος στον τομέα της απασχόλησης | Comité consultatif pour les mesures particulières d'intérêt communautaire dans le domaine de l'emploi |
energ.ind. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Ειδικά Μέτρα Κοινοτικού Ενδιαφέροντος στον Τομέα της Ενεργειακής Στρατηγικής | Comité consultatif pour les mesures particulières d'intérêt communautaire relevant de la stratégie énergétique |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα ειδικά μέτρα κοινοτικού ενδιαφέροντος στον τομέα της ενεργειακής στρατηγικής | Comité consultatif pour les mesures particulières d'intérêt communautaire relevant de la stratégie énergétique |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα ειδικά μέτρα κοινοτικού ενδιαφέροντος όσον αφορά τα έργα υποδομής στις μεταφορές | Comité consultatif pour les mesures particulières d'intérêt communautaire en matière d'infrastructures de transport |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Αυστρία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Autriche |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Ελβετία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Suisse |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα διασφαλίσεως - Ελβετία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Suisse |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Ισλανδία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Islande |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Ισπανία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Espagne |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Νορβηγία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Norvège |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα διασφαλίσεως - Νορβηγία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Norvège |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Πορτογαλία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Portugal |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Σουηδία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Suède |
commer., polit. | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Μέτρα Διασφαλίσεως - Τουρκία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Turquie |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα διασφαλίσεως - Τουρκία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Turquie |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Comité consultatif pour les mesures à prendre en cas de crise dans le marché des transports de marchandises par route et pour l'application de la législation relative aux conditions de l'admission des transporteurs non-résidents aux transports nationaux de marchandises par route dans un Etat membre cabotage |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας 88/105/ΕΟΚ σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας | Comité consultatif pour l'application de la directive 88/105/CEE concernant la transparence des mesures régissant la fixation des prix des médicaments à usage humain et leur inclusion dans le champ d'application des systèmes nationaux d'assurance-maladie |
environ. | συμβουλευτική επιτροπή "κοινοτικά μέτρα για το περιβάλλον" | Comité consultatif "actions communautaires pour l'environnement" |
UN | Συμβουλευτική Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για τη Χρηματοδότηση Μέτρων για την Κλιματική Αλλαγή | groupe consultatif de haut niveau sur le financement de la lutte contre le changement climatique |
gen. | Συμβουλευτική ᄉπιτροπή για τα μέτρα διασφαλίσεως - Ισλανδία | Comité consultatif pour les mesures de sauvegarde - Islande |
fin., econ. | συμπληρωματικά μέτρα υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου | mesures supplémentaires en faveur du Royaume-Uni |
fin. | συμφωνία για επενδυτικά μέτρα στον τομέα του εμπορίου | accord relatif aux mesures d'investissement liées au commerce |
econ., market. | Συμφωνία για τα επενδυτικά μέτρα στον τομέα του εμπορίου | Accord sur les mesures concernant les investissements et liées au commerce |
fin. | συμφωνία για τα μέτρα διασφάλισης | accord sur les sauvegardes |
gen. | Συμφωνία για τα μέτρα διασφάλισης | Accord sur les sauvegardes |
gen. | Συμφωνία για την εφαρμογή μέτρων υγειονομικής και φυτοϋγειονομικής προστασίας | Accord sur l'application des mesures sanitaires et phytosanitaires |
fin. | συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα | accord sur les subventions et les mesures compensatoires |
fin. | συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα | accord sur les subventions |
econ., market. | Συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα | Accord sur les subventions et les mesures compensatoires |
fin. | συμφωνία επί επιδοτήσεων και αντισταθμιστικών μέτρων | accord sur les subventions et les mesures compensatoires |
fin. | συμφωνία επί επιδοτήσεων και αντισταθμιστικών μέτρων | accord sur les subventions |
tax. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις | Accord entre la Communauté européenne et la République de Saint-Marin prévoyant des mesures équivalentes à celles prévues dans la directive 2003/48/CE du Conseil en matière de fiscalité des revenus de l'épargne sous forme de paiements d'intérêts |
tax. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις | Accord entre la Communauté européenne et la Confédération suisse prévoyant des mesures équivalentes à celles prévues dans la directive 2003/48/CE du Conseil en matière de fiscalité des revenus de l'épargne sous forme de paiements d'intérêts |
tax. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις | Accord entre la Communauté européenne et la Principauté d'Andorre prévoyant des mesures équivalentes à celles prévues dans la directive 2003/48/CE du Conseil en matière de fiscalité des revenus de l'épargne sous forme de paiements d'intérêts |
tax. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις | Accord entre la Communauté européenne, et la Principauté de Liechtenstein prévoyant des mesures équivalentes à celles prévues dans la directive 2003/48/CE du Conseil en matière de fiscalité des revenus de l'épargne sous forme de paiements d'intérêts |
tax. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου του Μονακό που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου | Accord entre la Communauté européenne et la Principauté de Monaco prévoyant des mesures équivalentes à celles que porte la directive 2003/48/CE du Conseil |
fin., agric. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περί Υγειονομικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων που εφαρμόζονται στο εμπόριο των ζώντων ζώων και των ζωικών προϊόντων | accord entre la Communauté européenne et les Etats-Unis d'Amérique relatif aux mesures sanitaires de protection de la santé publique et animale applicables au commerce d'animaux vivants et de produits animaux |
commer., polit. | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με αμοιβαία μέτρα απελευθέρωσης και με την αντικατάσταση των γεωργικών πρωτοκόλλων αριθ. 1 και 3 της συμφωνίας σύνδεσης ΕΚ-Βασιλείου του Μαρόκου | Accord sous forme d'échange de lettres entre la Communauté européenne et le Royaume du Maroc concernant les mesures de libéralisation réciproques et le remplacement des protocoles agricoles de l'accord d'association CE-Royaume du Maroc |
commer., polit. | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Κράτους του Ισραήλ σχετικά με αμοιβαία μέτρα ελευθέρωσης και με την αντικατάσταση των πρωτοκόλλων αριθ. 1 και 2 της συμφωνίας σύνδεσης ΕΚ-Ισραήλ | Accord sous forme d'échange de lettres entre la Communauté européenne et l'État d'Israël concernant les mesures de libéralisation réciproques et le remplacement des protocoles nos 1 et 2 de l'accord d'association CE-Israël |
econ., fin. | συνδυασμός μέτρων | dosage de mesures |
econ., fin. | συνδυασμός μέτρων | dosage macroéconomique |
econ., fin. | συνδυασμός μέτρων | combinaison de mesures |
econ., social.sc. | Συνοδευτικά μέτρα για τις μεταρρυθμίσεις των οικονομικών και κοινωνικών διαρθρώσεων στις τρίτες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου | Mesures d'accompagnement à la réforme des structures économiques et sociales dans les pays tiers du bassin méditerranéen |
commer., polit. | συνοδευτικά μέτρα υπέρ των χωρών που έχουν υπογράψει το πρωτόκολλο για τη ζάχαρη | mesures d'accompagnement en faveur des pays signataires du protocole sur le sucre |
commer., polit. | συνοδευτικά μέτρα υπέρ των χωρών που έχουν υπογράψει το πρωτόκολλο για τη ζάχαρη | mesures d'accompagnement du protocole sur le sucre |
fin. | συντηρητικά μέτρα | mesures conservatoires |
law | συντηρητικά μέτρα | mesures protectrices |
energ.ind. | συντονισμένα μέτρα αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης | mesures coordonnées en cas d'urgence |
gen. | σχέδιο εκτάκτων μέτρων | plan de sécurité |
gen. | σχέδιο μέτρων | projet de mesures |
law | σχέδιο των ληπτέων μέτρων | projet des mesures à prendre |
relig. | Σύμβαση "αφορώσα εις τα ληφθησόμενα μέτρα διά την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών" | Convention concernant les mesures à prendre pour interdire et empêcher l'importation, l'exportation et le transfert de propriété illicites des biens culturels |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση και τα ανάλογα μέτρα προστασίας του προσώπου | Convention concernant l'interdiction et les mesures de protection analogues |
gen. | τα αναγκαία προσωρινά μέτρα | les mesures provisoires nécessaires |
gen. | τα αρχικά και μεταβατικά μέτρα | les mesures initiales et transitoires |
econ. | τα μέτρα ή κάθε πρακτική που εμποδίζουν την ελεύθερη επιλογή του προμηθευτού από τον αγοραστή | les mesures ou pratiques faisant obstacle au libre choix par l'acheteur de son fournisseur |
econ. | τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται | ces mesures ne peuvent porter atteinte aux objectifs énoncés |
fin. | τα μέτρα που υπέδειξε η Eπιτροπή | les mesures suggérées par la Commission |
fin. | τα μέτρα τα οποία αφορούν την προστασία της αποταμιεύσεως | les mesures qui touchent à la protection de l'épargne |
fin. | τα Kράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα | les Etats membres prennent toutes dispositions |
gen. | τεχνικά μέτρα ασφαλείας | dispositifs de sauvegarde |
law, IT | τεχνικά μέτρα προστασίας δεδομένων | mesures techniques de protection |
law, IT | τεχνικά μέτρα προστασίας δεδομένων | mesures de protection technologiques |
law, IT | τεχνολογικά μέτρα προστασίας δεδομένων | mesures techniques de protection |
law, IT | τεχνολογικά μέτρα προστασίας δεδομένων | mesures de protection technologiques |
law | τμήμα ασφαλιστικών μέτρων | procédure incidente |
law | τμήμα ασφαλιστικών μέτρων | juridiction des référés |
fin. | το εν λόγω Kράτος οφείλει να τροποποιήσει,αναστείλει ή καταργήσει τα ανωτέρω μέτρα διασφαλίσεως | l'Etat intéressé doit modifier,suspendre ou supprimer les mesures de sauvegarde susvisées |
UN | το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση θα λάβει μέτρα για να εξακριβώσει την ταυτότητα, να ανακαλύψει και να δεσμεύσει ή να κατάσχει έσοδα, περιουσία, μέσα ή οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα ..., με σκοπό την ενδεχόμενη δήμευση | la Partie requise prend des mesures pour identifier, détecter et geler ou saisir les produits, les biens, les instruments ou toutes autres choses ... aux fins de confiscation éventuelle |
energ.ind. | τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια | troisième paquet "Énergie" |
energ.ind. | τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια | troisième paquet législatif pour un marché intérieur du gaz et de l'électricité dans l'UE |
energ.ind. | τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ | troisième paquet "Énergie" |
energ.ind. | τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ | troisième paquet législatif pour un marché intérieur du gaz et de l'électricité dans l'UE |
econ. | Euromanagement-τυποποίηση και πιστοποίηση:μέτρα για την παροχή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σε θέματα τυποποίησης και πιστοποίησης | Euromanagement-normalisation,certification,qualité et sécurité:services de conseil aux petites et moyennes entreprises |
social.sc. | υγειονομικά μέτρα | action sanitaire |
med. | υγειονομικά μέτρα περιορισμού | mesure sanitaire de restriction |
gen. | υγειονομική και φυτοϋγειονομική προστασία; υγειονομικά και φυτοϋγειονομικά μέτρα | mesures sanitaires et phytosanitaires |
environ. | υδραυλικά μέτρα | mesures hydrauliques |
gen. | Υποεπιτροπή γεωργίας του πρωτοκόλλου περί των εμπορικής φύσεως υγειονομικών ᄎαι φυτοϋγειονομικών μέτρων καθώς και μέτρων για την ορθή μεταχείριση των ζώων | Sous-comité "Agriculture" du Protocole concernant les mesures sanitaires, phytosanitaires et en faveur du bien-être des animaux applicables aux échanges |
tax. | φορολογικά μέτρα με επιζήμια αποτελέσματα | mesure fiscale dommageable |
fin. | φόρος για μέτρα ασφαλείας | taxe de sécurité |
chem. | Χρειάζονται ειδικά μέτρα βλέπε … στην ετικέτα. | Mesures spécifiques voir … sur cette étiquette. |
gen. | χρησιμοποίηση δοκιμαστικών μέτρων | approche par expériences pilotes |
tax. | χρησιμοποίηση φορολογικών μέτρων | levier fiscal |
stat. | χωρίς μέτρα ελέγχου τα σχέδια | dessins et modèles non réduite |
fin. | ότι το εν λόγω Kράτος υποχρεούται να τροποποιήσει ή καταργήσει τα μέτρα αυτά | que l'Etat intéressé doit modifier ou supprimer ces mesures |