Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Russian
Terms
for subject
Finances
containing
εξασφάλιση
|
all forms
Greek
French
βαρύνω περιουσιακό στοιχείο για
εξασφάλιση
χρεών
grever
εγγύση προς το τελωνείο για την
εξασφάλιση
πληρωμής των απαραίτητων δασμών
crédit d'enlèvement
εξασφάλιση
αλληλοκάλυψης των εντολών των επενδυτών
assurer une couverture de l'ordre reçu
εξασφάλιση
ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησης
fonctions de teneur de marché
εξασφάλιση
ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησης
tenue de marché
εξασφάλιση
ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησης
activité de teneur de marché
κινητά περιουσιακά στοιχεία παρεχόμενα ως ενέχυρο για
εξασφάλιση
δανείου
couverture
μειωμένη
εξασφάλιση
subordination
Πολυετές πρόγραμμα κοινοτικών δράσεων για την περαιτέρω ενίσχυση των τομέων προτεραιότητας και την
εξασφάλιση
της συνέχειας και παγίωσης της πολιτικής υπέρ των επιχειρήσεων,ιδίως των μικρομεσαίων
ΜΜΕ
,στην Κοινότητα
Programme pluriannuel d'actions communautaires pour renforcer les axes prioritaires et pour assurer la continuité et la consolidation de la politique de l'entreprise,notamment en faveur des petites et moyennes entreprises,dans la Communauté
Get short URL