Subject | Greek | French |
law | άμεσο δικαίωμα προσφυγής κατά τρίτου υπευθύνου ζημίας | droit de recours direct de l'administration contre un tiers responsable du dommage |
law | έκπτωση από δικαίωμα | déchéance d'un droit |
law, transp. | έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης | retrait du droit de conduire |
law, transp. | έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης | déchéance du droit de conduire |
gen. | έκπτωση από το δικαίωμα σύνταξης | suppression de pension |
law | έκπτωση από το δικαίωμα της συνταξιοδότησης | prononcer la déchéance du droit à pension de l'intéressé |
law | έχω δικαίωμα | être en droit |
law | έχω δικαίωμα εγγυήσεως να προτείνω κατά τρίτου | avoir un droit en garantie à faire valoir à l'encontre d'un tiers |
gen. | έχω δικαίωμα επανένταξης κατά προτεραιότητα | avoir un droit de priorité pour être réintégré |
gen. | έχω δικαίωμα προτεραιότητας για επαναφορά | avoir un droit de priorité pour être réintégré |
gen. | έχω δικαίωμα σε | avoir droit à |
law | έχω δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές | avoir droit de vote et d'éligibilité aux élections municipales |
gen. | έχω το δικαίωμα να λάβω το λόγο | avoir le droit d'être entendu |
gen. | έχω το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι | être électeur et éligible |
gen. | αν ένα νέο Kράτος μέλος επικαλείται το δικαίωμα αυτό | si un nouvel Etat membre se prévaut de cette faculté |
law | ανέχομαι τη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμα αυτό | tolérer l'usage de la marque communautaire sur le territoire où ce droit est protégé |
law, patents. | αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα | droit inaliénable |
law | αξιοποιώ το δικαίωμα που προκύπτει έναντι τρίτου | faire valoir le droit vis-à-vis d'un tiers |
law, fin. | αποκλειστικό δικαίωμα | droit exclusif |
law, fin. | αποκλειστικό δικαίωμα | droit d'exclusivité |
law | αποκλειστικό δικαίωμα για τη διεξαγωγή κηδειών | droit exclusif d'assurer le service des pompes funèbres |
law | αποκλειστικό δικαίωμα επί στοιχείου του σήματος | droit exclusif sur un élément de la marque |
gen. | αποκλειστικό δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις προμηθειών | droit exclusif de conclure des contrats de fournitures |
law, fin. | αποκλειστικό δικαίωμα πωλήσεως | droit exclusif de vente |
patents. | αποκλειστικό δικαίωμα σήματος | droit exclusif à la marque |
law | αποκλειστικό δικαίωμα χρησιμοποίησης του σχεδίου ή υποδείγματος | droit exclusif d'utiliser le dessin ou modèle |
law | απόλυτο δικαίωμα | droit absolu |
gen. | ασκεί το δικαίωμα κυριότητος επί των ειδικών σχασίμων υλικών | exercer le droit de propriété sur les matières fissiles spéciales |
law, immigr. | αυτοτελές δικαίωμα διαμονής | droit de séjour autonome |
obs., law, immigr. | αυτόνομο δικαίωμα διαμονής | droit de séjour autonome |
ecol. | αχρησιμοποίητο πιστωτικό δικαίωμα | droit d'utilisation de crédits non utilisés |
law | γεννάται δικαίωμα προτεραιότητας | donner naissance au droit de priorité |
law, social.sc. | γονέας που διαθέτει το δικαίωμα προσωπικής επαφής | parent bénéficiaire du droit de visite |
law, social.sc. | Δήλωση αριθ. 17 σχετικά με το δικαίωμα της πρόσβασης στην πληροφόρηση | déclaration n° 17 relative au droit d'accès à l'information |
gen. | διάδοχος' ο έλκων δικαίωμα | ayant droit |
law, UN | Διακήρυξη για το δικαίωμα στην ανάπτυξη | Déclaration sur le droit au développement |
social.sc. | δικαίωμα άδειας για λόγους περίθαλψης | congé pour prestation de soins |
social.sc. | δικαίωμα άδειας για λόγους περίθαλψης | congé d'assistance |
law | δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας | droit de refuser de témoigner |
law | δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας | droit de refus de témoigner |
law | δικαίωμα άρνησης της μαρτυρίας του βουλευτή | droit du député de refuser de témoigner |
law | δικαίωμα άσκησης προσφυγής ακυρώσεως | qualité pour agir en annulation |
law | δικαίωμα έκδοσης νόμων | droit de légiférer |
law, social.sc., health. | δικαίωμα έκκλησης; δικαίωμα ανάκλησης | droit d'évocation |
tax. | δικαίωμα έκπτωσης του φόρου | droit à déduction |
law | δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία | droit à une rémunération égale pour tout travail accompli de valeur égale |
law | δικαίωμα "αβλαβούς διέλευσης" | droit de passage inoffensif |
law | δικαίωμα αγωγής | droit d'action |
law | δικαίωμα "αθώας διέλευσης" | droit de passage inoffensif |
law | δικαίωμα ακροάσεως | droit à être entendu |
law | δικαίωμα ακροάσεως | droit d'être entendu |
law, min.prod., fish.farm. | δικαίωμα αλιείας στην ανοικτή θάλασσα | droit de pêche en haute mer |
law, IT | δικαίωμα αμφισβήτησης | droit de contestation |
law, busin., labor.org. | δικαίωμα ανάκλησης | droit de révocation |
law, fin. | δικαίωμα ανάκτησης του ακινήτου | réversion |
law | δικαίωμα αναγκαστικής εκμετάλλευσης | licence d'exploitation obligatoire |
law | δικαίωμα αναγκαστικής εκμετάλλευσης | droit d'exploitation obligatoire |
law | δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης | recouvrement par contrainte |
law | δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης | recouvrement forcé |
law | δικαίωμα αναγωγής | droit de recours |
law | δικαίωμα αναγωγής | recours contre un tiers |
law | δικαίωμα αναγωγής | recours |
law, fin. | δικαίωμα ανακάλυψης | droit de communication |
law, commun. | δικαίωμα αναμετάδοσης μέσω καλωδίου | retransmission par câble |
law | δικαίωμα αναπαραγωγής | droit de reproduction |
law | δικαίωμα αναφοράς προς το ΕΚ | droit de pétition devant le PE |
agric. | δικαίωμα αναφυτεύσεως των αμπελουργικών εκτάσεων | droit de replantation des superficies viticoles |
agric. | δικαίωμα αναφύτευσης | droit de replantation |
law | δικαίωμα αντιπροσώπευσης | procuration |
law | δικαίωμα αντιπροσώπευσης | pouvoir |
law | δικαίωμα απαίτησης της καταβολής τελών | droit d'exiger le paiement de taxes |
law | δικαίωμα απαγόρευσης της χρήσης πλέον πρόσφατου σήματος | droit d'interdire l'utilisation d'une marque plus récente |
law, agric. | δικαίωμα απαλήψεως προϊόντων περιεχόντων κυτταρίνην | soutrage |
law, lab.law. | δικαίωμα απασχόλησης | droit à l'emploi |
law | δικαίωμα απενεργοποίησης | droit de verrouillage |
law | δικαίωμα αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας | option successorale |
law | δικαίωμα αποζημίωσης | droit à indemnisation |
law | δικαίωμα αποζημίωσης | droit à réparation |
law | δικαίωμα αποζημίωσης | demande en dommages et intérêts |
law | δικαίωμα αποζημιώσεως | droit à réparation |
law | δικαίωμα αποζημιώσεως | droit à indemnisation |
law | δικαίωμα αποζημιώσεως | demande en dommages et intérêts |
law | δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας | droit à réparation |
gen. | δικαίωμα απολύμανσης | droit de désinfection |
law, fin. | δικαίωμα αποποιήσεως | droit de rétractation |
law, fin. | δικαίωμα αποποιήσεως | droit de résiliation |
law | δικαίωμα αποσιωπήσεως της γνώμης | liberté négative d'opinion |
law | δικαίωμα αποσιωπήσεως της γνώμης | droit de taire son opinion |
law, lab.law. | δικαίωμα αποχής | liberté d'abstention |
law | δικαίωμα απόκτησης κοινοτικών σημάτων | droit d'acquérir une marque communautaire |
law, lab.law. | δικαίωμα απόλυσης | droit de licenciement |
law, lab.law. | δικαίωμα απόλυσης μισθωτού | droit de congédiement |
law | δικαίωμα αρνήσεως μαρτυρίας επί κινδύνου αποκαλύψεως ιδίας ενοχής | Nul n'est tenu de s'accuser lui-même (nemo tenetur, nemo tenetur prodere seipsum) |
law | δικαίωμα αρνήσεως χειρουργικής επεμβάσεως | droit de refuser une opération |
law | δικαίωμα αρνησικυρίας | droit de veto |
med. | δικαίωμα ασκήσεως θεραπείας | droit de soigner |
law, agric. | δικαίωμα ατελούς υλοτομίας δι'ατομικάς ανάγκας | droit d'usage |
law | δικαίωμα ατομικής προσφυγής | droit de recours individuel |
med. | δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του αρρώστου | autodétermination individuelle du patient |
life.sc., agric., patents. | δικαίωμα βελτιωτού ποικιλίας φυτών | droit d'obtenteur |
law, patents. | δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας | droit de propriété industrielle |
law, agric. | δικαίωμα βοσκής | droit de parcours |
law, agric. | δικαίωμα βοσκής | droit de pâture |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα γάμου | droit de se marier |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα γάμου | droit au mariage |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα γάμου και δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας | droit de se marier et de fonder une famille |
law, min.prod. | δικαίωμα γεωγραφικώς μειουνεκτούντων κρατών | droit des Etats géographiquement désavantagés |
law, IT | δικαίωμα για αμφισβήτηση της αλήθειας του ατομικού μητρώου | droit de contester la véracité de son propre dossier |
law | δικαίωμα για ανταπεργία | droit de lock-out |
gen. | δικαίωμα για αυτοδιάθεση; δικαίωμα της αυτοδιάθεσης | droit à l'autodétermination |
law, IT | δικαίωμα για ιδιωτικότητα | droit au secret de la vie privée |
law, IT | δικαίωμα για ιδιωτικότητα | droit au secret |
law, IT | δικαίωμα για ιδιωτικότητα | droit à la vie privée |
law, IT | δικαίωμα για ιδιωτικότητα | droit au respect de la vie privée |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα για την κοινωνική ασφάλεια | droit à la sécurité sociale |
law | δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων | droit d'accès aux documents administratifs |
law, IT | δικαίωμα δέσμευσης δεδομένων | droit au blocage des données |
law | δικαίωμα δίκαιης δίκης | droit à un procès équitable |
law | δικαίωμα δανεισμού | droit de prêt |
law, IT | δικαίωμα δημιουργού στα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών | droits d'auteur de programmes d'ordinateurs |
law | δικαίωμα δημόσιας εκτέλεσης | droit de diffusion publique |
law | δικαίωμα διάθεσης | abusus |
law | δικαίωμα διάθεσης | droit de disposition |
law, agric. | δικαίωμα διέλευσης | jouissance de passage |
law, demogr. | δικαίωμα διέλευσης | servitude de passage |
law | δικαίωμα διέλευσης | droit de passage |
law, IT | δικαίωμα διαγραφής | droit à l'effacement des données |
law | δικαίωμα διαγραφής | droit d'effacement |
law, IT | δικαίωμα διαγραφής | droit à l'effacement |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα διαδηλώσεως | droit de manifestation |
law | δικαίωμα διαδηλώσεως | droit de manifester |
law, immigr. | δικαίωμα διαμονής | droit au séjour |
social.sc. | δικαίωμα διαμονής | droit de séjour |
law | δικαίωμα διανομής | droit de distribution |
law | δικαίωμα διασυνοριακής προσωπικής επικοινωνίας | droit de visite transfrontière |
law | δικαίωμα δικαστικής προστασίας | droit à la protection légale par les tribunaux |
law | δικαίωμα δικαστικής προστασίας | droit à la protection juridictionnelle |
law, transp. | δικαίωμα διοικήσεως γραμμής | droit à administrer une ligne |
law | δικαίωμα διορισμού | droit de nomination |
law | δικαίωμα διόδου | droit de passage |
law, IT | δικαίωμα διόρθωσης | droit de rectification |
law, IT | δικαίωμα διόρθωσης | droit de réponse |
law, IT | δικαίωμα διόρθωσης | droit de contestation |
gen. | δικαίωμα εγγραφής | frais d'inscription |
law, fin. | δικαίωμα εγγραφής | droit de souscription |
law, fin. | δικαίωμα εγγραφής | droit préférentiel de souscription |
law | δικαίωμα εγγραφής | droit d'inscription |
gen. | δικαίωμα εγγραφής | droits d'inscription |
gen. | δικαίωμα εγγραφής; δικαίωμα προτιμήσεως; δικαίωμα κατά προτίμηση εγγραφής | droit préférentiel de souscription |
gen. | δικαίωμα εγγραφής; δικαίωμα προτιμήσεως; δικαίωμα κατά προτίμηση εγγραφής | droit de souscription |
social.sc. | δικαίωμα εγγυημένου εισοδήματος | droit au revenu garanti |
law | δικαίωμα ειδικής φύσεως | droit sui generis |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα εις γάμον' δικαίωμα γάμου | droit au mariage |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα εις την ζωήν | droit à la vie |
tax. | δικαίωμα εισφοράς | droit d'apport |
social.sc. | δικαίωμα εκλογής | droit d'option |
law, interntl.trade., patents. | δικαίωμα εκμίσθωσης | droit de location |
law, fin. | δικαίωμα εκμετάλευσης | licence |
law, fin. | δικαίωμα εκμετάλευσης | droit d'exploitation |
law, fin. | δικαίωμα εκμετάλλευσης | licence |
law, fin. | δικαίωμα εκμετάλλευσης | droit d'exploitation |
law, transp. | δικαίωμα εκμετάλλευσης γραμμής | droit à administrer une ligne |
life.sc., coal. | δικαίωμα εκμετάλλευσης υπεδάφους | droit d'exploiter le sous-sol |
ecol. | δικαίωμα εκπομπής | quota d'émission |
law | δικαίωμα εκπροσώπησης | droit de représentation |
law | δικαίωμα ελέγχου | droit de regard |
law, commun. | δικαίωμα ελεύθερης κρυπτογράφησης | liberté de crypter |
law, commun. | δικαίωμα ελεύθερης κρυπτογράφησης | liberté de cryptage |
law | δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών | droit de circuler et de séjourner librement sur le territoire des États membres |
law | δικαίωμα εμπεριστατωμένου ελέγχου | droit de regard |
law | δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας | sûreté réelle |
law | δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας | droit réel de garantie |
law | δικαίωμα εναποθήκευσης | droit de magasinage |
tax., transp. | δικαίωμα ενδομεταφορών | droit de cabotage |
law, IT | δικαίωμα ενημέρωσης | droit de notification |
law | δικαίωμα ενημέρωσης των εργατικών συμβουλίων | droit à l'information du conseil d'entreprise |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα εννόμου προστασίας | droit justiciable |
law | δικαίωμα εξαγοράς | droit de réméré |
law | δικαίωμα εξοπλισμού | droit de présentation |
law | δικαίωμα εξόδου από την χώρα | droit de sortie |
law, coal. | δικαίωμα εξόρυξης | concession d'exploitation |
law | δικαίωμα επί σχεδίων | droit des dessins et modèles |
law | δικαίωμα επί σχεδίων και υποδειγμάτων | droit des dessins et modèles |
law, commun. | δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας | droit à sa propre image |
patents. | δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας | droit à l'image |
law | δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας | droit de la personnalité |
law | δικαίωμα επί του κοινοτικού σήματος | droit sur la marque communautaire |
law | δικαίωμα επί του σήματος | droit sur la marque |
law | δικαίωμα επί του σήματος | droit à la marque |
law | δικαίωμα επί του σήματος | droit au signe |
law | δικαίωμα επί του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής | droit au respect de la vie privée |
patents. | δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας | droit d'obtention végétale |
patents. | δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας | droit d'obtenteur |
law, lab.law. | δικαίωμα επίβλεψης | droit de surveillance |
law | δικαίωμα επίβλεψης | droit de regard |
agric. | δικαίωμα επαναφύτευσης | droit de replantation |
law | δικαίωμα επανόρθωσης | droit à réparation |
law | δικαίωμα επιβολής φόρου | droit d'imposition |
law | δικαίωμα επιζώντος | droit du survivant |
law | δικαίωμα επιζώντος | droit de survie |
law | δικαίωμα επιθεώρησης | droit d'inspection |
law | δικαίωμα επικαρπίας | fructus |
law | δικαίωμα επικοινωνίας | droit de visite |
law | δικαίωμα επιλογής | option |
law, fin. | δικαίωμα επιλογής για την υπαγωγή στο φόρο | droit d'opter pour l'assujettissement à l'impôt |
law | δικαίωμα επιλογής του μισθωτή σχετικά με την κτήση κυριότητας του περιουσιακού στοιχείου | droit d'option du locataire sur l'acquisition de la propriété du bien |
law, fin. | δικαίωμα επιλογής φορολόγησης | droit d'opter pour la taxation |
law, relig. | δικαίωμα θρησκευτικής διδασκαλίας | droit d'enseignement religieux |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα ιδιοκτησίας | droit à la propriété |
law | δικαίωμα ιδιοκτησίας | droit de propriété |
law | δικαίωμα ιδιοκτησίας εμπορικού σήματος | droit de propriété de marques |
law | δικαίωμα ιδιοκτησίας επί της ποικιλίας | droit de propriété sur la variété |
law | δικαίωμα ιδιοποίησης επί της ανθρώπινης ύπαρξης | droit d'appropriation sur l'être humain |
law, IT | δικαίωμα ιδιωτικότητας | droit au secret |
law, IT | δικαίωμα ιδιωτικότητας | droit au secret de la vie privée |
law, IT | δικαίωμα ιδιωτικότητας | droit à la vie privée |
law, IT | δικαίωμα ιδιωτικότητας | droit au respect de la vie privée |
law, fin. | δικαίωμα κατά προτίμηση εγγραφής | droit préférentiel de souscription |
law, fin. | δικαίωμα κατά προτίμηση εγγραφής | droit de souscription |
law | δικαίωμα κατά του Γραφείου | droit à l'encontre de l'Office |
law, fin. | δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης | droit de rétractation |
law, fin. | δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης | droit de résiliation |
law, lab.law. | δικαίωμα καταγγελίας του εργοδότη | droit de licenciement |
construct. | δικαίωμα κατασκευής κτισμάτων ή δουλείας οδού | droit de construire des bâtiments et des voies de communication |
law, market. | δικαίωμα κτήσης ή κατοχής ακίνητης περιουσίας | pleine propriété |
patents. | δικαίωμα κυριότητας | droit de titre |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα κυριότητος | droit à la propriété |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα κυριότητος | droit de propriété |
law | δικαίωμα λήψης πληροφοριών | droit à recevoir des informations |
law | δικαίωμα λήψης πληροφοριών | droit de recevoir des informations |
law | δικαίωμα λύσης του γάμου | droit de dissolution du mariage |
tax. | δικαίωμα μεταβίβασης | droits de mutation |
law | δικαίωμα μετατροπήςτης νομικής διάρθρωσης | droit de transformation |
gen. | δικαίωμα μεταφοράς | droit à transfert |
gen. | δικαίωμα μεταφοράς | droit de report |
law | δικαίωμα μονοπωλίου | droit de monopole |
law | δικαίωμα να ανακαλώ την αποκλειστικότητα | droit de mettre fin à l'exclusivité |
gen. | δικαίωμα να διαβιβάζει κατευθείαν τις παρατηρήσεις του | droit de référer directement ses observations |
law | δικαίωμα να επιθεωρούν | droit d'inspection |
law | δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη | droit de se faire assister d'un conseil |
law, crim.law., immigr. | δικαίωμα να σταματάω' δικαίωμα κρατήσεως | droit d'interpellation |
law, min.prod. | δικαίωμα ναυσιπλοϊας | droit de navigation |
agric., construct. | δικαίωμα νερού | droit d'usage de l'eau |
agric., construct. | δικαίωμα νερού | droit d'eau |
law | δικαίωμα νομικής αρωγής | droit à l'aide judiciaire |
law | δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας | droit d'initiative législative |
law, agric. | δικαίωμα ξυλεύσεως | affouage |
gen. | δικαίωμα οριστικής κατακυρώσεως του διαγωνισμού | droit à l'attribution définitive du marché |
patents. | δικαίωμα παραγωγής φυτικής ποικιλίας | droit d'obtention végétale |
patents. | δικαίωμα παραγωγής φυτικής ποικιλίας | droit d'obtenteur |
busin., labor.org. | δικαίωμα παρακρατήσεως | droit de rétention |
obs., law, immigr. | δικαίωμα παραμονής | droit au séjour |
law | δικαίωμα παραστάσεως διά δικηγόρου | droit d'être assisté par un avocat |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα παροχής | droit à des prestations |
law | δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας | droit d'ester en justice |
law | δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας | droit d'agir en justice |
law | δικαίωμα περιορισμένης χρήσεως και καρπώσεως | droit de jouissance limitée |
law, social.sc. | δικαίωμα πληροφορικής αυτοδιάθεσης | droit de décider de la communication et de l'utilisation des informations à caractère personnel |
law, min.prod. | δικαίωμα πλου διέλευσης | droit de passage en transit |
nat.sc., agric. | δικαίωμα ποικιλιών | droit de protection de créations |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα πολιτικού ασύλου | droit d'asile |
law | δικαίωμα πολλαπλής ψήφου | droit de vote plural |
law | δικαίωμα που αναφέρεται στη διαβίωση στη συζυγική κατοικία | droit d'occupation du domicile |
gen. | δικαίωμα που απορρέει από συμφωνία που διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο | droit découlant d'accord régi par le droit communautaire |
law | δικαίωμα που απορρέει από την καταχώρηση | droit découlant de l'enregistrement |
law | δικαίωμα που ασκείται έναντι τρίτων | droit exercé à l'encontre de tiers |
law, fin. | δικαίωμα που αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας | droit des brevets |
patents. | δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα | droit conféré par la marque communautaire |
law | δικαίωμα που παρέχει το σήμα | droit conféré par la marque |
law | δικαίωμα που παραχωρείται ως ασφάλεια | droit donné en sûreté |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής | droit à un recours effectif |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου | droit à un recours effectif et à accéder à un tribunal impartial |
agric., industr. | δικαίωμα πριμοδότησης | droit à la prime |
gen. | δικαίωμα προαίρεσης μετοχών | option de souscription d'actions |
gen. | δικαίωμα προαίρεσης μετοχών | option sur actions |
gen. | δικαίωμα προαίρεσης μετοχών | option d'achat d'actions |
law, fin. | δικαίωμα προαιρέσεως | droit préférentiel de souscription |
law, fin. | δικαίωμα προαιρέσεως | droit de souscription |
law, lab.law. | δικαίωμα προειδοποίησης σε περίπτωση απόλυσης | droit au préavis |
law | δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης | droit d'audition préalable |
law, agric. | δικαίωμα προμηθείας τεχνικής ξυλείας | maronage |
tax. | δικαίωμα προς έκπτωση | droit à déduction |
med. | δικαίωμα προστασίας από ψυχική βλάβη | droit à l'intégrité psychique |
law | δικαίωμα προστασίας στις τρίτες χώρες | droit à la protection dans les pays tiers |
law, social.sc., IT | δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα | droit à la protection des données à caractère personnel |
law, fin., polit. | δικαίωμα προσφυγής ; δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων | droit de recours |
gen. | δικαίωμα προσφυγής σε μεσολαβητή | droit de recours à un médiateur |
law | δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη | voie de droit |
law | δικαίωμα προσφυγής των κρατουμένων | droit de recours des détenus |
law | δικαίωμα προσχώρησης | droit d'adhérer |
law | δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα | droit de visite des enfants |
law | δικαίωμα προτίμησης δημοσίου κατά τη μεταβίβαση ακινήτων εντός οικιστικών περιοχών | droit de préemption de l'État |
law | δικαίωμα προτίμησης του δικαιοδόχου | pacte de préférence |
busin., labor.org. | δικαίωμα προτίμησης υπέρ των μετόχων | droit de préemption en faveur des actionnaires |
law, agric. | δικαίωμα προτεραιότητας | jouissance de passage |
law | δικαίωμα προτεραιότητας | droit de priorité |
law | δικαίωμα προτεραιότητας | droit de préférence |
law, agric. | δικαίωμα προτεραιότητας | droit de passage |
law, fin. | δικαίωμα προτιμήσεως | droit préférentiel de souscription |
law, fin. | δικαίωμα προτιμήσεως | droit de souscription |
law | δικαίωμα πρωτοβουλίας | droit d'initiative |
law | δικαίωμα πρόσβασης | droit de consultation |
gen. | δικαίωμα πρόσβασης | droit d'accès |
law, min.prod. | δικαίωμα πρόσβασης προς και από τη θάλασσα | droit d'accès à la mer et depuis la mer |
law, work.fl. | δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης | droit d'accès aux documents des institutions, organes et organismes de l'Union |
gen. | δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφόρηση | droit d'accès à l'information |
law | δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες | droit d'accès à l'information |
law | δικαίωμα πρώτης άρνησης | droit de premier refus |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον | droit à un environnement sain |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα σε δίκαιη δίκη | droit à un procès équitable |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα σε ιθεία δίκη | droit à un procès équitable |
agric. | δικαίωμα σε φυτικά είδη | droit d'obtention végétale |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα στη ζωή | droit à la vie |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα στη μη διάκριση | droit à la non-discrimination |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα στη μη διάκριση | droit de ne pas être soumis à la discrimination |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα στη σύναψη γάμου | droit de se marier |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα στη σύναψη γάμου | droit au mariage |
med. | δικαίωμα στη φροντίδα από τους γονείς | droit à l'attention portée par les parents |
patents. | δικαίωμα στην αίτηση ή στο κοινοτικό σήμα | droit sur la demande ou sur la marque communautaire |
med. | δικαίωμα στην γενετική ταυτότητα | droit à l'identité génétique propre |
law | δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια | droit à la liberté et à la sûreté |
law, social.sc., lab.law. | δικαίωμα στην εργασία | droit au travail |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή | droit à la vie privée |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή | droit au respect de la vie privée |
law | δικαίωμα στην πελατεία | droit de clientèle |
law, lab.law. | δικαίωμα στην προμήνυση καταγγελίας | droit au délai-congé |
law | δικαίωμα στην προσωπικότητα | droit de la personnalité |
med. | δικαίωμα στο απαραβίαστο των δικαιωμάτων του ατόμου | droit à l'inviolabilité de la personne |
law, market. | δικαίωμα στο πλεόνασμα σε περίπτωση εκκαθαρίσεως | droit au boni de liquidation |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής | droit au respect de la vie privée et familiale |
law | δικαίωμα στο όνομα | droit au nom |
law, agric. | δικαίωμα συλλογής βαλάνων | glandage |
law, lab.law. | δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης | droit de négociation collective |
law | δικαίωμα συνάθροισης | liberté de réunion |
law | δικαίωμα συνάθροισης | droit de se réunir |
law, lab.law. | δικαίωμα συναπόφασης | droit de cogestion |
law | δικαίωμα συναπόφασης | droit de codécision |
law, lab.law. | δικαίωμα συνδιαχείρισης | droit de cogestion des travailleurs |
law, lab.law. | δικαίωμα συνδιαχείρισης | droit de cogestion |
law, lab.law. | δικαίωμα συνδιαχείρισης των εργαζόμενων | droit de cogestion des travailleurs |
law, lab.law. | δικαίωμα συνδιαχείρισης των εργαζόμενων | droit de cogestion |
law, immigr. | δικαίωμα συνεχούς καταδίωξης | droit de poursuite |
law | δικαίωμα συνιδιοκτησίας | droit de copropriété |
law, energ.ind. | δικαίωμα σύνδεσης στο δίκτυο | droit d'être raccordé au réseau |
law, market. | δικαίωμα τερματισμού της δέσμευσης με προειδοποίηση | droit de donner préavis |
law, lab.law. | δικαίωμα της ανταπεργίας | droit de "lock-out" |
law | δικαίωμα της εγκατάστασης | droit d'établissement |
law | δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών | droit de libre circulation des idées |
law, h.rghts.act., social.sc. | δικαίωμα της εργασίας | droit au travail |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα της μη διάκρισης | droit à la non-discrimination |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα της μη διάκρισης | droit de ne pas être soumis à la discrimination |
law | δικαίωμα της νόμιμης άμυνας | droit de légitime défense |
law | δικαίωμα της συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας | droit de développer librement sa personnalité et de participer à la vie sociale, économique et politique du pays |
law, min.prod. | δικαίωμα τοποθέτησης υποβρυχίων καλωδίων και αγωγών | droit de poser des câbles ou des pipelines sous-marins |
law, IT | δικαίωμα του ατόμου για ιδιωτικότητα | droit au secret de la vie privée |
law, IT | δικαίωμα του ατόμου για ιδιωτικότητα | droit à la vie privée |
law, IT | δικαίωμα του ατόμου για ιδιωτικότητα | droit au secret |
law, IT | δικαίωμα του ατόμου για ιδιωτικότητα | droit au respect de la vie privée |
law | δικαίωμα του δικαιούχου να ζητήσει τη μεταβίβαση επ'ονόματι του | droit de réclamer le transfert à son profit |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα του εκλέγειν | droit de suffrage |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα του εκλέγειν | droit électoral |
law | δικαίωμα του εκλέγειν | droit d'électorat |
law | δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι | droit de vote actif et passif |
law, immigr. | δικαίωμα του εκλέγειν των αλλοδαπών | droit de vote des étrangers |
law | δικαίωμα του εκλέγεσθαι | droit d'éligibilité |
law | δικαίωμα του εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές | droit d'éligibilité aux élections municipales |
law | δικαίωμα του εκλέγεσθαι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο | éligibilité au Parlement européen |
law, immigr. | δικαίωμα του εκλέγεσθαι των αλλοδαπών | droit d'éligibilité des étrangers |
med. | δικαίωμα του ιατρού ή του ασθενούς να αρνηθεί την ιατρικ ή θεραπεία | refus de traitement de la part du médecin |
med. | δικαίωμα του ιατρού ή του ασθενούς να αρνηθεί την ιατρικ ή θεραπεία | refus de donner des soins |
law | δικαίωμα του καταγγέλοντος | droit du plaignant |
law, IT | δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση | droit à l'information |
law, IT | δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση | droit d'accès |
law, lab.law. | δικαίωμα του λοκ άουτ | droit de "lock-out" |
law | δικαίωμα του νομοθετείν | droit de légiférer |
law, h.rghts.act. | δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη | droit à ne pas être jugé ou puni pénalement deux fois pour une même infraction |
law, social.sc. | δικαίωμα του συνέρχεσθαι | droit de réunion |
law | δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι | droit d'association |
law | δικαίωμα τρίτου επί του σήματος | droit d'un tiers sur la marque |
law | δικαίωμα τρίτων | droit des tiers |
law | δικαίωμα των εκλέγειν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο | droit de vote au Parlement européen |
law | δικαίωμα των μειοψηφούντων εταίρων | droit des associés minoritaires |
law | δικαίωμα των χρηστών | droit des usagers |
law | δικαίωμα υλικής ενσωμάτωσης | droit de fixation |
law | δικαίωμα υπαναχωρήσεως | droit de renonciation |
law, fin. | δικαίωμα υπαναχώρησης | droit de rétractation |
law, fin. | δικαίωμα υπαναχώρησης | droit de résiliation |
law | δικαίωμα υποβολής αίτησης ελέγχου | droit de demander un réexamen |
law | δικαίωμα υποβολής παραπόνων | droit de réclamation |
law, market. | δικαίωμα υπογραφής | droit de signature |
law, transp. | δικαίωμα υποθήκευσης περιουσιακού στοιχείου | droit de gage du chemin de fer |
law, insur. | δικαίωμα υπό αναβλητική αίρεση | droit en cours de formation |
law, insur. | δικαίωμα υπό αναβλητική αίρεση | droit en formation |
law, insur. | δικαίωμα υπό αναβλητική αίρεση | droit en cours d'acquisition |
gen. | δικαίωμα φιλοξενίας | droit d'hébergement |
law, demogr. | δικαίωμα φωτισμού | servitude de vue |
tax. | δικαίωμα χαρτοσήμου | droit de timbre |
law, agric. | δικαίωμα χρήσεως | droit d'usage |
law | δικαίωμα χρήσεως | droit d'utilisation |
law | δικαίωμα χρήσεως και καταναλώσεως | droit d'utilisation et de consommation |
agric., construct. | δικαίωμα χρήσεως νερού | droit d'usage de l'eau |
agric., construct. | δικαίωμα χρήσεως νερού | droit d'eau |
law | δικαίωμα χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης | droit d'utilisation à temps partiel de biens immobiliers |
tax., oil | δικαίωμα χρήσης λιμένων επί των πετρελαιοειδών | droit d'usage des ports sur les produits pétroliers |
law | δικαίωμα ψήφου | électorat |
law | δικαίωμα ψήφου | droit de vote |
law | δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές | droit de vote municipal |
law | δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές | droit de vote communal |
law, transp. | δικαίωμα ψήφου στις διασκέψεις | droit de vote unique dans des conférences |
law, immigr. | δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών | droit de vote des étrangers |
law | δικαίωμα ψήφου των γενικών εισαγγελέων | voix délibérative des avocats généraux |
law | δικαίωμα ως προς το φορτίο του πλοίου | privilège sur la cargaison d'un navire |
law | εθνικό δικαίωμα | titre national de propriété |
law | εθνικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας | protection nationale des variétés végétales |
law | εμπράγματο δικαίωμα | droit réel (jus in re) |
law | εμπράγματο δικαίωμα | droit d'usufruit |
law | εμπραγμάτου ασφαλείας δικαίωμα | droit de rétention sur les biens |
law, agric. | εν δυνάμει δικαίωμα | droit virtuel |
law | εξ υποκειμένου δικαίωμα | droit subjectif |
law | επίδικο δικαίωμα | droit litigieux |
law | επικαλούμαι ένα δικαίωμα | invoquer un droit |
law | επικαλούμαι ένα δικαίωμα | faire valoir un droit |
law | επικαλούμαι ένα δικαίωμα | alléguer un droit |
law | επικαλούμαι δικαίωμα | faire valoir un droit |
law, patents. | επικαλούμαι δικαίωμα κατά ... | invoquer un droit à l'encontre de quelqu'un |
law, insur. | επικαλούμαι το δικαίωμα παραγραφής | invoquer le bénéfice de la prescription |
gen. | Επιτροπή επαφών για το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης | Comité de contact pour le droit de suite au profit de l'auteur d'une oeuvre d'art originale |
gen. | επιτόκιο χρεωστικού υπολοίπου από δικαίωμα υπερανάληψης | taux d'intérêt de découvert |
gen. | επιτόκιο χρεωστικού υπολοίπου από δικαίωμα υπερανάληψης | taux d'intérêt sur découvert |
gen. | επιτόκιο χρεωστικού υπολοίπου από δικαίωμα υπερανάληψης | intérêt sur découvert |
ecol. | ετήσιο δικαίωμα εκπομπής | quota annuel d'émissions |
gen. | θίγω το δικαίωμα ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου | porter atteinte au pouvoir de contrôle de la Cour des comptes |
law | θεμελιώνω ένα δικαίωμα | ouvrir un droit |
law, hobby | θεμιτό δικαίωμα για διακοπές | droit légitime à partir en vacances |
social.sc., lab.law. | ΄Ιδρυμα Συντάξεων το δικαίωμα στις οποίες θεμελιώνευαι με την απασχόληση | institution de pensions des salariés |
social.sc. | κίνδυνος ο οποίος θεμελιώνει δικαίωμα για σύνταξη | éventualité ouvrant droit à pension |
gen. | καθίσταται ενεργό το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης | rendre effectif le droit de libre établissement |
law | καρπούμαι δικαίωμα | jouir d'un droit |
patents. | καταχωρισμένο ή καταχωρημένο δικαίωμα επί του κοινοτικού σήματος | droit enregistré sur la marque communautaire |
law | κεκτημένο δικαίωμα | droit prouvé |
law | κεκτημένο δικαίωμα | intérêt en cause |
law, agric. | κλασματικόν δασικόν δικαίωμα | droit d'usage |
gen. | κοινή δήλωση σχετικά με το δικαίωμα ασύλου | déclaration commune liée au droit d'asile |
law | κοινοτικό δικαίωμα εκμετάλλευσης | licence d'exploitation communautaire |
law, nat.res., agric. | κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας | protection communautaire des obtentions végétales |
law, nat.res., agric. | κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας | régime de protection communautaire des obtentions végétales |
law | κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας | protection communautaire d'une obtention végétale |
construct., mun.plan. | κυριαρχικό δικαίωμα απαλλοτρίωσης | domaine éminent |
law, industr. | μακροχόνια μίσθωση με δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς | location par bail emphytéose avec option d'achat |
law | μεταβιβάζω δικαίωμα | déléguer un droit |
law | μεταβιβάσιμο δικαίωμα | droit transférable |
law | μη αποκλειστικό δικαίωμα ανάληψης πρωτοβουλίας | droit d'initiative non exclusif |
law, transp., avia. | μη συμβατικό δικαίωμα ή εμπράγματη ασφάλεια | droit ou garantie non conventionnel |
law | μητρώο των αιτήσεων για κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας | registre des demandes de protection communautaire des obtentions végétales |
gen. | ο έλκων δικαίωμα | ayant droit |
gen. | Ομάδα εργασίας "Δικαίωμα διαμονής" | Groupe de travail "Droit de séjour" |
law, market. | παθητικό δικαίωμα παροχής υπηρεσιών | droit passif de fourniture de services |
law | παρέχω το δικαίωμα | autoriser |
law, min.prod., fish.farm. | παραδοσιακό δικαίωμα αλιείας | droit de pêche traditionnel |
law | παραιτούμαι από το δικαίωμα να υποβάλω απάντηση ή ανταπάντηση | renoncer à son droit de présenter une réplique ou une duplique |
law | περιουσιακό δικαίωμα | droit patrimonial |
ecol. | πιστωτικό δικαίωμα | droit d'utilisation de crédits |
patents. | που γεννά δικαίωμα προτεραιότητας | donnant naissance au droit de priorité |
relig., patents. | Πράσινη βίβλος για το δικαίωμα δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας | Livre vert sur le droit d'auteur et les droits voisins dans la société de l'information |
patents. | Πράσινη βίβλος για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και την τεχνολογική πρόκληση - Προβλήματα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας που χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση | Livre vert sur le droit d'auteur et le défi technologique - problèmes de droit d'auteur appelant une action immédiate |
law, patents. | προγενέστερο δικαίωμα | droit antérieur |
law | προγενέστερο δικαίωμα τοπικής ισχύος | droit antérieur de portée locale |
law | προθεσμία έκπτωσης από δικαίωμα | délai de déchéance |
law | προσβάλλω δικαίωμα | léser un droit |
gen. | Πρόσθετο πρωτόκολλο στον ευρωπαϊκό χάρτη τοπικής αυτονομίας σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής στις υποθέσεις των τοπικών συνεταιρισμών | Protocole additionnel à la Charte européenne de l'autonomie locale sur le droit de participer aux affaires des collectivités locales |
law | Oργανισμός ο οποίος έχει δικαίωμα προαιρέσεως | une Agence disposant d'un droit d'option |
patents. | συγγενικό δικαίωμα | droit voisin du droit d'auteur |
patents. | συγγενικό δικαίωμα | droit voisin |
law | συγκρουόμενο προηγούμενο δικαίωμα τρίτου | droit antérieur opposable au tiers |
gen. | συλλογικό δικαίωμα διαμονής | droit de résidence collectif |
law | συμβατικό δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης | droit contractuel d'exploitation exclusive |
law | συμβατικό δικαίωμα εκμεταλλεύσεως | licence d'exploitation contractuelle |
law | συμβατικό δικαίωμα συμμετοχής στον έλεγχο | droit contractuel à participer au contrôle |
law | συμβατικό μη αποκλειστικό δικαίωμα | licence contractuelle non exclusive |
law | συμφωνία για δικαίωμα από κοινού | accord à un droit conjoint |
law | συναφές δικαίωμα προστασίας | droit de protection apparenté |
law | συνδικαλιστικό δικαίωμα | droit d'adhérer |
law | συνδικαλιστικό δικαίωμα | droit d'association |
law, insur. | συνταξιοδοτικό δικαίωμα | droit à une rente |
gen. | συνταξιοδοτικό δικαίωμα | droits à pension |
law | σχετικό δικαίωμα | droit relatif |
law, transp. | Σύμβαση για την εκτέλεση των αποφάσεων περί εκπτώσεως από το δικαίωμα οδήγησης | convention sur l'exécution des décisions de déchéance du droit de conduire |
law | σύμβαση εμφύτευσης με δικαίωμα αγοράς | contrat d'emphytéose acquisitive |
law | σύμβαση εμφύτευσης με δικαίωμα αγοράς | contrat de bail emphytéotique avec option d'achat |
law | σύμβαση εμφύτευσης με δικαίωμα αγοράς | bail emphytéotique avec option d'achat |
law | το δικαίωμα αντιτάσσεται κατά τρίτων | le droit est opposable aux tiers |
law, insur. | το δικαίωμα συνδέεται με τη διαμονή του αιτούντος | le droit est lié à la résidence du requérant |
law | το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ελεύθερης διαμονής για κάθε πολίτη της Ένωσης | le droit de libre circulation et de libre séjour pour tout citoyen de l'Union |
med. | το δικαίωμα του άρρωστου ν'αποφασίσει για την υγεία του | droit de décision |
patents. | το δικαίωμα του οποίου η καταχώρηση πρόκειται να διαγραφεί | le droit dont l'inscription doit être radiée |
patents. | το καταχωρημένο δικαίωμα δεν υφίσταται πλέον | le droit inscrit est éteint |
gen. | το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο | "le Parlement est recevable à saisir la Cour" |
law | τρίτος που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία | tiers habilité à utiliser une dénomination géographique |
law | υποκειμενικό δικαίωμα | droit subjectif |
law | φυσικό δικαίωμα νόμιμης άμυνας | droit naturel de légitime défense |