DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing εξασφάλιση | all forms
GreekFrench
βαρύνω περιουσιακό στοιχείο για εξασφάλιση χρεώνgrever
εγγύση προς το τελωνείο για την εξασφάλιση πληρωμής των απαραίτητων δασμώνcrédit d'enlèvement
εξασφάλιση αλληλοκάλυψης των εντολών των επενδυτώνassurer une couverture de l'ordre reçu
εξασφάλιση ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησηςfonctions de teneur de marché
εξασφάλιση ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησηςtenue de marché
εξασφάλιση ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησηςactivité de teneur de marché
κινητά περιουσιακά στοιχεία παρεχόμενα ως ενέχυρο για εξασφάλιση δανείουcouverture
μειωμένη εξασφάλισηsubordination
Πολυετές πρόγραμμα κοινοτικών δράσεων για την περαιτέρω ενίσχυση των τομέων προτεραιότητας και την εξασφάλιση της συνέχειας και παγίωσης της πολιτικής υπέρ των επιχειρήσεων,ιδίως των μικρομεσαίωνΜΜΕ,στην ΚοινότηταProgramme pluriannuel d'actions communautaires pour renforcer les axes prioritaires et pour assurer la continuité et la consolidation de la politique de l'entreprise,notamment en faveur des petites et moyennes entreprises,dans la Communauté