Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
General
containing
είσπραξη
|
all forms
Greek
French
Ειδική Συμφωνία για τις αξίες προς
είσπραξη
Arrangement concernant les recouvrements
η
είσπραξη
της εισφοράς
των εισφορών
κατά την εισαγωγή περιορίζεται σε ένα μέγιστο ποσό 10% κατ'αξία
le prélèvement applicable à l'importation est plafonné à 10%
οριστική
είσπραξη
2. οριστική καταχώρηση στα έσοδα
prise en recette définitive
Πολυμερής Συμφωνία σχετική με την
είσπραξη
τελών διαδρομής
Accord multilatéral relatif à la perception des redevances de route
Get short URL