Subject | Greek | French |
IT | έλεγχος για τη διατήρηση σταθερής τάσης | contrôle de tension d'alimentation constante |
environ. | ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση | persistance |
lab.law. | απασχόληση με διατήρηση του επιδόματος ανεργίας | travail avec maintien des allocations de chômage |
transp. | απόκτηση και διατήρηση της εικόνας στην οθόνη | réglage initial et permanent de l'image |
social.sc. | βοήθεια για διατήρηση του οικοκυριού | aide ménagère |
social.sc. | βοήθεια για διατήρηση του οικοκυριού | aide au foyer |
environ. | γενετική διατήρηση | conservation génétique |
gen. | Διάλυμα για διατήρηση οργάνων | Solution pour conservation d'organe |
fish.farm. | διατήρηση;αποθήκευση | stockage |
fish.farm. | διατήρηση;αποθήκευση | conservation |
comp., MS | Διατήρηση αρχικής έκδοσης | archive permanente |
comp., MS | Διατήρηση αρχικής έκδοσης βάσει χρόνου | Archive permanente à durée définie |
environ. | διατήρηση γλυκών υδατικών πόρων | préservation des réserves en eau douce |
med. | διατήρηση δέρματος | conservation de peau |
dat.proc. | διατήρηση δεδομένων | conservation des données |
IT | διατήρηση δεδομένων | conservation de l'information |
fin. | διατήρηση διαχειριστικού κεφαλαίου | préservation de la capacité d'exploitation |
law | διατήρηση δικαιωμάτων | conservation des droits |
law, insur. | διατήρηση δικαιωμάτων | maintien des droits |
insur., econ., sociol. | διατήρηση δικαιώματος παροχών | maintien d'un droit à des prestations |
life.sc., agric. | διατήρηση εδαφών | conservation des sols |
environ. | διατήρηση ειδών | conservation des espèces |
environ., agric. | διατήρηση εκτός τόπου | conservation ex situ |
min.prod. | διατήρηση εκτός φυσικών συνθηκών | conservation ex situ |
med. | διατήρηση εμβολίων | conservation du vaccin |
tech., industr., construct. | διατήρηση εμφάνισης | conservation d'aspect |
met. | διατήρηση εν θερμώ | maintien à la température |
law, insur. | διατήρηση ενός δικαιώματος | maintien d'un droit |
el. | διατήρηση εξαντλήσιμων ενεργειακών πηγών | conservation de l'énergie |
agric. | διατήρηση επιφανειακών υδάτων | récupération de l'eau |
agric. | διατήρηση επιφανειακών υδάτων | conservation des eaux de surface |
fish.farm. | διατήρηση και διαχείριση των αλιευτικών πόρων | conservation et gestion des ressources de pêche |
gen. | διατήρηση και διαχείριση των πόρων | conservation et gestion des ressources |
environ., agric. | διατήρηση και επέκταση της δασικής κληρονομιάς | conservation et extension du patrimoine forestier |
relig. | διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας ευρωπαϊκής σημασίας | conservation et sauvegarde du patrimoine culturel d'importance européenne |
law | διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας | conservation et sauvegarde du patrimoine culturel d'importance européenne |
transp., avia. | διατήρηση κατακόρυφης ταχύτητας | maintien de vitesse verticale |
market. | διατήρηση κεφαλαίου | préservation du capital |
fin. | διατήρηση κεφαλαίου | préservation du patrimoine |
fin. | διατήρηση κινδύνου | rétention du risque |
fin. | διατήρηση κινδύνου | rétention des risques |
fin. | διατήρηση κινδύνου | conservation du risque |
environ. | διατήρηση/κονσερβοποίηση | conserves |
environ. | διατήρηση/κονσερβοποίηση | conserve |
commun., transp. | διατήρηση μήκους | maintien en longitude |
industr., construct. | διατήρηση με διαλύματα | picklage |
food.ind. | διατήρηση με εμβάπτιση | saumurage par immersion |
food.ind. | διατήρηση με ξηρή μέθοδο | saumurage à sec |
environ. | διατήρηση των μελισσών | protection des abeilles |
med. | διατήρηση μεμονωμένων γενετικών πληροφοριών | préservation d'informations génétiques isolées |
health. | διατήρηση μιας θερμοκρασίας σε προκαθορισμένη ζώνη της καμίνου | faire un palier |
IT | Διατήρηση μνήμης | rétention en mémoire |
environ. | διατήρηση ξυλείας του ξύλου | conservation du bois |
environ. | διατήρηση ξυλείας | conservation du bois |
gen. | διατήρηση πίεσης | compensation de fuites |
comp., MS | διατήρηση πελατών | fidélisation de la clientèle |
environ. | διατήρηση πετερελαϊκών πόρων | préservation des ressources pétrolières |
commun., transp. | διατήρηση πλάτους | maintien en latitude |
environ. | διατήρηση ποιότητας υδάτων | mise en valeur des eaux |
mech.eng. | διατήρηση πορείας | stabilisation de cap |
commun., transp. | διατήρηση πορείας | maintien de cap |
econ. | διατήρηση προσωρινώς υπεράριθμου προσωπικού για την αντιμετώπιση αυξημένων μελλοντικών αναγκών | rétention de main-d'oeuvre |
econ. | διατήρηση προσωρινώς υπεράριθμου προσωπικού για την αντιμετώπιση αυξημένων μελλοντικών αναγκών | maintien d'effectifs en surnombre |
environ. | διατήρηση πόρου | conservation des ressources |
agric. | διατήρηση σε αργό; συντήρηση παρουσία αργού | conservation sous argon |
med. | διατήρηση σε ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου | conservé dans une atmosphère de gaz inerte |
gen. | διατήρηση σε ενυδρεία ή σε ειδικούς κλωβούς | conservation en vivier ou en cage poissons |
chem., el. | διατήρηση σε θερμή κατάσταση | admission d'air pendant la marche en veilleuse |
mech.eng. | διατήρηση σε καλή κατάσταση | bonne condition d'entretien |
nat.sc., agric. | διατήρηση σπέρματος | stockage du sperme |
law, agric. | διατήρηση σπερμοφυούς μορφής σε τμήμα του δάσους | quart en réserve |
commun., transp. | διατήρηση στάσης πρόνευσης | maintien d'assiette |
agric. | διατήρηση στη γεωργική εκμετάλλευση | conservation on farm |
agric. | διατήρηση στη γεωργική εκμετάλλευση | conservation dans l'exploitation |
gen. | διατήρηση στο καθεστώς ενισχυόμενης περιοχής | maintien comme zone aidée |
environ. | διατήρηση στο φυσικό περιβάλλον | conservation in situ |
environ. | διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων μέσων | conservation de la preuve |
environ. | διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων | conservation de la preuve |
agric., fish.farm., food.ind. | διατήρηση; συντήρηση | conservation |
social.sc., lab.law. | διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων | maintien de droits à pension |
fin. | διατήρηση ταμειακού αποθέματος | encaisse |
environ. | διατήρηση της άγριας πανίδας και χλωρίδας | conservation de la faune et de la flore sauvages |
environ. | διατήρηση της άγριας χλωροπανίδας | conservation de la faune |
environ. | διατήρηση της άγριας χλωροπανίδας | protection de la faune sauvage |
econ. | διατήρηση της αγοραστικής δύναμης | maintien du pouvoir d'achat |
commun., IT, agric. | διατήρηση της αγροτικής κληρονομιάς | conservation du patrimoine rural |
fin. | διατήρηση της αξίας | maintien de valeur |
fin. | διατήρηση της αξίας | maintien de la valeur |
econ. | διατήρηση της απασχόλησης | maintien de l'emploi |
law, lab.law. | διατήρηση της αρχαιότητας | maintien de l'ancienneté |
environ. | διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς | préservation du patrimoine architectural |
law | διατήρηση της δημόσιας τάξης και διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας | le maintien de l'ordre public et la sauvegarde de la sécurité intérieure |
law | διατήρηση της δημόσιας τάξης και διαφύλαξη της εσωτερικής ασφαλείας | le maintien de l'ordre public et la sauvegarde de la sécurité intérieure |
med. | διατήρηση της εγκυμοσύνης μέχρι τον τοκετό | porter à terme |
econ. | διατήρηση της ειρήνης | maintien de la paix |
gen. | διατήρηση της ειρήνης | maintien de l'ordre public |
nat.sc. | διατήρηση της ενέργειας | conservation de l'énergie |
health. | διατήρηση της κινητικής εικόνας | image consécutive d'un mouvement |
transp. | διατήρηση της κλίσης τροχιάς ως προς τον άξονα Βορρά-Νότου | correction de poste dans la direction nord-sud |
law, arts. | διατήρηση της κληρονομιάς | conservation du patrimoine |
commun., IT | διατήρηση της λαμπρότητας | conservation du flux de puissance |
gen. | διατήρηση της οικογενειακής ενότητας | maintien de l'unité familiale |
life.sc., agric. | διατήρηση της ποικιλίας | sélection conservatrice de variétés |
life.sc., agric. | διατήρηση της ποικιλίας | maintenance des variétés |
agric. | διατήρηση της ποικιλίας | sélection conservatrice |
gen. | διατήρηση της ποιότητας του περιβάλλοντος | préservation de la qualité de l'environnement |
fin. | διατήρηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου | maintien de la qualité du portefeuille |
econ., fin. | διατήρηση της ρευστότητας | préserver la situation de liquidité |
chem. | διατήρηση της στιλπνότητας | rétention du brillant |
econ., agric. | διατήρηση της τιμής της αγοράς κάτω από την τιμή παρεμβάσεως | la tenue de marché en dessous du prix d'intervention |
forestr. | διατήρηση προστασία της φύσης | parc naturel |
forestr. | διατήρηση προστασία της φύσης | conservation naturel |
environ. | διατήρηση της φύσης | conservation de la nature |
environ. | διατήρηση της φύσης | préservation de la nature |
construct. | διατήρηση της φύσης και του τοπίου | protection de la nature et des paysages |
fin. | διατήρηση τιμής | maintien de cours |
fin. | διατήρηση τιμής | garantie de cours |
agric. | διατήρηση του αγροτικού χώρου | maintien de l'espace rural |
agric. | διατήρηση του αλιεύματος | conservation de la prise |
social.sc. | διατήρηση του δικαιώματος για χορηγούμενες ήδη παροχές | maintien des prestations |
gen. | διατήρηση του ενιαίου χαρακτήρα του ευρωπαϊκού δημόσιου λειτουργήματος | maintien de l'unicité de la fonction publique européenne |
environ. | διατήρηση του περιβάλλοντος | maintenance de l'environnement |
environ. | διατήρηση του περιβάλλοντος | maintenance |
environ. | διατήρηση του περιβάλλοντος | sauvegarde de l'environnement |
law, fin. | διατήρηση του τίτλου από τον εισφέροντα | conservation du titre par l'apporteur |
environ. | διατήρηση του τοπίου | protection du paysage |
stat., environ., construct. | διατήρηση του τοπίου | conservation du paysage |
nat.sc., life.sc. | διατήρηση του υδάτινου καθεστώτος | maintien du statut hydrique |
environ. | διατήρηση του φυσικού τοπίου | entretien du paysage |
environ. | διατήρηση του φυσικού χώρου | entretien de l'espace naturel |
life.sc. | διατήρηση του χρόνου | conservation du temps |
chem. | διατήρηση του χρώματος | rétention de la couleur |
environ. | διατήρηση των άγριων πτηνών | conservation des oiseaux sauvages |
environ. | διατήρηση των αγρίων πτηνών | conservation des oiseaux sauvages |
econ. | διατήρηση των αλιευτικών πόρων | conservation des pêches |
life.sc. | διατήρηση των βαθών | maintien des profondeurs |
life.sc. | διατήρηση των βαθών | entretien des profondeurs |
law, nat.res. | διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας | conservation des ressources biologiques de la mer |
agric. | διατήρηση των βιολογικών πόρων της θαλάσσης | conservation des ressources biologiques de la mer |
environ. | διατήρηση των γενετικών πόρων | maintien de ressources génétiques |
environ. | διατήρηση των γενετικών πόρων | préservation des ressources génétiques |
insur. | διατήρηση των δικαιωμάτων σε παροχές | conservation des droits aux prestations |
insur. | διατήρηση των δικαιωμάτων σε παροχές ανεργίας | conservation des droits aux prestations de chômage |
lab.law. | διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων | maintien des droits des travailleurs en cas de transfert d'entreprises |
environ. | διατήρηση των εδαφών | conservation des sols |
med. | διατήρηση των εμβρύων στη ζωή | maintien en vie d'embryons |
med. | διατήρηση των επιφανειών σε συνθήκες υγιεινής | entretien hygiénique des surfaces |
environ. | διατήρηση των θαλάσσιων πόρων | préservation des ressources marines |
agric. | διατήρηση των οίνων | soins de cave |
fin., econ. | διατήρηση των πιστώσεων | maintien des crédits |
earth.sc. | διατήρηση των σταματημένων εγκαταστάσεων σε ασφαλή κατάσταση | maintenir l'installation arrêtée en état sûr |
environ. | διατήρηση των φυσικών ενδιαιτημάτων | conservation des habitats naturels |
environ. | διατήρηση των φυσικών πόρων | préservation des ressources naturelles |
econ. | διατήρηση των φυσικών πόρων | conservation des ressources |
environ. | διατήρηση υδατικών πόρων | préservation des ressources hydrologiques |
health., agric., anim.husb. | διατήρηση υπό επίσημη επίβλεψη | conserver sous surveillance officielle |
transp. | διατήρηση υπό πίεση | maintien sous pression |
agric. | διατήρηση υπό πίεση ανθρακικού ανυδρίτη | conservation sous pression d'anhydride carbonique |
met. | διατήρηση υψηλής θερμοκρασίας μπάνιου | maintien |
transp. | διατήρηση υψηλού επιπέδου ασφάλειας | maintien de normes élevées en matière de sécurité |
chem., el. | διατήρηση φλόγας | stabilisation de flamme |
environ. | διατήρηση φυσικών πόρων | conservation des ressources naturelles |
market., commun. | διατήρηση χρηματοοικονομικού κεφαλαίου | préservation du capital nominal financier |
fin. | διατήρηση χρηματοοικονομικού κεφαλαίου | préservation du capital nominal |
lab.law. | διατήρηση χώρων παραγωγής | consolidation de lieux de production |
transp. | διατήρηση ύψους | verrouillage de hauteur |
commun., transp. | διατήρηση ύψους | maintien d'altitude |
nat.sc. | διεθνές πρόγραμμα για τη διατήρηση των ελεφάντων | programme international pour la conservation de l'élephant |
environ. | Διεθνής ΄Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union internationale pour la conservation de la nature |
environ. | Διεθνής ΄Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union Internationale pour la Protection de la Nature |
environ. | Διεθνής ΄Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union mondiale pour la nature |
environ. | Διεθνής ΄Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union internationale pour la conservation de la nature et de ses ressources |
environ. | Διεθνής ΄Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union internationale de conservation de la nature |
environ. | Διεθνής ΄Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Alliance mondiale pour la nature |
obs., environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης | Union internationale pour la conservation de la nature et de ses ressources |
obs., environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης | Union mondiale pour la nature |
obs., environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης | Union Internationale pour la Protection de la Nature |
obs., environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης | Union internationale pour la conservation de la nature |
obs., environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης | Union internationale de conservation de la nature |
obs., environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης | Alliance mondiale pour la nature |
environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union Internationale pour la Protection de la Nature |
environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union internationale pour la conservation de la nature |
environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union mondiale pour la nature |
environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union internationale pour la conservation de la nature et de ses ressources |
environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Union internationale de conservation de la nature |
environ. | Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων | Alliance mondiale pour la nature |
fish.farm. | Διεθνής Επιτροπή για τη Διατήρηση των Θυννοειδών του Ατλαντικού | Commission internationale pour la conservation des thonidés de l'Atlantique |
fish.farm. | Διεθνής σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού | Convention ICCAT |
fish.farm. | Διεθνής σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού | Convention internationale pour la conservation des thonidés de l'Atlantique |
UN | Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της ειρήνης στην Κύπρο | Forces des Nations unies stationnées à Chypre |
UN | Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της ειρήνης στην Κύπρο | Force des Nations Unies chargée du maintien de la paix à Chypre |
environ. | είδος υπό εξαφάνιση [Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση | espèce menacée |
environ. | εθνικό πρόγραμμα για την διατήρηση της φύσης | programme national de protection de l'environnement |
min.prod. | εκτός τόπου διατήρηση | conservation ex situ |
ed. | εξεύρεση και διατήρηση της εργασίας | l'accès et le maintien dans l'emploi |
tech., industr., construct. | εξοπλισμός θερμικής κατεργασίας σε ζεστό αέρα με διατήρηση της τάνυσης | rame à thermofixer les colorants et à polymériser |
tech., industr., construct. | εξοπλισμός θερμικής κατεργασίας σε ζεστό αέρα με διατήρηση της τάνυσης | matériel de traitement thermique à air chaud avec maintien de la laize |
environ., agric. | επί τόπου διατήρηση | conservation in situ |
agric. | επιδότηση για τη διατήρηση του κοπαδιού θηλαζουσών αγελάδων | prime à la vache allaitante |
agric. | επιδότηση για τη διατήρηση του κοπαδιού θηλαζουσών αγελάδων | prime au maintien du troupeau de vaches allaitantes |
fish.farm. | Επιτροπή για τη Διατήρηση και Διαχείριση των Αποθεμάτων Άκρως Μεταναστευτικών Ιχθύων στο Δυτικό και Κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό | Commission pour la conservation et la gestion des stocks de poissons grands migrateurs dans l'océan Pacifique occidental et central |
fish.farm. | Επιτροπή για τη Διατήρηση και Διαχείριση των Αποθεμάτων Άκρως Μεταναστευτικών Ιχθύων στο Δυτικό και Κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό | Commission des pêches pour le Pacifique occidental et central |
min.prod., fish.farm. | Επιτροπή για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Πανίδας και Χλωρίδας της Ανταρκτικής | Commission pour la conservation de la faune et la flore marines de l'Antarctique |
fish.farm. | Επιτροπή για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής | Commission pour la conservation de la faune et de la flore marines de l'Antarctique |
fish.farm. | Επιτροπή για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής | Commission pour la conservation de la faune et de la flore marines dans l'Antarctique |
nat.sc., agric. | Επιτροπή για τη διατήρηση, το χαρακτηρισμό και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία | comité de la conservation, de la caractérisation et de l'utilisation des ressources génétiques en agriculture |
polit. | Επιτροπή για τη διατήρηση, το χαρακτηριστικό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία | Comité de la conservation, de la caractérisation, de la collecte et de l'utilisation des ressources génétiques en agriculture |
scient., agric. | Επιτροπή για τη διατήρηση, τον χαρακτηρισμό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση γενετικών πόρων στη γεωργία | Comité de la conservation, de la caractérisation, de la collecte et de l'utilisation des ressources génétiques en agriculture |
polit. | Επιτροπή για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας Natura | Comité pour la conservation des habitats naturels, ainsi que de la faune et de la flore sauvages Natura |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive concernant la qualité des eaux douces ayant besoin d'être protégées ou améliorées pour être aptes à la vie des poissons |
polit., environ. | Επιτροπή για την Προσαρμογή στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο των Οδηγιών που αφορούν στη Διατήρηση των Αγρίων Πτηνών | Comité pour l'adaptation au progrès technique et scientifique de la directive relative à la conservation des espèces d'oiseaux sauvages ORNIS |
polit. | Επιτροπή για την προστασία και διατήρηση των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους | Comité pour la protection et la conservation des espèces de faune et de flore sauvages par le contrôle de leur commerce |
environ., fish.farm. | Επιτροπή προσαρμογής των οδηγιών στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο - ποιότητα των γλυκών υδάτων για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique des directives visant la qualité des eaux douces pour être aptes à la vie des poissons |
environ. | επιτόπια διατήρηση | conservation in situ |
gen. | επιχείρηση για τη διατήρηση της ειρήνης | opération de maintien de la paix |
environ. | Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για τη Διατήρηση των Ακτών | Conférence européenne sur la conservation des côtes |
environ., energ.ind., polit. | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση για τη διατήρηση της Ενέργειας | Association européenne pour la conservation de l'énergie |
fin. | η χρησιμοποίηση,προστασία και διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων | l'utilisation,la protection et la conservation des biens |
IT | ηλεκτρικό στοιχείο για τη διατήρηση του περιεχομένου της μνήμης | pile pour le maintien de la mémoire |
environ. | Ινστιτούτο για τη Διατήρηση της Φύσης | Institut pour la conservation de la nature |
environ. | Ινστιτούτο για τη Διατήρηση της Φύσης | Institut national pour la préservation de la nature |
industr., construct. | καλαπόδι για τη διατήρηση της φόρμας του υποδήματος | embauchoir |
life.sc., agric. | Κοινοτικό πρόγραμμα ενεργειών για τη διατήρηση, το χαρακτηρισμό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία | Programme communautaire d'actions concernant la conservation, la caractérisation, la collecte et l'utilisation des ressources génétiques en agriculture |
gen. | Κοινοτικό πρόγραμμα ενεργειών για τη διατήρηση,το χαρακτηρισμό,τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία | Programme communautaire d'actions concernant la conservation,la caractérisation,la collecte et l'utilisation des ressources génétiques en agriculture |
agric., met., el. | κοινοτικό σύστημα για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων | régime communautaire de conservation et de gestion des ressources de pêche |
transp., mech.eng. | κρουνός απομόνωσης για τη διατήρηση της πίεσης | robinet d'isolement de fonction de compensation de fuites |
fish.farm. | κυριαρχικά δικαιώματα για την αναζήτηση, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και τη διαχείριση των πόρων | droits souverains aux fins de l'exploration, de l'exploitation, de la conservation et de la gestion des ressources |
life.sc., coal. | μεταλλική πλάκα επιτρέπουσα την διατήρηση θέσης του σημείου ανάρτησης της λιναίης | plaque de retenue |
min.prod. | μη επιτόπια διατήρηση | conservation ex situ |
econ., environ. | νομικώς μη δεσμευτική δήλωση αρχών για μια συναίνεση σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τη διαχείριση, τη διατήρηση και την οικολογικά βιώσιμη εκμετάλλευση των κάθε τύπου δασών | déclaration de principes, non juridiquement contraignante mais faisant autorité, pour un consensus mondial sur la gestion, la conservation et l'exploitation écologiquement viable de tous les types de forêts |
environ. | οδηγία για την διατήρηση των φυσικών ενδιαιτημάτων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας | Directive concernant la conservation des habitats naturels ainsi que de la faune et de la flore sauvages |
empl. | Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων | directive sur les droits acquis |
empl. | Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων | Directive "droits acquis" |
nat.res. | Οδηγία του Συμβουλίου για τη διατήρηση των αγρίων πτηνών | Directive du Parlement européen et du Conseil concernant la conservation des oiseaux sauvages |
environ., nat.res. | ομάδα συντονισμού για τη διατήρηση του αφρικανικού ελέφαντα | groupe de coordination pour la protection des éléphants d'Afrique |
environ., nat.res. | ομάδα συντονισμού για τη διατήρηση του αφρικανικού ελέφαντα | Groupe coordonnateur de la conservation de l'éléphant d'Afrique |
environ. | οργανισμός οργάνωση για τη διατήρηση της φύσης | organisation de protection de la nature |
fish.farm., polit. | Οργανισμός για τη διατήρηση του σολομού του βόρειου Ατλαντικού | Organisation pour la conservation du saumon de l'Atlantique Nord |
market. | παρεμποδίζουν τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού | faire obstacle au maintien d'une concurrence effective |
environ., construct. | Πειραματικά σχέδια για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς | Projets pilotes de conservation du patrimoine architectural européen |
arts. | πειραματικό σχέδιο για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς | projet pilote de conservation du patrimoine architectural européen |
agric. | ποικιλία προς διατήρηση | variété de conservation |
environ. | πολιτική για την διατήρηση της φύσης | politique de protection de la nature |
gen. | πολυλειτουργική επιχείρηση για τη διατήρηση της ειρήνης | opération polyvalente de maintien de la paix |
econ., market. | πολυμερής συμφωνία για την απόκτηση ή τη διατήρηση της προστασίας | accord multilatéral sur l'acquisition ou le maintien de la protection |
agric. | πριμοδότηση για τη διατήρηση αγέλης θηλαζουσών αγελάδων | prime à la vache allaitante |
agric. | πριμοδότηση για τη διατήρηση αγέλης θηλαζουσών αγελάδων | prime au maintien du troupeau de vaches allaitantes |
polit., agric. | πριμοδότηση για τη διατήρηση αγελάδων γαλακτοπαραγωγής | prime à la vache allaitante |
med. | προστασία του γενετικού κεφαλαίου με τη διατήρηση εμβρύων | préservation du capital génétique à l'état d'embryons |
industr. | προϊόν χρησιμοποιούμενο στη διατήρηση ξύλου | produit de protection du bois |
fish.farm. | Πρωτόκολλο της διάσκεψης των αντιπροσώπων των κρατών μερών της σύμβασης για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής θάλασσας και των Βελτών | Protocole de la conférence des représentants des Etats parties à la Convention sur la pêche et la conservation des ressources vivantes de la mer Baltique et des Belts |
life.sc. | πρόβλεψη βασισμένη στη διατήρηση του καιρού | prévision basée sur la persistance |
arts. | πρόγραμμα για τη διατήρηση των μνημείων | programme relatif à la conservation des monuments publics |
arts. | πρότυπο σχέδιο για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς | projet pilote de la conservation du patrimoine architectural |
environ., nat.res. | σημαντική ζώνη για τη διατήρηση των πτηνών | zone importante pour la conservation des oiseaux |
med. | σταθερή διατήρηση ιόντων Η | constance du pH des liquides de l'organisme |
life.sc., environ. | Συμφωνία για τη διατήρηση των αποδημητικών πτηνών της Αφρικής-Ευρασίας | Accord sur la conservation des oiseaux d'eau migrateurs d'Afrique-Eurasie |
fish.farm. | Συμφωνία για τη διατήρηση των κητωδών του Ευξείνου, της Μεσογείου και της συνορεύουσας ζώνης του Ατλαντικού | Accord sur la Conservation des Cétacés de la Mer Noire, de la Méditerranée et de la zone Atlantique adjacente |
environ. | Συμφωνία για τη διατήρηση των μικρών κητωδών στη Βαλτική και στη Βόρεια Θάλασσα | Accord sur la conservation des petits cétacés de la mer Baltique et de la mer du Nord |
life.sc., environ. | Συμφωνία για τη διατήρηση των πληθυσμών των ευρωπαϊκών νυχτερίδων | accord Eurobats |
life.sc., environ. | Συμφωνία για τη διατήρηση των πληθυσμών των ευρωπαϊκών νυχτερίδων | Accord relatif à la conservation des populations de chauves-souris en Europe |
fish.farm. | Συμφωνία για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το δίκαιο της θαλάσσης της 10ης Δεκεμβρίου 1982 όσον αφορά στη διατήρηση και στη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων και των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων υδρόβιων ζώων' Συμφωνία της Ν. Υόρκης | Accord des Nations unies sur les stocks de poissons |
fish.farm. | Συμφωνία για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το δίκαιο της θαλάσσης της 10ης Δεκεμβρίου 1982 όσον αφορά στη διατήρηση και στη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων και των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων υδρόβιων ζώων' Συμφωνία της Ν. Υόρκης | Accord aux fins de l'application des dispositions de la convention des Nations unies sur le droit de la mer du 10 décembre 1982 relatives à la conservation et à la gestion des stocks chevauchants et des stocks de poissons grands migrateurs |
fish.farm., UN | Συμφωνία για την προώθηση της συμμόρφωσης στα διεθνή μέτρα για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλιευτικών σκαφών στις ανοιχτές θάλασσες | Accord visant à favoriser le respect par les navires de pêche en haute mer des mesures internationales de conservation et de gestion |
fish.farm., UN | Συμφωνία για την προώθηση της συμμόρφωσης στα διεθνή μέτρα για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλιευτικών σκαφών στις ανοιχτές θάλασσες | Accord de conformité de la FAO |
environ., min.prod., fish.farm. | Συμφωνία συνεργασίας για την έρευνα, διατήρηση και διαχείριση των θαλασσίων θηλαστικών στον Βόρειο Ατλαντικό | Accord de coopération en matière de recherche, de conservation et de gestion des mammifères marins de l'Atlantique-Nord |
environ. | συντήρηση/διατήρηση | conservation |
fish.farm., UN | συµφωνία για την εφαρµογή των διατάξεων της σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών για το δίκαιο της θαλάσσης,της 10ης Δεκεµβρίου 1982, σχετικά µε τη διατήρηση και διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόµενων και των άκρως µεταναστευτικών αποθεµάτων ιχθύων | Accord aux fins de l'application des dispositions de la convention des Nations unies sur le droit de la mer du 10 décembre 1982 relatives à la conservation et à la gestion des stocks de poissons dont les déplacements s'effectuent tant à l'intérieur qu'au-delà de zones économiques exclusives stocks chevauchants et des stocks de poissons grands migrateurs |
gen. | σχολή εκπαίδευσης για τη διατήρηση της ειρήνης | école du maintien de la paix |
fish.farm. | Σύμβαση για τη διατήρηση και διαχείριση των αλιευτικών πόρων στο νοτιοανατολικό Ατλαντικό Ωκεανό | Convention sur la conservation et la gestion des ressources halieutiques de l'Atlantique Sud-Est |
law, fish.farm. | Σύμβαση για τη διατήρηση και διαχείριση των αποθεμάτων μπακαλιάρου της Αλάσκας στην κεντρική Βερίγγειο Θάλασσα | Convention sur la conservation et la gestion des ressources en colin Pollachius dans la partie centrale de la mer de Bering |
fish.farm. | Σύμβαση για τη διατήρηση και τη διαχείριση των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων ιχθύων στον Δυτικό και Κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό | Convention sur la conservation et la gestion des stocks de poissons hautement migratoires dans l'Océan pacifique occidental et central |
environ. | Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης | Convention de Berne |
environ. | Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης | Convention relative à la conservation de la vie sauvage et du milieu naturel de l'Europe |
environ., min.prod., fish.farm. | Σύμβαση για τη διατήρηση της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής | convention sur la conservation de la faune et la flore marines de l'Antarctique |
environ. | Σύμβαση για τη διατήρηση της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας της Ανταρκτικής | Convention sur la conservation de la faune et de la flore marines de l'Antarctique |
fish.farm. | Σύμβαση για τη διατήρηση του σολομού στο Βόρειο Ατλαντικό | Convention pour la conservation du saumon dans l'Atlantique Nord |
life.sc. | Σύμβαση για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας | Convention sur la conservation des espèces migratrices appartenant à la faune sauvage |
life.sc. | Σύμβαση για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας | Convention de Bonn |
law, insur. | Σύμβαση για τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των μεταναστών | Convention sur la conservation des droits à pension des migrants |
fish.farm., polit. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των έμβιων πόρων στη Βαλτική Θάλασσα και τα Belts | convention de la mer Baltique |
fish.farm., polit. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των έμβιων πόρων στη Βαλτική Θάλασσα και τα Belts | convention sur la pêche et la conservation des ressources vivantes dans la mer Baltique et les Belts |
fish.farm., polit. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των έμβιων πόρων στη Βαλτική Θάλασσα και τα Belts | convention sur la pêche et la conservation des ressources vivantes de la mer Baltique et des Belts |
fish.farm., polit. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των έμβιων πόρων στη Βαλτική Θάλασσα και τα Belts | convention sur la pêche et sur la conservation des ressources vivantes de la mer Baltique et de la région des Belts |
fish.farm., polit. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των έμβιων πόρων στη Βαλτική Θάλασσα και τα Belts | convention Baltique |
min.prod., fish.farm. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των βιολογικών πόρων της ανοικτής θάλασσας | Convention sur la pêche et la conservation des ressources biologiques de la haute mer |
min.prod., fish.farm. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων στη Βαλτική Θάλασσα και στους Βέλτες Belts; Σύμβαση του Γκντάνσκ Gdansk | Convention sur la pêche et la conservation des ressources vivantes dans la mer Baltique et les Belts |
min.prod., fish.farm. | Σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων στη Βαλτική Θάλασσα και στους Βέλτες Belts; Σύμβαση του Γκντάνσκ Gdansk | Convention de Gdansk |
fish.farm., polit. | σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts | convention sur la pêche et sur la conservation des ressources vivantes de la mer Baltique et de la région des Belts |
fish.farm., polit. | σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts | convention sur la pêche et la conservation des ressources vivantes dans la mer Baltique et les Belts |
fish.farm., polit. | σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts | convention sur la pêche et la conservation des ressources vivantes de la mer Baltique et des Belts |
fish.farm., polit. | σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts | convention de la mer Baltique |
fish.farm., polit. | σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts | convention Baltique |
environ. | Σύμβαση τoυ Gdansk για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της Βαλτικής Θάλασσας και των Belts | Convention de Gdansk sur la pêche et la conservation des ressources vivantes de la mer Baltique et des Belts |
life.sc. | τάση για διατήρηση του καιρού | tendance à la persistance du temps |
med. | τεχνητή διατήρηση στη ζωή ανθρώπινων εμβρύων | maintien en vie artificiel d'embryons humains |
UN | υπηρεσία επιχειρήσεων για τη διατήρηση της ειρήνης | département des opérations de maintien de la paix |
med. | φιάλη από γυαλί για τη διατήρηση του αίματος | bouteille de verre pour la conservation du sang |
econ., market. | χρήση του σήματος με σκοπό τη διατήρηση σε ισχύ της καταχώρισης | usage de la marque aux fins du maintien de l'enregistrement |
relig., IT | ψηφιακή διατήρηση | préservation numérique |
relig., IT | ψηφιακή διατήρηση | conservation numérique |